‘Θήτα’
Σπύρος Γλύκας
Περίληψη
Έξι άνθρωποι που συνδέονται αλλόκοτα μεταξύ τους… Έξι διαφορετικές ιστορίες που «τρέχουν» μέσα σ’ ένα τρένο, το οποίο κατευθύνεται με εξίσου αλλόκοτη, σχεδόν δαιμονική, ταχύτητα προς τη συμπρωτεύουσα... Κι ένα άκρως μυστηριώδες λαχείο που και οι έξι αγοράζουν μόλις λίγο πριν από την επιβίβασή τους. Ο Αλέξης έχει αποφασίσει να αναζητήσει και να βρει την τύχη του στην Ευρώπη, μακριά απ’ την οικογένεια του θείου του που τον υιοθέτησε μετά το μοιραίο ατύχημα των γονιών του. Η Άννα πηγαίνει κι αυτή στη Θεσσαλονίκη για να πάρει μέρος στην πρώτη της έκθεση ζωγραφικής, κουβαλώντας την προβληματική σχέση με τον αδερφό της και την πρόσφατη φιλία με μια τυφλή. Η Δήμητρα διαθέτει ένα πολύ ιδιαίτερο χάρισμα που της επιτρέπει να διαισθάνεται τον κίνδυνο και να μαντεύει τις συμφορές. Φεύγει από την Αθήνα, αφήνοντας πίσω το φυλακισμένο για απαγωγή γιο της. Ο Αριστοτέλης ταξιδεύει με νωπή την απώλεια της γυναίκας του. Ο Αναστάσης αναζητά το επόμενο καλό παιχνίδι πόκερ και η Λίζα ετοιμάζεται να συναντήσει στη συμπρωτεύουσα τον εκδότη που θα αναλάβει να προωθήσει το πρώτο της μυθιστόρημα, που στην πραγματικότητα όμως έχει γραφτεί από κάποιον άλλο. Το τρένο αδειάζει σιγά σιγά και οι έξι απομένουν οι μόνοι επιβάτες. Σύντομα, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα σκοτεινό παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον.
Το τρένο.
Βυθισμένος σε ένα ύπνο δίχως όνειρα, ο σταθμάρχης ετοιμαζόταν να γλιστρήσει απ’ το παγκάκι στο οποίο βρισκόταν καθισμένος εδώ και ώρα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μεταλλικό μπουκαλάκι που κι αυτό ήταν έτοιμο να πέσει στο έδαφος. Απ’ το άλλο χέρι είχε πέσει ήδη μια εφημερίδα και κειτόταν τώρα διπλωμένη σε μια σελίδα όπου αναγράφονταν οι κηδείες και τα μνημόσυνα. Τα πόδια του λύγισαν, το κεφάλι του έγειρε στ’ αριστερά, λίγα σάλια κύλησαν στο βρόμικο σακάκι του και έπειτα σαν κάποιος να τον τράβηξε απότομα προς τα κάτω, έχασε την μάχη με την βαρύτητα και προσγειώθηκε με τα μούτρα στην τραχιά τσιμεντένια επιφάνεια της αποβάθρας. «Τι στο διάολο;» μουρμούρισε νοιώθοντας ένα οξύ πόνο στο μέτωπο. Παρόλα τα απρόοπτα όπως αυτό, οι βραδινές βάρδιες ήταν το καλύτερο του. Μακριά απ’ το σπίτι για οκτώ ώρες και έπειτα ξεκούραση για άλλες οκτώ το οποίο σήμαινε ότι δεν θα τον έπρηζε ούτε η γυναίκα του, ούτε και η κόρη του μέχρι το επόμενο απόγευμα. Και για τις δύσκολες βραδινές ώρες υπήρχε πάντα το ρούμι να τον συντροφεύει. Σηκώθηκε με κόπο και τεντώθηκε ενώ το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο εσωτερικό του σταθμού σαν να τον παρατηρούσε για πρώτη φορά. Σε λίγα λεπτά όλα φαίνονταν γνώριμα και πάλι εκτός απ’ το τρένο που βρισκόταν μερικά μέτρα πιο κάτω, λαχανιασμένο, με ατμούς να βγαίνουν απ’ τα σωθικά του. Ο σταθμάρχης κοίταξε το ρολόι του. Τρεις παρά τέταρτο. Το επόμενο δρομολόγιο ήταν στις έξι το πρωί, αναχώρηση με προορισμό την συμπρωτεύουσα. Το τρένο που είχε μόλις φθάσει ήταν τελείως διαφορετικό από αυτά που γνώριζε τόσο καλά, όπως νόμιζε ότι γνώριζε τον εαυτό του. Και ήταν σίγουρος πως δεν ήταν αυτό που θα έφευγε το πρωί κι ας βρισκόταν σ’ αυτήν τη θέση. Πλησίασε την πόρτα του οδηγού και κοίταξε μέσα από το σκούρο κρύσταλλο που κάλυπτε όλη την επιφάνεια του μπροστινού μέρους. Δεν υπήρχε κανείς. Ούτε και μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος βρισκόταν εκεί μέσα πριν από λίγο. Το εσωτερικό του έμοιαζε να είναι άθικτο. Προχώρησε λίγο προς τα πίσω, κατά μήκος του τρένου, κοιτάζοντας μέσα στα βαγόνια. «Μωρέ λες;» είπε στον εαυτό του. «Μήπως κοιμάμαι ακόμα;». Τελειώνοντας
την φράση έσφιξε βίαια με τον αντίχειρα και τον δείκτη ένα σημείο στο μπράτσο του για να βεβαιωθεί ότι αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Έπειτα κατευθύνθηκε προς τα ταμεία. Εκεί βρήκε την καθαρίστρια να συνομιλεί με τον μοναδικό ταμία που είχε βάρδια εκείνη τη νύχτα. «Ρε παιδιά, είδατε αυτό το τρένο που είναι στην τρίτη αποβάθρα;» «Ποιο;» του είπε ο ταμίας ενοχλημένα που τους διέκοπτε την δική τους κουβέντα. Η καθαρίστρια ήταν ο μόνος λόγος που τον απέτρεπε απ’ το να πεθάνει απ’ την βαρεμάρα μέσα σε ένα περιβάλλον που εδώ και εικοσιπέντε χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο απ’ το να μετράει λεφτά και να εκδίδει εισιτήρια. Την έψηνε εδώ και μήνες και παρόλο που εκείνη δεν του καθόταν, με κάθε ευκαιρία βρισκόταν στον γκισέ του για κουβεντούλα. Σήμερα ο ταμίας πίστευε ότι κάτι είχε αλλάξει γιατί η καθαρίστρια είχε εμφανιστεί περιποιημένη. Μακιγιαρισμένη, παρφουμαρισμένη, με τα ρούχα της δουλειάς για πρώτη φορά να είναι καθαρά. «Τι ποιο; Χαμπάρι δεν έχετε πάρει; Πριν λίγο ήρθε και είναι σαν διαστημόπλοιο. Δεν έχετε ξαναδεί τέτοιο τρένο εδώ» τους είπε σχεδόν φωναχτά για να τους κάνει να ασχοληθούν επιτέλους μαζί του. «Δεν έχει έρθει κανένα τρένο εδώ και ώρα. Πιωμένος είσαι πάλι;» του πέταξε αγριεμένα ο ταμίας. «Εγώ είμαι πιωμένος ή εσείς που έχετε μεθύσει απ’ τον έρωτα σας; Άντε, ξεκολλήστε και ελάτε να το δείτε και μόνοι σας». «Δεν πάμε πουθενά. Άλλη όρεξη δεν είχαμε να ασχολούμαστε με τις φαντασιώσεις σου. Προχθές ήταν ένας κλόουν που χόρευε στις γραμμές, τις προάλλες μια γυναίκα που έτρωγε χουρμάδες κάτω από ένα παγκάκι. Για να μην πω για κείνη την μαύρη γάτα που την πήρες για πάνθηρα και το ’σκασες απ’ τον σταθμό τρέχοντας. Έχεις γίνει πολύ κουραστικός, εσύ και το ρούμι σου». Ο σταθμάρχης δεν επέμενε. Κατά βάθος είχαν δίκιο. Όποτε είχε βραδινή βάρδια όλο και κάτι συνέβαινε στον πλημμυρισμένο από αλκοόλ εγκέφαλό του. Μα τώρα ήταν βέβαιος γι αυτό που είχε δει. Δεν ήταν άλλωστε και απ’ τις φορές που είχε στραγγίξει το μπουκαλάκι του. Το τρένο ήταν εκεί. Ναι, το ξανάβλεπε τώρα μπροστά του. Ολοζώντανο.
Κάθισε πάλι στο παγκάκι που είχε αποκοιμηθεί πιο πριν και έπιασε να το παρατηρεί. Σε λίγο ένας διακριτικός θόρυβος ακούστηκε και μια απ’ τις συρόμενες πόρτες των βαγονιών υποχώρησε. Ο σταθμάρχης ίσιωσε την πλάτη του και τέντωσε τον λαιμό του. Θα ορκιζόταν ότι δεν υπήρχε κανένας εκεί μέσα κι όταν είδε ένα ξερακιανό λαχειοπώλη να κρατάει απ’ το χέρι ένα μικρό παιδάκι, επανέλαβε με περισσότερη δύναμη το τσίμπημα που είχε κάνει στον εαυτό του λίγο πιο πριν αφήνοντας μια έντονη κοκκινίλα στο δέρμα του που σύντομα θα γινόταν μια ευμεγέθης μελανιά. Δίχως να χάσει χρόνο, σηκώθηκε και με μεγάλα βήματα βρέθηκε δίπλα τους. Ο λαχειοπώλης κρατούσε ένα κοντάρι με έξι λαχεία και το αγοράκι ντυμένο κάπως επίσημα με ένα μπλε μάλλινο γιλέκο, άσπρο πουκάμισο, μια μικροσκοπική κόκκινη γραβάτα κι ένα καφέ κοτλέ παντελόνι, είχε περασμένο στον ώμο του ένα μικρό σακίδιο ενώ στο δεξί του χέρι κρατούσε σφιχτά τρεις μαρκαδόρους. «Λοιπόν, θα σ’ αφήσω έξω για δέκα λεπτά και μετά θα επιστρέψεις στο τρένο. Όπως έχουμε πει» του είπε κάπως αυστηρά ο λαχειοπώλης κουνώντας παράλληλα και τον δείκτη του δεξιού του χεριού σαν να ήθελε να διαλύσει τις τυχόν πονηρές σκέψεις του παιδιού για κάποια αιφνίδια αλλαγή στο ήδη προσυμφωνημένο πρόγραμμα. «Και βάλε επιτέλους αυτούς τους μαρκαδόρους στην τσάντα σου. Θα τους χάσεις στο τέλος». «Καλησπέρα» είπε με βαριά φωνή ο σταθμάρχης ενώ το αγοράκι βρήκε την ευκαιρία να απομακρυνθεί από εκείνο το σημείο. «Καλησπέρα» του απάντησε με ιδιαίτερα ζεστό τόνο στη φωνή του ο λαχειοπώλης. «Ήσασταν μέσα στο τρένο;». «Ναι, αλλά δεν ταξιδέψαμε». «Πως γίνεται αυτό; Αφού σας είδα να βγαίνετε από ’κει. Το τρένο δεν έχει πολύ ώρα που έφτασε εδώ». «Μα ούτε και εμείς, μόλις πριν λίγο φτάσαμε και μπήκαμε μέσα για να το δούμε. Εντυπωσιακό δεν είναι; Επέμενε ο πιτσιρικάς ξέρεις». «Ναι, αλλά εσύ του είπες να επιστρέψει σε δέκα λεπτά για να μπει στο τρένο». «Όχι, όχι. Δεν κατάλαβες καλά» του είπε και τα μακρόστενα μάτια του σαν να
χώθηκαν πιο πολύ στις κόγχες τους. Ο σταθμάρχης αισθάνθηκε μια μικρή ζαλάδα, λες κι είχε μόλις κατεβάσει ένα δυο σφηνάκια ρούμι ακόμα. «Έλα, πάμε να κάτσουμε, είσαι λίγο ωχρός το ξέρεις;» ο λαχειοπώλης τον έπιασε απ’ το μπράτσο και τον κατεύθυνε στο παγκάκι σαν να ήταν μικρό παιδί. «Θα μου δώσεις ένα λαχείο;» του είπε αφηρημένα έχοντας ξεχάσει τον προηγούμενο διάλογό τους. «Δεν γίνεται» του απάντησε ξερά εκείνος. «Τι εννοείς; Δεν τα ’χεις για πούλημα;». «Ναι, αλλά για συγκεκριμένους πελάτες». «Τι μας λες; Καλό κι αυτό» του είπε ο σταθμάρχης που φάνηκε να συνέρχεται και πρόσθεσε με αρκετή ειρωνεία. «Βλέπεις εσύ κανένα άλλο εδώ;». «Δεν έχουν έρθει ακόμα. Σε λίγο καταφθάνει ο πρώτος, ο Αλέξης». «Μπα; Τους γνωρίζεις προσωπικά δηλαδή;». «Θα μπορούσες να το πεις και έτσι». «Ρε φίλε, μπας και τα ’χεις κοπανήσει και εσύ;». «Δεν πίνω ποτέ» του απάντησε σοβαρά εκείνος. Τόσο σοβαρά που ο σταθμάρχης αναγκάστηκε να πάρει το βλέμμα του από πάνω του σαν να τυφλώθηκε από έναν μικρό ήλιο. «Ας πούμε, ότι τους παρακολουθώ τώρα τελευταία» συνέχισε ο λαχειοπώλης με την φωνή του να γλυκαίνει και πάλι. «Δεν σε καταλαβαίνω. Γιατί τους παρακολουθείς;» «Αυτό είναι κάτι που δεν σε αφορά και ούτε πρόκειται να το μάθεις. Και επειδή σύντομα θα πρέπει να ασχοληθώ με τον πρώτο μου πελάτη, θα σ’ αφήσω εδώ, στο παγκάκι σου, να κοιμηθείς». «Μπα, δεν έχω ύπνο» του είπε ο σταθμάρχης που η περιέργεια τον είχε ξυπνήσει για τα καλά.
«Κι όμως, να δεις που θα νυστάξεις. Σε πέντε λεπτά θα κοιμάσαι σαν πουλάκι». «Πάμε στοίχημα;». «Θα χάσεις» του είπε ο λαχειοπώλης ενώ έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το τρένο. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε και το αγοράκι κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι νερό. «Άντε, πιες το και μπες μέσα. Δεν έχουμε άλλο χρόνο». Ο σταθμάρχης έκανε να σηκωθεί. «Κάτι δεν πάει καλά εδώ» σκεφτόταν όμως τα πόδια του ξαφνικά βάρυναν. Η απόσταση μέχρι τον λαχειοπώλη έμοιαζε σαν να ξεχειλώνει και το είδωλο του να γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτο. Τώρα βυθιζόταν στην άμμο κι ο σταθμός είχε γίνει μια απέραντη έρημος. Περπατούσε διψασμένος και ψόφιος απ’ την κούραση. Ακολουθούσε μια πορεία που θα τελείωνε όταν θα ξύπναγε λίγες ώρες μετά. Όταν πια το τρένο θα είχε αναχωρήσει με τους έξι πελάτες του λαχειοπώλη να έχουν ήδη αγοράσει τον τυχερό λαχνό τους…
Μηδέν.
Η βελόνα προσπαθούσε να κρατηθεί πάνω στη μαύρη επιφάνεια του δίσκου. Ήταν το τέταρτο άλμπουμ των Led Zeppelin σε κακή κατάσταση που πάλευε να τα βρει μ’ αυτό το πικάπ μάρκας «Ρέγκα» - ουδεμία σχέση με το γνωστό ψάρι. Ούτε όμως κι ο Αλέξης είχε. Από απόσταση το παρατηρούσε, παστό και αλμυρό, να συνοδεύει πάντα τις φακές στο οικογενειακό τους τραπέζι κι ας ήξερε πολύ καλά ο πατέρας του πως του προκαλούσε αηδία. Εκείνος επέμενε σώνει και καλά να το τρώει, γιατί ωφελούσε όπως συνήθιζε να του λέει. Να όμως που τούτη δω τη «Ρέγκα» τη συμπαθούσε ο Αλέξης, μια και τον βοηθούσε να απολαμβάνει τη μεγάλη του αγάπη: το βινύλιο. Όχι, δεν ήταν ακριβώς η μουσική, κάποια μουσική, ένα είδος συγκεκριμένο. Άκουγε τα περισσότερα, αρκεί να ξέφευγαν απ’ τα αυλάκια του δίσκου και να γέμιζαν τα ηχεία με νότες κι ήχους μαγικούς, που, λες και κάποιοι το ’χαν κάνει επίτηδες η «εξέλιξη» της τεχνολογίας τούς απωθούσε σιγά σιγά για χάρη ενός πιο ‘καθαρού’ ήχου. Ένα φύσημα, τα χριτς-χρατς που πρόδιδαν φθορά, το γλίστρημα της βελόνας στην αρχή και το σούρσιμό της στο τέλος, μαζί μ’ εκείνο το σήκωμα, σαν μπαλαρίνα, που την επανέφερε στο αρχικό της σημείο, τα πηδήματα που έκανε όταν έβρισκε πολύ σκεβρωμένες επιφάνειες ... Ιεροτελεστία που έπαιρνε ιδιαίτερη μορφή όταν είχε να κάνει με κάποιο καινούργιο απόκτημα. Καινούργιο, τρόπος του λέγειν, μιας κι όλα τα βινύλια που είχε στη συλλογή του ο Αλέξης ήταν από ελαφρώς έως πολύ μεταχειρισμένα. Σε μια εποχή που ο δίσκος ακτίνας είχε αρχίσει να κάνει δυναμικά την εμφάνιση του, ο κόσμος βιαζόταν να διώξει όπως-όπως εκείνα τα μεγάλα εξώφυλλα που του έπιαναν χώρο σε βιβλιοθήκες και ράφια και να τα αντικαταστήσει με «ανώτερη ποιότητα» ήχου που απαιτούσε μόλις το ένα πέμπτο του χώρου για να αποθηκευθεί. Για κάποιον που είχε ζήσει σε ένα σπίτι όπου μονίμως ακουγόταν μουσική εξ αιτίας των γονιών του και ιδιαίτερα της μητέρας του που έπαιζε πιάνο, η αγορά έβριθε ευκαιριών μέσα από αγγελίες αμέτρητων ανίδεων ιδιωτών. Το τέταρτο άλμπουμ των Led Zeppelin το ’χε βρει εκείνη τη μέρα στα
σκουπίδια, έξω απ’ το γυμναστήριο όπου σύχναζε κάθε απόγευμα, αφού πρώτα φρόντισε να σκοντάψει σε μια κακοβαλμένη πλάκα στο πεζοδρόμιο, χαζεύοντας σα χάνος μια όμορφη κοπέλα που πρόσφατα είχε πιάσει δουλειά σε μαγαζί της γειτονιάς. Αρχικά βέβαια είχε προσπαθήσει να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να τη χαιρετήσει, αλλά όπως συνέβαινε συνήθως, τού κόπηκε η λαλιά και μαζί μ’ αυτήν και τα γόνατα. Έτσι βρέθηκε με τα μούτρα στο πεζοδρόμιο, αγκαλιά με το μεταλλικό κάδο, μα καθώς ανακτούσε την όρθια στάση το βλέμμα του έπεσε στο περιεχόμενο των σκουπιδιών. Το σκληρό εξώφυλλο που εξείχε τού τράβηξε αμέσως την προσοχή και χωρίς δεύτερη σκέψη, δίχως να ντραπεί τα περαστικά βλέμματα, έχωσε το χέρι στον κάδο και το μάζεψε, μην πιστεύοντας την καλή του τύχη: μια αυθεντική κόπια λίγες στιγμές πριν πολτοποιηθεί και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται να πληρώσει μία. Τώρα, αυτό το βινύλιο που σώθηκε στο παραπέντε από την καταστροφή στριφογυρνούσε στη «Ρέγκα», ενώ εκείνος, παρατηρώντας τις δυο λευκές βιβλιοθήκες που στραγγάλιζαν το ένα και μοναδικό δωμάτιο του διαμερίσματός του, συλλογιζόταν πως όπου να ’ναι θα έβγαινε απ’ το σπίτι για να μείνουν εκεί με την ησυχία τους οι δίσκοι του. Του φάνηκε ότι τα αμέτρητα βινύλια απειλούσαν να σπάσουν τις μελαμίνες, να ξεχυθούν στο φθαρμένο πάτωμα και να κάνουν κατάληψη, διαμαρτυρόμενα για τις κακές συνθήκες φύλαξής τους. Άλλωστε, ήταν η σειρά τους να τον πετάξουν έξω, αφού είχαν υποστεί ακριβώς τον ίδιο εξευτελισμό απ’ το θείο του που, πριν από ένα χρόνο, τότε που του δήλωνε εν εξάλλω: «ή αυτοί ή εσύ. Διάλεξε». Ο Αλέξης φυσικά είχε διαλέξει την εξορία. Έτσι κι αλλιώς, ήταν ηλίου φαεινότερο πως «αυτοί», οι δίσκοι του δηλαδή, ήταν απλώς η αφορμή. Είχε φαίνεται φθάσει η στιγμή, ίσως μάλιστα να ’χε περάσει κιόλας, που ο θείος Αντώνης δεν άντεχε άλλο την παρουσία του στο σπίτι όσο κι αν η γυναίκα του επέμενε να τον κρατήσουν. Το χρέος του το είχε κάνει και με το παραπάνω από τότε που οι γονείς του Αλέξη εγκατέλειψαν ξαφνικά τα εγκόσμια. Στο κάτω κάτω δεν ήταν και δικός του συγγενής. Δουλειά τού είχε εξασφαλίσει. Τόπο διαμονής κι ένα ζεστό πιάτο φαί εδώ και χρόνια, επίσης. Ήταν λοιπόν καιρός να ασχοληθεί με τον εαυτό του και τα δικά του παιδιά που έπρεπε να σπουδάσουν. Ο θείος Αντώνης έκανε εισαγωγές μετάλλων. Έφερνε χαλκό και μπρούντζο σε μορφή φύλλων και ρολών από σύρμα, και τα διέθετε στην αγορά. Το μαγαζί του, που τελούσε και χρέη αποθήκης, βρισκόταν έξω απ’ την πόλη κι έτσι ο Αλέξης, εξαρτημένος απ’ τις ορέξεις και τα κέφια του θείου του σ’ ό,τι είχε να κάνει με την ώρα αναχώρησης, ξυπνούσε απ’ τις έξι το πρωί. Έπρεπε μάλιστα να είναι
έτοιμος και πλυμένος και να τον περιμένει στο σαλόνι ανεξάρτητα απ’ το αν εκείνος ξυπνούσε έγκαιρα ή όχι. Το μόνο που τον έσωζε ήταν ένα φορητό κασσετοφωνάκι όπου ηχογραφούσε επιλογές απ’ τη μεγάλη συλλογή του για να του κρατά συντροφιά στο σιωπηλό, εκείνη την ώρα, σπίτι όπου θα έπαιρνες όρκο ότι όλοι κι όλα περίμεναν το σύνθημα του θείου για να ξεκινήσουν. Κι έπειτα ήταν κι εκείνη η κουβέντα στη διαδρομή... Πάντα τα ίδια και τα ίδια: «Τι θα τους κάνεις όλους αυτούς τους δίσκους άμα πεινάσεις; Θα τους φας; Μήπως έχεις την εντύπωση ότι θα βρίσκεσαι αιωνίως στη δούλεψη μου; Αν κάτι πάει στραβά και πίστεψε με έχω περάσει πόλεμο εγώ, μπορεί να πάει στραβά. Τότε τι θα κάνεις;» του έλεγε. «Ε, μέχρι να ’ρθει εκείνη η ώρα...», απαντούσε βαριεστημένα ο Αλέξης κι έτσι αυτομάτως, λες κι ήταν σύνθημα, το θέμα άλλαζε και πήγαινε πάντα στα πολιτικά. Κι άλλος μονόλογος. Εκείνος έκανε ότι τον παρακολουθούσε, το μυαλό του όμως έτρεχε με φόρα πέρα απ’ τον ορίζοντα, σε μια ζωή διαφορετική, ανέμελη, με μια ηλεκτρική κιθάρα στον ώμο και μια μεγάλη μοτοσυκλέτα να βρυχάται κάτω απ’ τα σκέλια του. Ο Αλέξης δεν είχε φίλους. Τα παιδιά του θείου Αντώνη, δυο δίδυμες στην ίδια ηλικία με εκείνον, κρατούσαν πάντα την απόσταση που τους είχε υποδείξει η μητέρα τους. Εντάξει, μπορεί να ζούσανε όλοι μαζί κάτω απ’ την ίδια στέγη, αδέρφια όμως δεν ήταν κι ούτε είχαν τα ίδια δικαιώματα με κείνον. Γιατί, πώς να το κάνουμε, άλλο οι άντρες κι άλλο οι γυναίκες. Πόσες φορές δεν είχε μαλώσει το ζευγάρι γι’ αυτό το θέμα; Ευτυχώς ο Αντώνης υποστήριζε σθεναρά τον Αλέξη σ’ αυτήν ειδικά την περίπτωση, κάνοντας και τον ίδιο ν’ απορεί και ν’ αποδίδει τελικά αυτή την εύνοια στην ανδρική του υπόσταση. Ήταν δυο εναντίον τριών εκεί μέσα κι ο θείος, μια κι ήταν ξεκάθαρα της παλιάς σχολής, το πάλευε με ζέση το θέμα. Μιας σχολής που είχε να κάνει με το ένδοξο παρελθόν του πατέρα του, που είχε, λέει, πολεμήσει το ’12 και θα είχε κάνει το ίδιο και το ’40, αν η μοίρα, που ’χε άλλα σχέδια, δεν του ’χε στείλει ένα ατίθασο άλογο στο διάβα του, μια μέρα που επέστρεφε απ’ τον μπακάλη, ποδοπατώντας τον σαν ένα κομμάτι παλιόρουχο. Έτσι απλά είχε φύγει ο άνδρας του σπιτιού, ο άνθρωπος στον οποίο ούτε τα μάτια της τολμούσε να σηκώσει η μητέρα του. Γιατί όπου δεν έπιπτε λόγος, έπιπτε ράβδος. Μ’ αυτό το δόγμα πίστεψε πως θα πορευόταν κι ο άξιος απόγονος Αντώνης, στην πορεία όμως αναγκάστηκε να προσγειωθεί απότομα. Κατάλαβε πως τα πράγματα είχαν κάπως αλλάξει καθώς περνούσαν τα χρόνια και πως όλα τα
θηλυκά πλέον δεν έτρωγαν κουτόχορτο όπως παλιά. Έπειτα από «εξάσκηση» αρκετών ετών μάλιστα έτεινε πια να πιστέψει το ακριβώς αντίθετο: πως η μάνα του δηλαδή ήταν μάλλον μια απ’ τις εξαιρέσεις. Γι’ αυτό και οι μάχες με τη Ζηνοβία, τη γυναίκα του, είχαν ιδιαίτερο χαρακτήρα αν και τις περισσότερες φορές το ίδιο θέμα: τα παιδιά. «Οι κόρες μου» κι «οι κόρες μου» φώναζε ο ένας και ανταπαντούσε η άλλη με την ίδια φράση. Αν ένας ξένος τύχαινε να βρίσκεται στο σπίτι την ώρα που τσακώνονταν, σίγουρα δεν θα καταλάβαινε το λόγο. Τα παιδιά ήταν δίχως αμφιβολία όλη τους η ζωή κι ο Αλέξης το άλλοθι για ό,τι πήγαινε στραβά. Δεν μελετούσαν τα κορίτσια; Έφταιγε ο μικρός που έκανε φασαρία κι ας μη βρισκόταν καν στο δωμάτιό του εκείνη την ώρα. Πάχαιναν οι κόρες; Ο Αλέξης δεν πρόσεχε τι έτρωγε και τις παρέσερνε. Έτσι, αφού διοχέτευαν τα μικρο-προβλήματά τους στον ανιψιό, στη συνέχεια ηρεμούσαν και το βράδυ τον δέχονταν στοργικά δίπλα στο τζάκι ή αν ήταν καλοκαίρι έξω στην αυλή, για να του μιλήσουν και πάλι για τις κόρες τους. Πώς τη γλύτωσε στο τέλος και δεν έσκασε μύτη με καμιά κιλότα ένας Θεός ξέρει.
Η συμβίωση μ’ αυτή την οικογένεια είχε σιγά σιγά δημιουργήσει ένα μοναχικό αγόρι που έκανε παρέα με νότες, εξώφυλλα και μπρούτζινες μπάρες που είχε ξεχωρίσει απ’ την αποθήκη. Αυτές τις τελευταίες τις χρησιμοποιούσε κάνοντας αυτοσχέδιες ασκήσεις μέχρι ν’ αρχίσει να δουλεύει και να επισκέπτεται πια το γυμναστήριο της γειτονιάς σε καθημερινή βάση. Πάντα ασκούταν χωρίς παρέα. Για την ακρίβεια, μετά βίας χαιρετούσε πότε πότε κανένα γυμναστή ή κανέναν αθλούμενο. Δεν ήθελε πολλά πολλά, μονάχα την ησυχία και την αυτοσυγκέντρωσή του. Στεκόταν μπροστά στον καθρέπτη κι έβλεπε το σώμα του να φουσκώνει μύες, ευελπιστώντας πως κάποτε θα ακύρωνε την κακία που υπάρχει στον κόσμο, όπως ο αγαπημένος του ήρωας: ένας υπερκατάσκοπος που ξεπηδούσε απ’ τις σελίδες της δεύτερης μεγάλης του αγάπης που ήταν τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Άλλο στριμωξίδι στο σπίτι του αυτό. Τα πολύχρωμα βιβλία είχαν βρει καταφύγιο κάτω απ’ το κρεβάτι του, όντας το μοναδικό σημείο στο δωμάτιο που τους εξασφάλιζε ασυλία από ενδεχόμενη επίθεση του μαύρου βινυλίου που μετρούσε περισσότερες δυνάμεις.
Εκείνο το βράδυ, καθώς ακουγόταν το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, ο Αλέξης στεκόταν μπροστά από μια μικρή ξύλινη ντουλάπα και σκεφτόταν τι να φορέσει. Ήταν αρχές Δεκέμβρη και το κρύο ξέραινε τα χείλη του κι έσκαγε το δέρμα στους κόμπους των χεριών του. Απ’ το παράθυρο του έκτου ορόφου μπορούσε να διακρίνει ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης που έμοιαζε έτοιμη να καταβροχθίσει τους λόφους και τα βουνά γύρω της, ξερνώντας άκομψες πολυκατοικίες. «Μια μέρα θα φύγω από δω...» συνήθιζε να μουρμουρίζει, δίνοντας στον εαυτό του μια υπόσχεση χωρίς περιεχόμενο, διότι δεν είχε ιδέα πού θα πήγαινε και αν τελικά είχε τα κότσια να φύγει. Βαθιά μέσα του πίστευε πως ίσως να μην ήταν και πολύ στην ιδιοσυγκρασία του: να τολμήσει δηλαδή μια καινούργια αρχή, μια νέα ζωή. Αντιθέτως, αισθανόταν ασφάλεια κλεισμένος μέσα στη ρουτίνα που του εξασφάλιζε η εργασία και το μουντό περιβάλλον της. Παράλληλα, το μυαλό του, που έμοιαζε να ζει σε χρόνο εξακολουθητικό μέσα σ’ ένα σκηνικό παιδικό, γεμάτο απλοϊκές θεωρήσεις για τη ζωή, πάσχιζε να αντιληφθεί πώς όλο αυτό το διάστημα που έμενε με τους θείους του, δεν είχε ασχοληθεί με τη γυναικεία πλευρά των ξαδερφιών του. Η ντουλάπα είχε λίγες κρεμάστρες απ’ τις οποίες κρέμονταν μόνο μαύρα ρούχα. Κοτλέ παντελόνι μαύρο, πουλόβερ μαύρο, πουκάμισο το ίδιο, παλτό επίσης. Μόνη εξαίρεση το τζιν του, που είχε χρώμα μπλε ξεβαμμένο, το μόνο που μπορούσε να ανεχτεί στην εμφάνισή του. Ντύθηκε λοιπόν σκοτάδι και βγήκε έξω να το συναντήσει. Ήταν νωρίς ακόμα και η γειτονιά είχε μαζευτεί στα σπίτια για να παρακολουθήσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Οι ασυνήθιστα φαρδιοί δρόμοι που οριοθετούσαν την περιοχή, δεν έπαυαν να εντυπωσιάζουν τον Αλέξη αφού εκεί, κάθε δέκα είκοσι μέτρα μαζεύονταν από νωρίς βαποράκια και πουτάνες, περιμένοντας την πελατεία να ξεστρατίσει απ’ την εθνική οδό που περνούσε σε μικρή απόσταση από εκεί. Ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν βέβαια, γιατί δεν ήταν λίγοι αυτοί που ξεστράτιζαν τελικά και σταματούσαν αναζητώντας εφήμερη διασκέδαση κι έναν έρωτα χωρίς δεσμεύσεις. Καθώς ετοιμαζόταν να πάρει το τρένο για να κατέβει στο κέντρο, άκουσε μια φωνή που ήλπιζε ότι θα τον είχε ξεχάσει πια. Ήταν η Νόρα, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα με εντυπωσιακές αναλογίες και εξωτική όψη. Ο Αλέξης ήταν από φύση του κοντός και μπροστά της το χαρακτηριστικό αυτό μεγεθυνόταν δυσανάλογα.
«Πώς από δω; Μας ’πεθύμησες κι ήρθες να μας δεις;» τον ρώτησε σε άψογα ελληνικά. Δεν τα μιλούσε και τόσο καλά όταν πριν από δυο χρόνια αναλάμβανε να τον περάσει στην απέναντι όχθη της γνώσης, εκεί όπου το γυναικείο κορμί έπαιρνε επιτέλους μορφή, αποκτούσε υπόσταση κάτω απ’ τις φαρδιές παλάμες του, πλημμυρίζοντας το μυαλό του με φανταστικές συνευρέσεις μ’ όποιο θηλυκό απαντούσε στο δρόμο κι ήταν έστω και λίγο του γούστου του. Ακόμα και τώρα πάλευε να αποδεχθεί αυτή την αλλαγή που του δημιουργούσε εξάψεις. Γιατί έπρεπε άραγε αυτή του η ανάγκη να ανατρέπει τους άγραφους κανόνες της ύπαρξης του; Πως όμως είχε καταλήξει στην αγκαλιά της Νόρας; Ήταν ένα βράδυ σαν κι αυτό όταν, γυρνώντας λίγο πιο αργά απ’ το γυμναστήριο, βάλθηκε να τρέχει για να εξαντλήσει ακόμα πιο πολύ τον εαυτό του έτσι ώστε να πέσει μετά στο κρεβάτι κατάκοπος και να κοιμηθεί χωρίς όνειρα. Καθώς περνούσε τρέχοντας από ένα σκοτεινό σοκάκι που έβγαζε στην πίσω πλευρά ενός γηπέδου, σκόνταψε έτσι ξέπνοος όπως ήταν, σ’ ένα μικρό κρατήρα που είχε ανοίξει στην άσφαλτο εξ αιτίας κάποιας κακοτεχνίας. Βρέθηκε στο έδαφος, σκίζοντας ελαφρά το πρόσωπο του. Ήταν έτοιμος να αποδώσει το συμβάν στην αγαρμποσύνη του όταν ζαλισμένος όπως ήταν, είδε ένα ζευγάρι μάτια να τον παρατηρούν επίμονα. Μόλις τα βλέμματά τους αντάμωσαν, ο θείος Αντώνης γύρισε το κεφάλι προς τον τοίχο μα ήταν αργά - είχε ήδη προδοθεί. Ακουμπισμένη στον ώμο του με τα μαλλιά της ανακατωμένα και την μπλούζα της μισοξεκούμπωτη ήταν η Νόρα, που τον κοιτούσε χαμογελώντας, περιμένοντας μονάχα μια στιγμή μέχρι το ανδρικό ένστικτο του Αλέξη ξυπνήσει και εκδηλωθεί: την κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια. Κανείς δεν ασχολιόταν εκείνη τη στιγμή με το θείο, τον οποίο είχε λούσει κρύος ιδρώτας, καθώς αναλογιζόταν τα «αποκαλυπτήριά» του και τι κακό θα μπορούσε να ξεσπάσει στο σπίτι αν ο μικρός ξεσκέπαζε το μυστικό του. Μόνο που ο Αλέξης ούτε που ’χε προλάβει να κάνει τέτοιες σκέψεις. Το μόνο που τον απασχολούσε εκείνη την άβολη στιγμή, ήταν να καταφέρει να ξανασταθεί στα πόδια του, να κάνει μεταβολή και να φύγει. Κι αυτό πήγε να κάνει, όταν ο Αντώνης τον σταμάτησε και του είπε: «Αλέξη, δεν είναι αυτό που νομίζεις». Ήταν τόσο κωμική η ατάκα του και τόσο μεγάλη η ταραχή του, που ο ανιψιός του, που δεν φημιζόταν για άνθρωπος που γελάει εύκολα, κόντεψε να πέσει και πάλι κάτω, αλλά αυτήν τη φορά απ’ τα γέλια.
«Γελάς; Μα τι έπαθες; Εγώ σου μιλάω σοβαρά...» «Και τι θέλεις να κάνω θείε;» του είπε, αδυνατώντας να συγκρατηθεί. «Μου θύμισες κάτι ταινίες που η σύζυγος πιάνει στα πράσα τον άντρα της κι εκείνος της ξεφουρνίζει αυτήν ακριβώς τη φράση...». Ο Αντώνης σίγουρα δεν ήταν σε θέση να καταλάβει το σχόλιο του ανιψιού του, αλλά, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, δεν μπορούσε να του θυμώσει κιόλας. Άρχισε λοιπόν να χαζογελάει κι εκείνος μαζί του, πράγμα που έκανε τον Αλέξη να μην κρατιέται πια και να απομακρύνεται παραπατώντας απ’ τα γέλια απ’ το σημείο της αναπάντεχης συνάντησης, έχοντας το θείο να τρέχει ξοπίσω του και να «ψέλνει» κάτι που εκείνος δεν μπορούσε ν’ ακούσει. Όσο για τη Νόρα; Είχε μείνει μπουκάλα στη γωνία του δρόμου, κάτω από μια μεγάλη κιτρινισμένη λάμπα, καπνίζοντας εκνευρισμένη ένα πουράκι απ’ το πακέτο που μόλις είχε σουφρώσει. Η νύχτα δεν θα προχωρούσε όπως την είχε προβλέψει. Στις μέρες που ακολούθησαν, ο Αλέξης απέφευγε με κάθε τρόπο το θείο του κι ο θείος του κόντευε να σκάσει από την ολοένα αυξανόμενη ανησυχία του για την εξέλιξη αυτής της ιστορίας, που φοβόταν πως, αν την άφηνε έτσι, θα έφτανε κάποια στιγμή στ’ αυτιά της Ζηνοβίας. Κι ήταν ακριβώς αυτή η ανησυχία που τελικά γέννησε μια λύση. Είχε φτάσει πια ο καιρός να ανδρωθεί ο ανιψιός. Η αλήθεια ήταν πως για τη μοναχική του φύση δεν πολυσκοτιζόταν ο θείος. Μια όμως που είχε έρθει η κατάσταση έτσι όπως είχε έρθει και μια που δεν ήθελε να βρεθεί και κανένας να τον κατηγορήσει ότι, παραμελώντας τον Αλέξη, τον οδήγησε σε ανεπίτρεπτες συμπεριφορές, κανόνισε μια δήθεν τυχαία συνάντηση έξω απ’ το γυμναστήριο, όπου τα ηνία θα αναλάμβανε η Νόρα, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της γοητευμένη τάχαμου απ’ την παρουσία του Αλέξη, ενώ θα είχε ήδη αμειφθεί αδρά από τον θείο. Η παρουσία της εκείνο το απόγευμα έκανε το πρόσωπό του να βαφτεί κόκκινο για περισσότερες από δυο ώρες... Για όσες ακριβώς κλείστηκαν δηλαδή σ’ ένα δωμάτιο με αντίστοιχου χρώματος ντεκόρ, φορτωμένο με ταπετσαρία, μοκέτα και καθρέπτη, ανάλογο φωτισμό και μυρωδιά από χλωρίνη και μούχλα. Όχι ότι κατάφερε βέβαια να την ξεχωρίσει απ’ το έντονο πατσουλί που ανέδυε το σφιχτό μελαμψό δέρμα της Νόρας... Ούτε και του ’μεινε χρόνος να ασχοληθεί με κάτι άλλο εκτός απ’ την πρωτόγνωρη γι’ αυτόν ιεροτελεστία, που όμοιά της μόνο σε τσόντες είχε δει. Ομίχλη τύλιξε την πρώτη ερωτική του περιπέτεια και τη
διατήρησε στο μυαλό του μ’ έναν ρομαντισμό που κράτησε μέχρι την επόμενη φορά που έψαξε και τη βρήκε, έτοιμος να δώσει μάχες για να την απομακρύνει απ’ το επάγγελμά της και να την κάνει δική του. Τα όρια όμως τέθηκαν με αυστηρότητα δασκάλας απ’ την ερωμένη του, διαλύοντας τις προσδοκίες του. Ήταν η πρώτη του ερωτική απογοήτευση. Το σύμπαν σταμάτησε να γυρίζει, ο καπνός βρήκε για λίγες εβδομάδες φιλοξενία στα άμαθα πνευμόνια του και το πικάπ έπαιζε τη μια ροκ μπαλάντα πίσω απ’ την άλλη. Για καλή του τύχη, χωρίς να μάθει ποτέ το λόγο, η Νόρα εξαφανίστηκε για ένα χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό που χρειάστηκε για να κλείσει την τρύπα της απώλειας της. Παρόλο που κάθε φορά που περνούσε απ’ το σημείο που στεκόταν συνήθως, κοιτούσε μπας και την πάρει πουθενά το μάτι του, τούτη τη φορά που φανερώθηκε μπροστά του δεν είχε καμία όρεξη να ασχοληθεί μαζί της. Τη χαιρέτησε βιαστικά και βαριεστημένα για να μην της δώσει θάρρος, την προσπέρασε και μπήκε το τρένο. Το μπαράκι με τη δυνατή μουσική και τα νοθευμένα ποτά, κάπνιζε σ’ ένα στενό πίσω από ένα γιγαντιαίο πολυκατάστημα, απέναντι σχεδόν απ’ τους μεταλλικούς κάδους που περίμεναν πνιγμένοι στα σκουπίδια να ανακουφιστούν κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα. Το μέρος αυτό το είχε ξετρυπώσει ένα Σάββατο που είχε κατέβει για να αγοράσει ένα χριστουγεννιάτικο δώρο στον σπιτονοικοκύρη του, στον οποίο ένιωθε μεγάλη υποχρέωση, μια και του είχε χαρίσει δυο παλιά άλμπουμ του Φρανκ Σινάτρα που δεν τ’ άκουγε πια. Περνώντας λοιπόν μερικά μέτρα έξω από το στενό, πρόσεξε μια επιγραφή που ήταν ουσιαστικά ένας μεγάλος δίσκος βινυλίου στολισμένος με λαμπάκια νέον και την επωνυμία του μέρους τυπωμένη με καλλιγραφικά γράμματα στο κέντρο. Το μαγαζί ήταν κλειστό. Πλησίασε για να κοιτάξει μέσα απ’ το τζάμι και παρατήρησε ότι στη μια πλευρά υπήρχε μια ταπετσαρία από μουσικά εξώφυλλα ανακατεμένα με ανάγλυφα μουσικά όργανα. Το μέρος ήταν σα να είχε διαμορφωθεί για κείνον και να τον περίμενε να το ανακαλύψει. Ενώ υπήρξαν άνθρωποι που τον είχαν πλησιάσει στη δουλειά, στα δισκάδικα που σύχναζε και στο γυμναστήριο, δεν είχε ποτέ του δεχθεί να βγει με κανέναν. Αυτό το μέρος θα γινόταν το πρώτο του στέκι κι όπως του άρεσε να δημιουργεί συνήθειες στη ζωή του, έτσι το ενέταξε κι αυτό μέσα στην εβδομαδιαία του ρουτίνα. Κάθε Τετάρτη και Σάββατο βρέξει χιονίσει βρισκόταν εκεί. Και σήμερα φαινόταν ότι θα χιόνιζε, κάτι που καθόλου δεν άρεσε στη Δάφνη,
μια κοπέλα που δούλευε στο μπαρ και σιχαινόταν το κρύο. Κι αν η Δάφνη, μια μελαχρινή λεπτοκαμωμένη γυναίκα με εκφραστικά μαύρα μάτια αποτελούσε για τον Αλέξη απλώς άλλο ένα στοιχείο του ντεκόρ που φοβόταν ότι θα χάλαγε αν το πλησίαζε, για κείνην ο μικρόσωμος ξανθός τύπος που ερχόταν με το άνοιγμα του μαγαζιού και καθόταν στο ακριανό σκαμπό της μπάρας, πίνοντας πάντα μπύρες, αποτελούσε ένα μυστήριο που πολύ θα ήθελε να εξιχνιάσει. Τρεις μήνες τώρα που δούλευε σε αυτό το μπαρ, είχε καταφέρει να της τραβήξει την προσοχή, καθώς δεν έπαυε να αναρωτιέται πώς ένας νέος άνθρωπος με συμπαθητική εμφάνιση, μπορεί να έρχεται πάντα μόνος, να κάθεται στον πάγκο με τις ώρες και να μη μιλάει σε κανέναν. Ούτε και το πρόσωπό του έδειχνε καμιά αξιοσημείωτη σκοτούρα που να δικαιολογεί αυτή την εμμονή στη μοναχικότητα, ενώ το βλέμμα του πότε-πότε αφηνόταν στην παρατήρηση των θηλυκών υπάρξεων που πηγαινοέρχονταν, μέσα απ’ τον καθρέπτη του τοίχου. Όσο για τη Δάφνη; Εκείνη πάντα τον χαιρετούσε, είχε μάθει το όνομα του, αλλά μέχρι εκεί. Αυτό το βράδυ όμως, κάτω απ’ τα πορτοκαλί σύννεφα της πόλης, στέκονταν για πρώτη φορά δίπλα δίπλα, με τα χνώτα τους να θαμπώνουν το τζάμι της εξώπορτας, έτοιμοι να μπουν στο μπαρ. Κι ήταν τότε ακριβώς που ο Αλέξης βρέθηκε να απορεί πώς τόσο καιρό δεν είχε προσέξει αυτήν τη γλυκιά φυσιογνωμία που του χαμογελούσε. Ήταν σα να είχε μόλις ανακαλύψει ότι στον χώρο που ετοιμαζόταν μπει, μπροστά από τον ονειρικό του τοίχο με τα εξώφυλλα των δίσκων, υπήρχε κάτι, μια γυναίκα, που θα αποσπούσε πλέον το ενδιαφέρον του από αυτά. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, διότι ναι, χρειάστηκε εβδομάδες μέχρι να καταφέρει να αρθρώνει σωστά τις λέξεις και να μη γίνεται σαν υπερτασικός ερυθρόδερμος κάθε που του χαμογελούσε, η πρώτη επαφή έγινε σχέση. Η Δάφνη έδειχνε απροκάλυπτα τον ενθουσιασμό της όταν τον έβλεπε και περίμενε υπομονετικά την ευκαιρία να βρεθούν επιτέλους έξω από το χώρο της δουλειάς της. Για τον Αλέξη προέκυψε και πάλι το γνωστό κόλλημα, δηλαδή μια κατάσταση που παγιώθηκε και αισθανόταν όμορφα να τη διατηρεί ως έχει, δίχως να περνάει στο επόμενο στάδιο. Πέρα άλλωστε από τη ζωηρή επιθυμία για σαρκική εκτόνωση, αν κοιτούσε βαθιά μέσα του δεν θα ανακάλυπτε παρά μονάχα ένα βαθύ αίσθημα φιλίας γι’ αυτήν τη γυναίκα και τίποτα παραπάνω. Μόνο που η Δάφνη αποδείχθηκε στο τέλος πολύ πιο αποφασιστική από κείνον: ένα βράδυ που είχε ρεπό, ανήμερα πρωτοχρονιάς, εμφανίστηκε απ’ το πουθενά στο
διαμέρισμά του, προφανώς για να διεκδικήσει αυτό που τόσο καιρό λαχταρούσε. Η ερωτική κατάληξη εκείνης της ημέρας ήταν μια νύχτα πάθους στο σπίτι της Δάφνης και αποτέλεσε την απαρχή της ουσιαστικής τους σχέσης. Μιας σχέσης στην οποία η Δάφνη έδινε και ο Αλέξης έπαιρνε. Οι νύχτες κυλούσαν μεταξύ των δυο σπιτιών. Η Δάφνη είχε μια συγκάτοικο, την Άννα, η οποία, τον πρώτο καιρό και έως ότου βρει άλλο σπίτι να μετακομίσει, δυσκόλευε τις συνευρέσεις τους. Ο Αλέξης την είχε γνωρίσει κάποια στιγμή στο μπαρ, αλλά επειδή ήταν από φύση του αντικοινωνικός, δεν της άφηνε χώρο για να τον πλησιάσει. Δεν τον ενδιέφερε. Ένα πρωί μιας ηλιόλουστης Κυριακής κι ενώ η άνοιξη παραμόνευε για να ζαλίσει τη φύση, ενώ η Άννα είχε πια φύγει, η Δάφνη αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον καλό της για να σουλουπώσει τα κάγκελα της βεράντας της. «Μπογιές, γυαλόχαρτο, πινέλα, νέφτι, θα τα βρεις όλα στο πατάρι. Ας είναι καλά ο προηγούμενος ενοικιαστής που μου τα ’φησε» του είπε κι εκείνος έστησε τη σιδερένια σκάλα μπροστά απ’ την πόρτα του μπάνιου για να ανέβει και να αναζητήσει τα σύνεργα. Το πατάρι ήταν ευρύχωρο και σχεδόν άδειο. Στο βάθος υπήρχε ένα χαρτόκουτο που κάποτε περιείχε αμερικάνικες ντοματόσουπες σε κονσέρβα και δίπλα μια μεγάλη ξύλινη κασέλα με μια μπρούτζινη κλειδαριά στη μέση. Ο Αλέξης έπρεπε να μπει μέσα και να συρθεί για να φθάσει ως εκεί. Ευτυχώς για κείνον, ένας μικροσκοπικός φεγγίτης κατεύθυνε λίγο από το φως της ημέρας στο εσωτερικό, μειώνοντας έτσι το πλάκωμα που αισθάνθηκε αμέσως μόλις ανέβασε και το δεύτερο πόδι επάνω στο σκασμένο σοβά. Όταν κατέβηκε σκονισμένος και ιδρωμένος ρώτησε την Δάφνη για το μπαούλο. «Δεν ξέρω τι έχει μέσα... Ο ιδιοκτήτης με παρακάλεσε να το αφήσει και δεν είχα λόγο να του αρνηθώ. Περίεργε!» του είπε χαμογελώντας. «Καλά, δεν θες να δεις τι έχει;» της πέταξε εκείνος. «Μπα, μπα … Και δεν σε είχα για τύπο που χώνει τη μύτη του εκεί που δεν πρέπει». «Άσε το κήρυγμα. Να το κατεβάσω;» επέμενε ο Αλέξης. «Να τ’ αφήσεις εκεί που είναι!»
«Και αν έχει ένα κρυμμένο θησαυρό;» «Λοιπόν, έχουμε και δουλειές. Άντε, πάμε να βάψουμε τώρα». Τα κάγκελα τρίφτηκαν, βάφτηκαν και ξαναβάφτηκαν. Η Δάφνη αποδείχθηκε σχολαστική, της λεπτομέρειας, ενώ ο Αλέξης απλά πηγαινοέφερνε μηχανικά το πινέλο, ανήμπορος να ξεκολλήσει το μυαλό του απ’ το παλιό έπιπλο στο πατάρι. Το βράδυ της ίδιας μέρας η κούραση έκλεισε τα βλέφαρα της Δάφνης μια ώρα πριν τα μεσάνυχτα, εκείνος όμως παρέμεινε σιωπηλός δίπλα της στο κρεβάτι να την κοιτάζει, έως ότου βεβαιωθεί ότι κοιμόταν βαθιά. Ύστερα, σηκώθηκε προσεκτικά κι έκλεισε με αργές κινήσεις την πόρτα του υπνοδωματίου. Το φως του φεγγαριού έφτανε απ’ την μπαλκονόπορτα του καθιστικού μέχρι το πρόσωπο του, ανατρέποντας προς στιγμήν το σχέδιο που είχε κατά νου. Μια εικόνα που επαναλαμβανόταν στον ύπνο του από τότε που έχασε τους γονείς του, ερχόταν τώρα να τον ταράξει και με όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Δεν περνούσε μήνας που να μην ξυπνήσει απ’ αυτό το όνειρο, στο οποίο έβλεπε τον εαυτό του να κοιμάται και να ξυπνάει ξαφνικά από ένα τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα. Σηκωνόταν και πήγαινε στο σαλόνι του πατρικού του σπιτιού για να σηκώσει το ακουστικό, λουσμένο μέσα σ’ αυτό το φως που έβλεπε και τώρα, ακούγοντας ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα την αυστηρή φωνή ενός αγνώστου να στροβιλίζεται στο λαβύρινθο του αυτιού του, πληροφορώντας τον για το θάνατο των γονιών του. Και έπειτα τα πρόσωπα του πατέρα του και της μητέρας του, καθαρά και νέα, να τον κοιτούν απορριμμένα. Όταν πέθαναν οι γονείς του ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Ζούσε με δυο ανθρώπους που τον λάτρευαν και δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μια μέρα ένας αφηρημένος οδηγός που επέστρεφε κουρασμένος απ’ την εξοχή θα έστελνε το αυτοκίνητο τους σε ένα χωράφι τυλιγμένο στις φλόγες και εκείνον πεσμένο αρκετά μέτρα πιο πέρα να παρακολουθεί τον πρόωρο κι άδικο χαμό τους. Η νύχτα του ονείρου, όπως ο ίδιος την αποκαλούσε, επαναλαμβανόταν συχνά στη ζωή του και τον απορρύθμιζε. Για ένα εικοσιτετράωρο αγκάλιαζε τις αναμνήσεις και ζούσε στο παρελθόν. Ακόμα κι όταν δούλευε, θα έπαιρνες όρκο ότι τον είχαν αποσυνδέσει απ’ την πραγματικότητα και ότι ανά πάσα στιγμή θα σταματούσε ακόμα και ν’ αναπνέει. Έτσι, με αυτό το περιστατικό του φεγγαριού που όρμησε από την μπαλκονόπορτα για να του θυμίσει εφιάλτες, η εξερεύνηση της κασέλας
αναβλήθηκε για μια άλλη στιγμή. Κι όταν αυτή η στιγμή επιτέλους ήρθε, το περιεχόμενό της άφησε άναυδο τον Αλέξη, αφού εκτός από κάποια οικογενειακά κειμήλια και παλιά υφάσματα που θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και αξία, βρήκε σαράντα δίσκους της δεκαετίας του πενήντα σε άριστη κατάσταση. Τότε, κι ενώ βρισκόταν με το φακό στο χέρι, τον κυρίευσε μια άνευ προηγουμένου κρίση κλειστοφοβίας, που τον εγκλώβισε για αρκετή ώρα μέσα στο πατάρι, κάτι που παραλίγο να τον κάνει να αποκαλυφθεί. Ο φακός σταμάτησε να λειτουργεί, ο ιδρώτας του πολλαπλασιάστηκε και η καρδιά του χτυπούσε αλύπητα κάτω απ’ το στήθος του. Τα λεπτά κυλούσαν κι η αίσθηση πως το ταβάνι ερχόταν προς τα κάτω, αφαιρώντας πολύτιμα εκατοστά απ’ τον ήδη χαμηλό του ορίζοντα, άρχισε να τον οδηγεί σε μεγαλύτερο πανικό. Το σκοτάδι μεγέθυνε την εντύπωση και φοβόταν πως αν προσπαθούσε να συρθεί προς τα πίσω για να βγάλει τα πόδια του έξω απ’ το στόμα του κακού, θα τον έσκιζε το ανάγλυφο της οροφής. Κάπως έτσι κοπανιόταν σαν άγριο ζώο σε κλουβί όταν ο φακός ξαναλειτούργησε χωρίς προειδοποίηση, επαναφέροντας την ανάσα του σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Τότε κατάφερε να ανακτήσει την ψυχραιμία του, να μαζέψει το κουράγιο του και να αποφασίσει την ηρωική έξοδο. Σε λίγο η σκάλα έτριζε απ’ το βάρος του σημαίνοντας τη λύτρωση. Υπήρχε ένα πρόβλημα όμως. Πού θα έκρυβε το πολύτιμο εύρημά του; Τους δίσκους; Σκεφτόταν να παίρνει δυο τρεις κάθε φορά, ωστόσο δεν είχε βρει λύση στο πού θα τους καταχώνιαζε μέχρι το πρωί και πώς θα τους έβγαζε απ’ το σπίτι όταν θα έφευγε. Θα μπορούσε να τους κρύβει κάτω απ’ το κρεβάτι αλλά μετά; Έξυνε το κεφάλι του ακουμπισμένος στο κεφαλάρι του διπλού κρεβατιού, κοιτώντας μια τη Δάφνη και μια το σκοτεινό όγκο της απέναντι πολυκατοικίας που έκλεινε τη θέα του παραθύρου. Θα έπρεπε να ρισκάρει και να πάρει όλους τους δίσκους μαζί, να τους χώσει κάτω απ’ το κρεβάτι ή ακόμα καλύτερα πίσω απ’ τον καναπέ στο καθιστικό και να φύγει αξημέρωτα σαν τον κυνηγημένο. Ναι, αυτό θα έκανε.
Η Δάφνη δεχόταν όλο και πιο συχνά τις ερωτικές επιθέσεις του αφεντικού της, χωρίς να έχει πει κουβέντα στον Αλέξη. Ο ιδιοκτήτης θεωρούσε ότι κάθε υπάλληλός του όφειλε να υπακούει τυφλά τον ίδιο και να πραγματοποιεί ακόμα και τις πιο παράλογες απαιτήσεις του. Κι αυτό για να μη χάσει, όπως έλεγε, το μεροκάματο σε ένα απ’ τα πιο παλιά στέκια της πόλης, που, όπως συνήθιζε να παινεύεται κι ο ίδιος χαϊδεύοντας με νόημα τον σταχτί κότσο που κρεμόταν πίσω απ’ το ασκεπές κεφάλι του, αποτελούσε «εγγύηση» για τη μετέπειτα
επιτυχημένη πορεία του στο χώρο, είτε αποφάσιζε να τον εγκαταλείψει και να δουλέψει αλλού, είτε να επιχειρήσει να στήσει το δικό του μαγαζί. Δεν ήταν εύκολο να αναμετρηθείς μαζί του, αφού πάντοτε ήταν περιτριγυρισμένος από καλόπαιδα της πιάτσας, που για λίγα λεφτά μπορούσαν να σε στείλουν στην εντατική. Είχε περάσει τα πενήντα εδώ και πέντε χρόνια και εξασκούσε εκβιαστικά τη γοητεία του σε θηλυκά που είχαν την ανάγκη του. Πόσες και πόσες κοπέλες από την μπάρα δεν είχαν περάσει στο «πίσω μέρος», εκεί όπου συνήθως «τακτοποιούσε» τις υποθέσεις του. Σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο μ’ ένα γραφείο της κακιάς ώρας, μια δερμάτινη φθαρμένη πολυθρόνα και μια τηλεόραση. Σιγά σιγά έμαθε κι η Δάφνη από πρώτο χέρι την «πορεία» που ακολουθούσε το αφεντικό της με τα κορίτσια κι άρχισε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να αντιμετωπίσει με υπεκφυγές τις επιθέσεις του. Ευτυχώς για κείνη, υπήρχε κάτι που για λίγο καιρό τη βοήθησε: το γεγονός ότι μια άλλη κοπέλα που δούλευε εκεί, ικανοποιούσε τις ορέξεις του Θωμά κι έτσι δεν φαινόταν να τον πολύ-απασχολούν τα εμπόδια που προέβαλλε η ίδια. Μόνο που ένα βράδυ εκείνο το κορίτσι σηκώθηκε κι έφυγε και δεν ξαναγύρισε πια κι έτσι η οργή του Θωμά, που έπρεπε να εκτονωθεί και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, έπεσε πάνω της. Όταν λοιπόν την κάλεσε στο γραφείο δήθεν για να της μιλήσει για τα σχέδια που είχε για κείνη τώρα που είχε φύγει η συνάδελφός της, τη βούτηξε απότομα από τη μέση και προσπάθησε να τη φιλήσει. Εκείνη κατάφερε να τον απωθήσει: «Άκου Θωμά, είμαι καλή στη δουλειά μου και το ξέρω», του είπε. «Δε νομίζω ότι σε συμφέρει να φύγω τώρα που δεν έχεις βρει ακόμα αντικαταστάτρια, γι’ αυτό άσε τις γλύκες, μην την κάνω κι εγώ από δω μέσα και μετά να δούμε ποιος θα βαστάει το μαγαζί». «Σιγά μη βαστάς μονάχα εσύ το μαγαζί! Νομίζεις ότι θα δυσκολευτώ να βρω άλλες;» της πέταξε χαμογελώντας με κείνο το γνωστό γλοιώδη τρόπο. «Τι θα έλεγες αν έφευγα αυτήν τη στιγμή;» του ανταπάντησε. «Να σ’ αφήσω να βγάλεις το βράδυ με το μισό προσωπικό...». Η Δάφνη απλώς προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Γιατί ήταν αρκετά έξυπνη για να έχει καταλάβει πια πως η δουλειά της σε εκείνο το μέρος μόλις είχε τελειώσει.
«Για δοκίμασε», της είπε, κι εκείνη του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Καθώς γύριζε το χερούλι κι ενώ έμεναν ελάχιστα εκατοστά για να γλιστρήσει σ’ ένα χώρο πιο ασφαλή που φάνταζε σαν προθάλαμος ελευθερίας, ένιωσε δυο χέρια να την αρπάζουν απ’ τους ώμους και να την τινάζουν στον τοίχο σαν να ήταν μικρό μερμηγκάκι που μόλις δέχτηκε ωστικό κύμα από δυο γιγάντια δάχτυλα. Κι εκεί που προσπαθούσε να συνέλθει, ήρθε και μια γροθιά στο πρόσωπο για να σβήσει το εσωτερικό του ρυπαρού δωματίου και να την αφήσει αναίσθητη για μερικά λεπτά. «Πουτανάκι» γρύλιζε το αφεντικό, κοιτώντας όλο ικανοποίηση και σαδισμό τη Δάφνη. «Όλες ίδιες είσαστε. Να παίρνετε τα φράγκα και να το σκάτε. Επειδή την έπαθα μια φορά, νόμιζες ότι θα μου την έφερνες κι εσύ. Και θα με εκβίαζες; Τώρα θα πληρώσεις και για τις δυο σας». Με μια κίνηση τής σήκωσε την φούστα και έπειτα της τράβηξε με τόση ορμή το εσώρουχο που του ’μεινε στα χέρια. Κατέβασε το παντελόνι του και μπήκε μέσα της βίαια, ερεθισμένος. Καθώς την έσπρωχνε, το κεφάλι της χτυπούσε στον τοίχο κι ήταν τότε που η Δάφνη άρχισε να συνέρχεται, με ένα ακαθόριστο αίσθημα πόνου να καίει στα σωθικά της. Όταν τα μάτια της ξεθόλωσαν ολότελα, ήταν πια πολύ αργά: το στρογγυλό γλοιώδες πρόσωπο του Θωμά πηγαινοερχόταν και ανεβοκατέβαινε μπροστά της, γεμίζοντας αηδία όλο το οπτικό της πεδίο. Έκανε να κουνηθεί μα κατάλαβε ότι δεν πονούσε μονάχα το κεφάλι της. Απόγνωση και λύσσα την πλημμύρισαν και καθώς δεν μπορούσε να κάνει και πολλά έτσι όπως ήταν σχεδόν ακινητοποιημένη, βάλθηκε να γδέρνει με τα νύχια της τους σιχαμένους μηρούς του, φωνάζοντας με όλη της τη δύναμη. Όμως οι λέξεις έπεφταν με φόρα πάνω στην πόρτα και όσοι ήχοι ξέφευγαν απ’ αυτήν, διαχέονταν χωρίς ελπίδα στο όργιο των ντεσιμπέλ που είχε στηθεί στο μαγαζί. Εκείνος, βλέποντας αίμα να κυλάει απ’ τις αμυχές που του είχε καταφέρει, προσπάθησε να ακινητοποιήσει και τους καρπούς της, ξεχνώντας για λίγο την πίεση που δεχόταν απ’ τα πόδια της. Μ’ ένα δυνατό σπρώξιμο που έκανε και τον ίδιο να απορεί, βρέθηκε πεσμένος λίγο πιο πέρα ενώ η Δάφνη σηκώθηκε όρθια κι έτρεξε προς την πόρτα για να σωθεί. Ο Θωμάς έκανε μια τελευταία προσπάθεια για να τη σταματήσει πιάνοντάς της το πόδι, εκείνη όμως κατάφερε να γυρίσει απότομα και να τον κλωτσήσει στο πρόσωπο. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε. Χωρίς να κοιτάξει πίσω της, παραμέρισε τους θαμώνες και βγήκε στο δρόμο τρέχοντας. Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου να νιώσει πως πατάει και πάλι με ασφάλεια στη γη και δεν περιφέρεται σ’ έναν άλλο κόσμο, όπου γλοιώδη αρσενικά την
κυνηγούσαν, σπρωγμένα από τη μανία της εκδίκησης. Όταν άρχισε να ξαναβρίσκει τον εαυτό της, σταμάτησε σε ένα παγκάκι για να πάρει μια ανάσα και να σκουπίσει το πρόσωπό της που ήταν ιδρωμένο και λερωμένο απ’ το μακιγιάζ που είχε υποχωρήσει απ’ την προκαθορισμένη θέση του. Κοίταξε προσεκτικά ολόγυρα ώσπου να βεβαιωθεί πως κανένας δεν την ακολουθούσε κι έπειτα αγκάλιασε τα πόδια της σαν μικρό κορίτσι ενώ ξεσπούσε σε λυγμούς. Το σπασμένο ρολόι της έδειχνε πως έμενε λίγη ώρα μέχρι το ξημέρωμα. Ο Αλέξης κοιμόταν βαθιά. Είχε γυρίσει αργά απ’ την αποθήκη του θείου του μια κι ήταν ημέρα παραλαβής και έτσι έπρεπε να τον βοηθήσει να καταγράψει ένα μέρος των εμπορευμάτων που θα έφταναν εκεί. Για τα υπόλοιπα θα συνέχιζαν την ίδια δουλειά για δυο μέρες ακόμα. Δεν είχε κουράγιο να πάει στο στέκι του, αλλά τον ενοχλούσε η σκέψη ότι θα περνούσε μια μέρα χωρίς να δει τη Δάφνη. Αυτή η σχέση του δημιουργούσε συχνές συναισθηματικές διακυμάνσεις. Γιατί ήταν μέρες που καρφί δεν του καιγόταν αν θα την έβλεπε κι άλλες που του φαινόταν ανυπόφορη η αίσθηση της απουσίας της. Αυτή η ‘τρικυμία’ κατάφερνε να κρατά το ενδιαφέρον του και να τον κάνει να ξεχνά τους δίσκους που τον περίμεναν στο πατάρι. Αυτό το βράδυ όμως, λίγο πριν κοιμηθεί, αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να το αναβάλλει άλλο και πως χρειαζόταν σύντομα να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο ‘απόσυρσης’ του πολύτιμου υλικού και αξιοποίησής του προς τέρψη των αισθήσεών του και ειδικότερα των ακουστικών του πόρων. Μ’ αυτές τις σκέψεις ούτε κατάλαβε πώς τον πήρε ο ύπνος. Το αμέσως επόμενο όμως που πήρε χαμπάρι, ήταν ένα επίμονο κουδούνισμα, που στην αρχή ακουγόταν τόσο μακρινό σα να μην αφορούσε εκείνον, αλλά κάποιον άλλον, σε έναν άλλο πλανήτη. Παρόλα αυτά, κάποια στιγμή τον έκανε να πεταχτεί απ’ το κρεβάτι και να ψάχνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Αφού πρώτα έκανε άνωκάτω το μοναδικό δωμάτιο του διαμερίσματος, μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν ξύπνιος και δεν ετοιμαζόταν να κυνηγήσει, με ένα αυτοκίνητο που στην πραγματικότητα δεν είχε, ένα σκοτεινό τύπο που τον πυροβολούσε. Το κουδούνι ξαναχτύπησε ενοχλητικά και το όνομα του αντήχησε απ’ την άλλη μεριά της πόρτας. Την άνοιξε μουδιασμένος, τινάζοντας από πάνω του και τα τελευταία ίχνη του ταραγμένου του ύπνου. «Δάφνη; Τι συμβαίνει;». Μια ξέχειλη βαλίτσα κείτονταν πλάι της και μια μεγάλη τσάντα κρεμόταν απ’ τον ώμο της. Μόλις τον είδε έπεσε πάνω του κλαίγοντας. Συχνά, ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις όπως αυτή στην οποία ολοφάνερα
είχε περιέλθει η Δάφνη, ξεπετάγονται οι πιο τρελές και εγωιστικές σκέψεις. Ο Αλέξης, αφού άκουσε τι είχε συμβεί, έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται πώς διάβολο θα κατάφερνε να «φυγαδεύσει» εκείνους τους δίσκους τώρα που η κοπέλα του τα μάζεψε απ’ το σπίτι που έμενε, για να αποφύγει το μαινόμενο αφεντικό της που πριν από λίγες ώρες την είχε βιάσει! Δεν πρόφτασε να δώσει καμία απάντηση, μια κι ο θυμός που τον κυρίευσε καθώς άκουγε ξανά τις λεπτομέρειες απ’ τα πρησμένα χείλη της, σχεδόν τον τύφλωσε. Ίσως οι πολλές ιστορίες και τα κατορθώματα του ατσαλάκωτου κατασκόπου να είχαν μπολιάσει το μυαλό του με παράλογο θάρρος και να τον έκαναν τελικά να ξεκινήσει το επόμενο βράδυ σαν άλλος Δον Κιχώτης, δίχως εκείνη να το γνωρίζει, για να πάει να τον βρει. Παρόλα αυτά, στο πίσω μέρος του μυαλού του, δούλευε και μια ακόμα «μηχανή»: πριν προβεί στο ηρωική πράξη και σπάσει στο ξύλο τον Θωμά, θα φρόντιζε να περάσει απ’ το σπίτι που έμενε η Δάφνη, «μην τυχόν ξέχασες κάτι» όπως της είχε πει, και να προσθέσει επιτέλους στη συλλογή του σαράντα υπέροχα βινύλια. Δυο ήταν τα λάθη του. Πρώτον, ότι πήγε να συναντήσει τον Θωμά με τους δίσκους ανά χείρας και, δεύτερον, ότι πήγε να συναντήσει τον Θωμά μόνος. Οι δίσκοι παρέμειναν στο μπαρ, εκείνος όμως δεν κατάφερε να μείνει περισσότερο από λίγα λεπτά, τόσα όσα χρειάστηκαν για να τον ξεκολλήσουν απ’ το παχουλό κορμί του ιδιοκτήτη δυο θηριώδεις πορτιέρηδες, πετώντας τον έξω, αφού πρώτα φρόντισαν να τον περιποιηθούν καταλλήλως. Υπερβολικό πείσμα και θυμός τον κατέλαβαν ύστερα από την ατυχή κατάληξη του περιστατικού κι έτσι για πρώτη φορά στη ζωή του αποφάσισε να ανοίξει το στόμα του και να διηγηθεί την ιστορία σ’ αυτούς με τους οποίους μέχρι πρότινος γυμναζόταν καθημερινά χωρίς να ανταλλάσσει μαζί τους ούτε κουβέντα. Όταν μάλιστα τον είδαν να περνάει το κατώφλι της αίθουσας σε κακό χάλι, η πρόθεση του έγινε απτή πραγματικότητα πιο εύκολα απ’ όσο το είχε φανταστεί καθώς έσπευδαν να τον ρωτήσουν τι του είχε συμβεί, εκδηλώνοντας την επιθυμία να τον βοηθήσουν. Στο μεταξύ, η Δάφνη είχε φύγει απ’ το σπίτι του προς άγνωστη κατεύθυνση, μαζεύοντας γι’ άλλη μια φορά ό,τι είχε και δεν είχε, που εδώ που τα λέμε δεν είχε και πολλά, αφήνοντας ένα σημείωμα στον Αλέξη, όπου του εξηγούσε ότι η συμπεριφορά του τής είχε αποκαλύψει έναν άνθρωπο που δεν έδειχνε διατεθειμένος να τη στηρίξει ψυχολογικά, και που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πάρει εκδίκηση για να εκτονώσει το θυμό του, ξεχνώντας ουσιαστικά
την ύπαρξή της. Όλα αυτά, στη αντρική όσο και λιγάκι άμαθη στις γυναίκες φύση του Αλέξη, φάνηκαν λίγο πολύ κινέζικα. Η απειρία του στις σχέσεις των δυο φύλων θόλωσε τα όποια συναισθήματά του, ενώ ό,τι και να ’λεγε τελικά η Δάφνη δεν θα τον εμπόδιζε να υλοποιήσει το σχέδιό του: να επιστρέψει δηλαδή στο μπαρ για να πάρει εκδίκηση, χωρίς να ξεχάσει βέβαια και τους δίσκους του. Γυρνώντας στο διαμέρισμά του ιδρωμένος, έπειτα από ακόμα μια άκαρπη αναζήτηση της Δάφνης, αψηφώντας το τσουχτερό κρύο που σάρωνε την πόλη και με το μυαλό γεμάτο σκηνές εκδίκησης, δεν πρόσεξε ένα σύννεφο μαύρου καπνού που ολοένα και πλησίαζε όσο ζύγωνε στο κτίριο όπου έμενε. Μήτε η μυρωδιά στάθηκε ικανή να τον ανησυχήσει μέχρι που βρέθηκε στο δρομάκι μερικά μέτρα πριν απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας. Κόσμος στεκόταν απέξω και κοίταζε φοβισμένος ψηλά σα να περίμενε να ακούσει τις παραμορφωμένες κραυγές από τους δίσκους που έπαιζαν για τελευταία φορά τον επιθανάτιο ρόγχο τους πάνω σε ένα πύρινο πλατό. Κι ανάμεσα σ’ αυτούς και στον Αλέξη που είχε μείνει με το στόμα ανοικτό, δίχως να καταφέρνει να αντιδράσει, παλεύοντας να πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν το δωμάτιό του που είχε πιάσει φωτιά, το βλέμμα του έπεσε σε δυο εύσωμους άντρες που ξεμάκραιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δευτερόλεπτα αργότερα έφθανε ένα μεγάλο όχημα της πυροσβεστικής για να σταματήσει την καταστροφή που για το διαμέρισμα του Αλέξη ήταν ολοκληρωτική. Όπως και το μίσος του για τον άνθρωπο που την προκάλεσε.
Η επόμενη μέρα κύλησε βασανιστικά αργά μέχρι το βράδυ που θα συναντούσε τα παιδιά απ’ το γυμναστήριο. Δοκίμασε και πάλι να ψάξει για τη Δάφνη, φυλλομετρώντας καταλόγους αυτή τη φορά, αλλά το επίθετό της ήταν τόσο κοινότοπο που γέμιζε δυόμιση σελίδες. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες που δεν οδήγησαν στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα, τα παράτησε. Δ Δίχως ακόμα να έχει ξεκινήσει απ’ το καρβουνιασμένο σπίτι του όπου συνέχιζε μάταια να αναζητάει έστω κι ένα κομματάκι που να έχει μείνει ανέπαφο απ’ τη συλλογή του, έβλεπε ήδη τον εαυτό του μέσα στο μπαρ να ορμάει στον Θωμά και να τον φορτώνει με τόσες μπουνιές όσοι ήταν οι δίσκοι που μάζευε όλα αυτά τα χρόνια. Ένιωθε συντετριμμένος. Δεν σκοτιζόταν τόσο για το σπίτι – που κακά τα ψέματα, ήταν κι αυτό ένα θέμα. Το παράπονό του ήταν οι δίσκοι του. Που είχαν γίνει στάχτες κι αποκαΐδια. Σα να είχε μείνει ξάφνου μόνος, σα να είχε ναυαγήσει στο πουθενά. Γιατί οι δίσκοι του ήταν η μόνη πραγματική του
«περιουσία», οι μόνοι πραγματικοί του φίλοι. Θα τον χόρταινε λοιπόν πρώτα μπουνιές τον Θωμά και μετά απ’ αυτό θα ’φευγε. Δεν έβρισκε πλέον κάτι να τον κρατάει σ’ αυτή την πόλη. Παρέες δεν είχε, ούτε συγγενείς άλλους εκτός απ’ την οικογένεια του θείου Αντώνη. Αντίθετα, η προοπτική ενός ταξιδιού στο άγνωστο, όσο μακριά κι αν ήταν αυτό, φάνταζε γοητευτική στο μυαλό του. Η ανασφάλεια έμοιαζε να μην τον ταλαιπωρεί πια αφού το παρόν στην Αθήνα είχε χάσει κάθε νόημα. Κάτι τέτοια σκεφτόταν σαν κίνησε για τη μονοκατοικία που είχε περάσει την εφηβεία του, σκοπεύοντας να αποσπάσει ό,τι ρούχο μπορούσε, για να γεμίσει έναν απ’ τους σάκους ταξιδίου που αναπαυόταν στο βάθος της ντουλάπας του παλιού του δωματίου. Η είδηση της πυρκαγιάς δεν έδειξε να φορτίζει καθόλου τη Ζηνοβία που προσφέρθηκε όμως να τον φιλοξενήσει για μερικές μέρες μέχρις ότου βρεθεί κάποιο διαμέρισμα. Οι θείοι φυσικά δεν είχαν ιδέα για τα καινούργια σχέδιά του κι έτσι όταν το νέο της επικείμενης αναχώρησής του αναγγέλθηκε με λίγες φράσεις απ’ τον ίδιο, άφησε τη θεία του να τον παρατηρεί αποσβολωμένη σα να της είχαν μόλις ανακοινώσει ότι ο ανιψιός της ήταν μια μαθηματική διάνοια που πότε της δεν είχε διανοηθεί την υποφώσκουσα ύπαρξη της. Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει το αναπάντεχο νέο που θα τη λύτρωνε μεν απ’ την παρουσία του, απ’ την άλλη θα τη φόρτωνε με δεύτερες σκέψεις για τη μνήμη της αδερφής της, αφού το σωστό θα ήταν να είχαν καταφέρει να τον κρατήσουν κοντά τους. Ο καθρέφτης που κρεμόταν πάνω από μια παλιά καλοδιατηρημένη πολυθρόνα είχε ύψος λίγο μεγαλύτερο απ’ την ίδια και κρατούσε τώρα μέσα του ένα πρόσωπο που έδειχνε να ψάχνει απαντήσεις. «Και τι θα πει ο θείος σου που θα χάσει έναν τόσο άξιο υπάλληλο όπως εσύ; (εδώ έκανε μια μικρή παύση για να παρακολουθήσει την αντίδραση που προκάλεσε αυτό το σχόλιο στον ανιψιό της). Αύριο μεθαύριο θα πάρει σύνταξη και μη νομίζεις ότι θα τον αφήσω να σύρει τις κόρες μας σ’ αυτήν τη δουλειά. Δεν είναι για κείνες. Δεν έχεις καταλάβει ότι εσύ θα είσαι αυτός που θα διευθύνει στο μέλλον το μαγαζί;». Τα γεμάτα φρύδια της θαρρείς πως τεντώθηκαν όσο μπορούσαν για να τονίσουν τη σπουδαιότητα όσων έλεγε. «Ναι, δε λέω. Ωραία όλα αυτά που μου λέτε αγαπητή μου θεία», της είπε ο Αλέξης, «αλλά ευχαριστώ δε θα πάρω». «Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι η Αθήνα τελείωσε για την ώρα. Θέλω να δω κι άλλα μέρη».
«Χα, χα, χα … και νομίζεις ότι μπορείς να τρέχεις από δω κι από κει χωρίς λεφτά; Να κάνεις ταξιδάκια; Ως πότε; Κι όταν θα χρειαστεί να ψάξεις για δουλειά; Κάτι που πίστεψέ με θα συμβεί γρηγορότερα απ’ όσο νομίζεις, τότε τι θα κάνεις; Θα γυρίσεις πίσω με την ουρά στα σκέλια;». «Θα κερδίσω το λαχείο». Η Ζηνοβία έβγαλε άλλο ένα ψεύτικο γελάκι, μακρόσυρτο αυτήν τη φορά. «Το λαχείο; Αν δεν κάνεις χιούμορ τότε θα αρχίσω να πιστεύω ότι τα μυαλά σου έχουν πάρει μπόλικο αέρα». «Πιστέψτε ό,τι θέλετε, η απόφαση μου είναι, δεν αλλάζει. Φεύγω. Το μόνο που θα ήθελα να σας ζητήσω είναι να πάρω κάποια πράγματα που έχω αφήσει σε μια ντουλάπα στο δωμάτιο μου». «Το πρώην δωμάτιο σου θέλεις να πεις. Εκεί μένει πια η μια ξαδέρφη σου και δεν νομίζω να έχει αφήσει κάτι δικό σου που να μην έχει πετάξει. Έχω κάτι παλιά πουκάμισα του θείου σου και μερικά παντελόνια. Αν σου κάνουν παρ’ τα. Αν και κανονικά δεν θα ’πρεπε να σου δώσω τίποτα». Ο Αλέξης δε μίλησε. Περίμενε. Σε λίγο η πόρτα της εισόδου άνοιξε και πίσω της φάνηκε η ατσούμπαλη φιγούρα του θείου του. Περίφημα. Αυτό που ήθελε να αποφύγει αυτό που μόλις είχε συμβεί. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Αντώνης γύριζε σαββατόβραδο πιο νωρίς απ’ ό,τι συνήθιζε. Άραγε να είχε συμβεί κάτι με τη Νόρα; Το συννεφιασμένο πρόσωπό του προσπέρασε αδιάφορα τον Αλέξη, προφέροντας ένα μισοσβησμένο «καλησπέρα». «Φεύγει. Σου το ’πε;». Η Ζηνοβία εμφανίστηκε στο σαλόνι με μια αγκαλιά ρούχα. Ο θείος έκανε σα να μην άκουσε. Στο νου του δεν έβρισκε θέση τίποτε άλλο εκτός απ’ το γεγονός της απώλειας της ερωμένης του. Η Νόρα είχε αναχωρήσει αιφνιδιαστικά για την πατρίδα της δίχως να αφήσει ένα μήνυμα για κείνον, αλλά ούτε και για κανέναν άλλο. «Τι έπαθες εσύ; Μ’ ακούς; Μήπως έχασες στο τάβλι; Στο ’χω πει και δεν θέλεις να το χωνέψεις. Κάποτε θα συνέβαινε. Δεν ήρθε δα και το τέλος του κόσμου».
Για τη Ζηνοβία, το πάθος του Αντώνη για το τάβλι είχε μετατραπεί σε άλλοθι και δικαιολογία που για κάποιο ανεξήγητο λόγο αναιρούσε την πραγματική αιτία της πολύωρης απουσίας του τις Τετάρτες και τα Σάββατα κάθε βδομάδας. Ακόμα και μερικές ξανθές τρίχες ή λίγο άρωμα δεν έβαζαν τη θεία σε υποψίες μιας και μέσα της είχε προ πολλού αποφασίσει ότι ο άντρας της ήταν μεγάλος ταβλαδόρος και πολύ άσχημος και ασήμαντος για να έχει ερωμένη. «Ναι, το τάβλι», απάντησε βαριεστημένα για να βεβαιωθεί κι ο ίδιος ότι αυτό έφταιγε για όλα. Άλλωστε, ήξερε καλά, είχε «εκπαιδευτεί» πλέον, πως για να μπορεί να πασάρει με μεγαλύτερη ευκολία τα ψέματά του, έπρεπε να τα πιστεύει πρώτα ο ίδιος. Ύστερα, όμως, σα να βγήκε ξαφνικά από τον κόσμο όπου μόνο η απώλεια της Νόρας μετρούσε, συνειδητοποίησε έντρομος ότι εκτός από ερωμένη θα έπρεπε τώρα να ψάχνει και για υπάλληλο. Το πρόβλημα διογκώθηκε μέσα του τόσο απότομα, που μια κουρτίνα από έντονο φως απλώθηκε στα μάτια του και άρχισε να ζαλίζεται. «Νερό», ψέλλισε στον Αλέξη που ήδη στεκόταν δίπλα του. Ο διάλογος με το θείο έλαβε τέλος δίχως καν να λάβει αρχή, κάτι που βόλεψε αφάνταστα τον ανιψιό που άρπαξε την ευκαιρία κι έναν καφέ ξεχαρβαλωμένο σάκο που ραχάτευε στον καναπέ, τον γέμισε με τα παλιά ρούχα που του είχε αραδιάσει η Ζηνοβία και ετοιμάστηκε να πεταχτεί μπροστά, σα δρομέας που περιμένει ν’ ακούσει την πιστολιά, μόλις θα διέβλεπε τα πρώτα σημάδια ανακούφισης στο μακρόστενο πρόσωπο του θείου του. Ίσως ήταν σκληρό να εξαφανιστεί υπ’ αυτές τις συνθήκες, αλλά για κείνον ήταν ή τώρα ή ποτέ. Λίγες ώρες αργότερα περπατούσε με γρήγορο βήμα, έτρεχε σχεδόν, στο κέντρο της πόλης, με το σάκο περασμένο στον ώμο και τις πρόσφατες σκηνές που διαδραματίστηκαν στο μπαρ να προβάλλονται άλλοτε χαμηλά στους τοίχους κι άλλοτε ψηλά στα κτίρια, μέσα από πλαίσια για διαφημίσεις και φωτεινές επιγραφές νέον. Η Αθήνα φάνταζε ασφυκτικά μικρή για κάποιον που επιθυμούσε να την αφήσει αμέσως πίσω. Αυτήν τη φορά δεν θα έπαιρνε τον Ηλεκτρικό για να επιστρέψει σπίτι. Κατευθύνθηκε στο σταθμό για τα τρένα. Τα τρένα που έπαιρναν δρόμο και διέσχιζαν τα πάτρια εδάφη για να εξαφανιστούν στην Ευρώπη ή τουλάχιστον έτσι τα φανταζόταν εκείνος. Σε μια απ’ τις αποβάθρες του τεράστιου μεταλλικού υπόστεγου ξεφυσούσε, σα να είχε μόλις τερματίσει τον πιο δύσκολο αγώνα, ένα μαύρο τρένο. Ο Αλέξης πολύ θα ήθελε η στενόμακρη μάζα από μέταλλα να είναι ο Υπερσιβηρικός και το ταξίδι του να διαρκούσε μήνες. Τόσους όσους θα χρειαζόταν για να γίνει και
κείνος αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργίας του. Πλησίασε το μοναδικό παραθυράκι που είχε φως στη σειρά με τα γκισέ που εξυπηρετούσαν ταξιδιώτες και ζήτησε πληροφορίες για τα δρομολόγια που αναχωρούσαν άμεσα. Το τρένο που πριν από λίγο είχε παρατηρήσει, έφευγε στις έξι το πρωί για Θεσσαλονίκη κι από κει, αν ακόμα το ήθελε, θα μπορούσε να αλλάξει αμαξοστοιχία για να περάσει τα σύνορα. Πήρε το εισιτήριο απ’ τον ταμία που εδώ και ώρα είχε σταματήσει να ασχολείται με την καθαρίστρια και που θαρρείς ότι έκανε τώρα τη δουλειά του υπνοβατώντας, δίχως να έχει αντιληφθεί ότι για μια νύχτα ολόκληρη βρισκόταν πίσω από ένα γραφείο. Ο Αλέξης κάθισε σε ένα παγκάκι μπροστά απ’ το τρένο. Δίπλα του στεκόταν κοιτάζοντας το άπειρο ένας λαχειοπώλης, ο οποίος έμοιαζε σα να πρωταγωνιστεί σε ένα κακόγουστο αστείο της θείας Ζηνοβίας. Κρατούσε το κοντάρι στο οποίο είχε περασμένα λίγα λαχεία και χαμογελούσε. Τι να σκεφτόταν άραγε και τι στο διάολο έκανε εκείνη την ώρα που είναι ζήτημα αν οι παρευρισκόμενοι υποψήφιοι αγοραστές ξεπερνούσαν τα δάχτυλα του ενός χεριού; Ο Αλέξης παρατήρησε τα χέρια του που είχαν αρχίσει να παγώνουν και πάλι. Οι πληγές που διέτρεχαν και τις δυο παλάμες του αναποδογύρισαν το υπόστεγο με τα βαγόνια, φέρνοντας καθρέφτες, μπάρες, τραπεζάκια και φώτα μπροστά στα μάτια του. Βρισκόταν στο μπαρ, με δέκα νεαρούς στο πλάι του, που με πρησμένα μπράτσα και κοντοκουρεμένα σβέρκα, ήταν έτοιμοι να τον υποστηρίξουν. Αισθανόταν πως μπορούσε να πάρει εκδίκηση κι απ’ το Θεό ακόμα. Ο πορτιέρης προσπαθούσε εδώ και λίγα λεπτά να βγει απ’ τον κάδο σκουπιδιών δίπλα στην είσοδο, ενώ ο μπάρμαν έψαχνε ταραγμένος πίσω απ’ την μπάρα για ένα χαρτόκουτο με δίσκους. Τους ίδιους δίσκους που είχε αρπάξει απ’ τον Αλέξη, όταν πριν από λίγες μέρες τον έβγαζαν κλοτσηδόν στο δρόμο. Τότε εμφανίστηκε και το αφεντικό με την απαραίτητη προστασία και πριν καλά καλά ξεκινήσει να μιλάει, έφαγε μια καρέκλα στο κεφάλι από έναν ενθουσιώδη τύπο που στεκόταν δίπλα στον Αλέξη. Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν υπό το αδιάφορο βλέμμα τραγουδιστών από άλλες δεκαετίες που σα να κορόιδευαν τους συνδαιτυμόνες, χαμογελούσαν βλακωδώς στα εξώφυλλα δίσκων που κρεμόντουσαν στην άλλη πλευρά του μαγαζιού. Η αναμπουμπούλα θα κράτησε γύρω στα είκοσι λεπτά, τόσα όσα χρειάστηκε ο Αλέξης για να βρεθεί σκαρφαλωμένος σαν την αρκούδα πάνω στο Θωμά, σπάζοντας ένα μπουκάλι από εξαιρετικό μάλτ στο ευμέγεθες κρανίο του. Θα μπορούσε, άθελά του, και να τον είχε σκοτώσει, αφού η οργή που δεν χαρακτήριζε τον αγαπημένο του ήρωα που φρόντιζε να διεκπεραιώνει με αγγλικό φλέγμα τις υποθέσεις του, θόλωσε το μυαλό του. Κι αντί το αίμα που
έτρεχε απ’ το πρόσωπο του βιαστή κι από τα δικά του σκισμένα δάχτυλα να αναχαιτίσει τον έξαλλο θυμό του, τον έκανε, αντίθετα, να κτυπάει με λύσσα το στομάχι του Θωμά. Είδαν κι έπαθαν να τον ξεκολλήσουν από πάνω του και να τον βγάλουν έξω στο αγιάζι για να συνέλθει απότομα βλέποντας ένα θαμώνα να απομακρύνεται με τους δίσκους του, αλλά και τον καφέ του σάκο υπό μάλης. «Πιάστε τον», φώναξε δείχνοντας τον κι έτσι η μάχη που ούτως ή άλλως είχε τελειώσει, μετατράπηκε για λίγα λεπτά σε κυνηγητό στα στενά της περιοχής. Η λεία δεν είχε προδιαγραφές για περαιτέρω ταλαιπωρία και ανακτήθηκε με μια τρικλοποδιά και μερικές μάλλον ανώδυνες σφαλιάρες. Γυρίζοντας σιγά σιγά από την προβολή των γεγονότων στο μυαλό του στην πραγματικότητα του σιδηροδρομικού σταθμού και με δάχτυλα που άρχισαν πια να κρυώνουν και να πονούν από τα πολλαπλά χτυπήματα, τράβηξε κάπως άτσαλα το φερμουάρ του σάκου για να σιγουρευτεί και πάλι πως δεν είχε γίνει πολύ κακό για το τίποτα. Το φερμουάρ σκάλωσε λίγο μετά τη μέση της διαδρομής που κλίθηκε για άλλη μια φορά να διανύσει, αποκαλύπτοντας μέρος απ’ το περιεχόμενο. Το πονεμένο χέρι του πέρασε πάνω απ’ τη γυαλιστερή επιφάνεια ενός δίσκου. Ναι, ήταν και οι σαράντα εκεί, μαζί του. Οι μόνοι επιζήσαντες. Αυτοί απ’ τους οποίους θα ξεκινούσε και πάλι την συλλογή του. «Έλα, πάρε, πάρε. Το ξέρω ότι το θες, το ξέρω ότι σε γαργαλάει να το αγοράσεις. Κοίταξε νούμερο. Χορταστικό. Η τύχη τυπωμένη. Παρ’το. Κρίμα είναι». Ο λαχειοπώλης είχε σκύψει στο παγκάκι και ανέμιζε μια σειρά λαχεία σα να ήθελε να κάνει μ’ αυτά αέρα στον Αλέξη. Τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν χωμένα μέσα στις κόγχες. Έπρεπε να ψάξεις για να διακρίνεις το χρώμα τους. Το πρόσωπο οστεώδες, με ρυτίδες σε σημεία που μαρτυρούσαν προμελετημένα χαμόγελα. Αλλά εκείνος δεν τον παρατηρούσε, σαν να ’φευγε η ματιά μαζί με τη σκέψη του σε μια αίθουσα, μια τεράστια βιβλιοθήκη γεμάτη μ’ ό,τι είχε χάσει στη φωτιά – κι ακόμα άλλα τόσα. Είχε λεφτά, ήταν αλλού, παρέα με τις νότες. Ο λαχειοπώλης τον σκούντηξε. «Έ;» έκανε ο Αλέξης σα να ξύπνησε μόλις. «Δώσ’ μου ένα». Ο λιανός άντρας έκοψε ένα χρωματιστό χαρτάκι απ’ τη σειρά και του το έδωσε. «Δεν θέλω λεφτά», του είπε. «Είναι η τελευταία μου σειρά και τη δίνω πάντα τσάμπα, για γούρι. Δικό μου γούρι. Καληνύχτα», του χαμογέλασε και
προχώρησε παρακάτω. Εκείνος του πέταξε ένα «ευχαριστώ» και γύρεψε ένα χαρτομάντιλο στις τσέπες του παλτού του. Η μύτη του είχε παγώσει. Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα καθισμένος μες στο κρύο. Σηκώθηκε και έπιασε να περπατάει κατά μήκος της αποβάθρας, μετρώντας τα βαγόνια, κοιτάζοντας μέσα απ’ τα παράθυρα στο σκοτεινό εσωτερικό. Ύστερα από λίγο σταμάτησε μπροστά σε ένα απ’ αυτά, που είχε μια πόρτα ανοικτή. Κοίταξε δεξιά, έπειτα αριστερά και μετά χώθηκε μέσα. Το φως που έμπαινε απ’ το υπόστεγο ήταν αρκετό για να τον οδηγήσει σε μια κουκέτα χωρίς δράματα. Έκατσε απ’ τη μέσα μεριά έτσι ώστε να μη φαίνεται και άφησε τα μάτια του να ξεκουραστούν. Υπήρχε πολύς χρόνος μέχρι την αναχώρηση. Αρκετός για να σκεφτεί τη ζωή του και να ονειρευτεί το μέλλον.
Εννέα.
Σε μια διασταύρωση μια κοπέλα σήκωνε τη φωτογραφική της μηχανή κι εστίαζε στα πρόσωπα που περνούσαν μερικά μέτρα πιο πέρα, φροντίζοντας να περιλαμβάνει στο κάδρο και τις υπέροχες κοκκινωπές γραμμές που έβαφαν τον ορίζοντα. Τα παλιά πέτρινα κτίρια που αγκομαχούσαν στο φως της ημέρας άλλαζαν τώρα, με τις σκιές του δειλινού, εμφάνιση, παίζοντας απρόβλεπτα γεωμετρικά παιχνίδια με την άσφαλτο, την ίδια ώρα που ο Αλέξης γέμιζε τη δεξιά γωνία της επόμενης φωτογραφίας. «Για στάσου», μουρμούρισε, αφού το δάκτυλό της είχε ήδη πιέσει το κουμπάκι και η μεταλλική κουρτίνα είχε ανοιγοκλείσει για να αποθανατίσει τη στιγμή. «Αυτός είναι ο τύπος που γουστάρει η Δάφνη». Μέχρι να αποφασίσει αν θα τον χαιρετήσει ή όχι, εκείνος είχε ήδη απομακρυνθεί, ενώ χωμένο στη μασχάλη του είχε ένα δίσκο που μόλις είχε αγοράσει από ηλικιωμένο συλλέκτη. Αυτό βέβαια δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει η Άννα. Η ίδια η φωτογραφία όμως, που θα έπαιρνε αργότερα μορφή περνώντας από τη μια λεκάνη στην άλλη, είχε ενδιαφέρον: το προφίλ του Αλέξη, με τη ματιά στραμμένη στο απέναντι πεζοδρόμιο να διασχίζει μια διάβαση με φρεσκοβαμμένες λευκές γραμμές, ενώ στο εξώφυλλο του δίσκου που κρατούσε, να μοστράρουν τέσσερις πασίγνωστοι τύποι που έκαναν ακριβώς το ίδιο κάποτε στην Αγγλία. Κι όλα αυτά, σ’ ένα αστικό τοπίο που έμοιαζε να είναι άδειο εκείνη την ώρα, σα να ήταν όλοι συνεννοημένοι για να αφήσουν την Άννα να εμπνευστεί και να πετύχει αυτό που αναζητούσε: ένα θέμα για τον ένατο και τελευταίο πίνακα που είχε να ετοιμάσει για μια ομαδική έκθεση, η οποία θα ξεκινούσε σε μικρό χρονικό διάστημα στη συμπρωτεύουσα. «Δεν θα προλάβεις», της είχε πει η Δάφνη πριν από καιρό, όταν είχε πάει να τη βρει στο μπαρ που δούλευε. «Δεν θα προλάβεις γιατί τ’ αφήνεις όλα τελευταία στιγμή. Πώς μπορείς και ζεις μ’ αυτό τον τρόπο, δεν μπορώ να το καταλάβω». Δεκαεννέα μέρες έμεναν μέχρι την έναρξη και μέσα σ’ αυτό το διάστημα έπρεπε να τελειώσει έναν πίνακα που δεν είχε καν αρχίσει, τοποθετώντας τον πλάι σε άλλους οκτώ που ήταν καλυμμένοι με ένα χοντρό κομμάτι νάιλον στο σαλόνι του σπιτιού. Αλλά έτσι ήταν πάντα η Άννα: το κορίτσι της τελευταίας στιγμής. Και το απολάμβανε. Την έβρισκε να την κυνηγάει ο χρόνος και να κερδίζει τις
περισσότερες φορές στο νήμα. Από μικρή άφηνε τις διαδικασίες να συσσωρεύονται για να τις κάνει στο τέλος όλες μαζί και γρήγορα. Έτσι ακριβώς έγινε και με το πτυχίο της σχολής της, για να γίνει ζωγράφος. Παρουσίαζε την εργασία της το πρωί και μόλις το προηγούμενο βράδυ έστηνε με τον πατέρα της μια μεταλλική κατασκευή για να τοποθετήσει τους πίνακές της, τους οποίους φυσικά και τελείωσε λίγη ώρα πριν τους δουν οι καθηγητές της. «Εξωφρενικό, εξωφρενικό», έλεγε και ξανάλεγε τότε ένας απ’ αυτούς, ενώ ταυτοχρόνως την περιέλουζε με επίθετα όπως «ανεύθυνη», «αναίσθητη» και «αδιάφορη», αφού έδειχνε να μην ακούει κανέναν και να στηρίζεται μονάχα στο πηγαίο ταλέντο της. Πίσω απ’ αυτήν τη συμπεριφορά ωστόσο υπήρχε και μια αιτία. Μια αιτία με όνομα. Χρόνια πριν, όταν ακόμα η Δάφνη δεν γνώριζε ούτε το μικρό της όνομα, η Άννα ζούσε σ’ ένα ευρύχωρο δυάρι, όχι πολύ μακριά από το σπίτι του Αλέξη, μαζί με τον Κώστα, τον αδερφό της, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του και ξεκινούσε δουλειά σε μια ιδιωτική εταιρία. Η συμβίωση μαζί του δεν θα μπορούσε παρά να ενδυναμώσει τα χαρακτηριστικά της Άννας, αφού για εκείνον όλα εκτελούνταν βάσει προγράμματος και βρετανικής ακρίβειας στην ώρα. Σχεδόν εμμονικής ακρίβειας. Το διαμέρισμα ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη, με την κουζίνα να αποτελεί τη «νεκρή ζώνη». Κάθε επισκέπτης λοιπόν θα βρισκόταν αντιμέτωπος μ’ ένα βομβαρδισμένο δωμάτιο απ’ την αριστερή μεριά, γεμάτο ρούχα, μπογιές, λερωμένα έπιπλα και ακαθόριστο χρώμα στους τοίχους και απ’ τη δεξιά, με ένα χώρο σα βγαλμένο από διαφήμιση εταιρίας επίπλων, όπου όλα γυάλιζαν και ήταν τακτοποιημένα σα να μην τα χρησιμοποιούσε κανένας. Η σκόνη βρισκόταν υπό διωγμό όπως και η ίδια αδερφή του. Αν ήταν μάλιστα στο χέρι του, θα είχε χτίσει την είσοδο για τον αποστειρωμένο χώρο του και θα έμπαινε απ’ το παράθυρο. Έλα όμως που η συμβίωση ήταν επιβεβλημένη για να κάνει οικονομία και να συντηρεί ένα ακριβό αυτοκίνητο, τη συνδρομή του στο γυμναστήριο και τις καλοκαιρινές διακοπές σε πολύβουα νησιά... Όσο για την ερωτική του ζωή; Εκεί υπήρχε ένα μυστήριο που η Άννα δεν κατάφερνε να εξιχνιάσει. Δεν τον είχε πετύχει ποτέ με καμία κοπέλα, αλλά ούτε και άντρα. Σε αντίθεση με εκείνον, η δική της ζωή ήταν ένα ανοιχτό βιβλίο για τον καθένα και το σπίτι, κέντρο διερχομένων, καλλιτεχνών και μη. Όταν αργότερα αποφοίτησε απ’ τη σχολή και ξεκίνησε το κυνήγι της αναγνώρισης μέσω εκθέσεων και δημοσίων σχέσεων, η επιδότηση απ’ τους γονείς ψαλιδίστηκε, αφού ο πατέρας της βγήκε στη σύνταξη και το εισόδημα της
οικογένειας μειώθηκε. Η Άννα άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα μιας και η μερική απασχόληση σε ένα φροντιστήριο ως αναπληρώτριας κάποιων καθηγητών, τής απέφερε πενιχρά έσοδα. Η αποχή της απ’ τα έξοδα του σπιτιού και η μη καταβολή του μεριδίου της στο ποσό του ενοικίου, ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει για τον αδερφό της, που έβλεπε ένα κορίτσι να μεγαλώνει δίχως ίχνος συναίσθησης των ευθυνών της, με μόνη πραγματική έγνοια την καλλιτεχνική της εξέλιξη. Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε δε και το γεγονός ότι το οικονομικό βάρος έπεφτε σε εκείνον, δεν έδειχναν να μειώνουν τη χαζοχαρούμενη διάθεσή της και την ολοκληρωτική της αφοσίωση στη δουλειά που ετοίμαζε για την πρώτη της έκθεση. Ένα κυριακάτικο απόγευμα λοιπόν κι ενώ επικρατούσε ησυχία και στα δυο δωμάτια, η Άννα ζωγράφιζε κεκλεισμένων των θυρών κι εκείνος κοιμόταν, ένα κουδούνισμα ήρθε να υπενθυμίσει τα κακώς κείμενα της σχέσης τους. Η σπιτονοικοκυρά εμφανίστηκε στο κατώφλι, βαμμένη και ντυμένη σα να ετοιμαζόταν για κάτι σπουδαίο, μια τελετή που μπορεί ν’ άλλαζε την ζωή της. «Ο κύριος Κώστας είναι μέσα;» ρώτησε αγνοώντας, όπως πάντα, την ατημέλητη παρουσία της Άννας. «Κοιμάται», της απάντησε χαμογελώντας εκείνη, που την απασχολούσε στο ελάχιστο η γνώμη που είχε η κυρία Γεωργία για την εμφάνιση της. Ούτε καν της περνούσε απ’ το μυαλό ότι δεν την χώνευε κιόλας. «Καλά, τότε πες του όταν σηκωθεί ότι μου οφείλετε κοινόχρηστα δυο μηνών». Κι ήταν ακριβώς αυτός ο λογαριασμός που είχε αναλάβει να ξοφλήσει η Άννα. Μόνο που τα λεφτά που προορίζονταν για τα κοινόχρηστα είχαν γίνει μπογιές, πινέλα και καμβάδες. Πάνω στην ώρα, το αγουροξυπνημένο πρόσωπο του αδερφού της πρόβαλε πάνω απ’ τον ώμο της, λίγο πριν κλείσει η πόρτα στα ξινισμένα μούτρα της κυρίας Γεωργίας. Εκείνη του χαμογέλασε. «Έλεγα στην αδερφή σου για ένα υπόλοιπο που έχουμε...». Με το βλέμμα που του ’ριξε, ένα βαζάκι μέλι σίγουρα θα το γέμιζε. Η κυρία Γεωργία βλέπετε ζούσε με μια φαντασίωση, ξεπερνώντας έτσι το σκόπελο του ερωτικού τέλματος της συζυγικής της ζωής: όποτε έκανε έρωτα με τον άντρα της, τον Αριστοτέλη, ο οποίος ύστερα από τριάντα χρόνια γάμου δεν έπαυε να την κυνηγάει στο σπίτι για να ικανοποιήσει τις ορμές του, σκεφτόταν το ευρύχωρο ασανσέρ της πολυκατοικίας με τους μεγάλους καθρέφτες και το κόκκινο εσωτερικό. Μια βλάβη σταμάταγε την καμπίνα
μεταξύ τρίτου και τέταρτου ορόφου, τα φώτα χαμήλωναν απ’ την πτώση της τάσης κι ο Κώστας την έπαιρνε στα όρθια, μουρμουρίζοντάς της βρώμικα λόγια, που ποτέ δεν είχε το θάρρος να ζητήσει απ’ το σύζυγο της. «Θα το τακτοποιήσω το συντομότερο δυνατό», της είπε τυπικά εκείνος, διακόπτοντας την ονειροπόληση της. Το ξέσπασμα του Κώστα ήταν βίαιο. Οι φωνές του πρέπει να αντήχησαν σ’ όλο το οικοδομικό τετράγωνο κι έτσι οι γείτονες μόλις είχαν την ευκαιρία να ανακαλύψουν τι σημαίνει ο όρος «καλλιτέχνης», μέσα από μια οικονομικοτεχνική ανάλυση, διανθισμένη με βρισιές του δρόμου και ηχητικά εφέ από κουζινικά που έχαναν τη μάχη με τη βαρύτητα. Η κυρία Γεωργία αναχώρησε κρυφογελώντας ικανοποιημένη και τα δυο αδέρφια πάτησαν το χειρότερο καυγά από τότε που θυμόταν ο ένας τον άλλο. Η σύρραξη διήρκεσε τριάντα λεπτά. Έπειτα ο καθένας κλείστηκε και πάλι στο χώρο του και η ησυχία ανακατέλαβε το θρόνο της. Οι μόνοι που ίσως να μην κατάφεραν να συνεχίσουν αυτό που έκαναν μέχρι εκείνη την ώρα ήταν οι γείτονες. Ποιος είχε κερδίσει τελικά; Η Τέχνη ή το Κεφάλαιο; Η προειδοποίηση του Κώστα δεν θα κατάφερνε να συνετίσει την Άννα. Σε μια κουβέντα που έκαναν λίγες μέρες αργότερα προσπάθησε να του εξηγήσει ότι αυτή η έκθεση έπρεπε να γίνει πάση θυσία και μετά ας αποφάσιζε ό,τι ήθελε για το μέλλον της συγκατοίκησης τους. Και εκείνος όμως απ’ τη δική του πλευρά αποπειράθηκε να την πείσει ότι έπρεπε να πιάσει μια κανονική δουλειά (της είχε βρει ήδη γραμματειακή θέση σε μια εταιρία) και ν’ αφήσει την αβεβαιότητα της ζωγραφικής για τις ελεύθερες ώρες της. Η κατηγορηματική της άρνηση δημιούργησε στο μυαλό του την εικόνα της τιμωρίας της. Το βράδυ η Άννα θα γνώριζε τη Δάφνη και θα έβλεπε από κοντά τον Αλέξη για πρώτη φορά. Στο ατελιέ της, όμως, ο αδερφός της θα έβλεπε για πρώτη και τελευταία φορά τα έργα της Άννας. Σ’ ένα καμβά θα ανακάλυπτε και τον εαυτό του, ελαφρώς αλλοιωμένο, μέσα σ’ ένα ανοικτό αυτοκίνητο που φαινόταν σα να άνοιγε δρόμο ανάμεσα σε ζητιάνους, για να φτάσει σε ένα υπερβολικό γυάλινο κτίριο-γραφεία πολυεθνικής. Στο κάτω δεξί μέρος του πίνακα ήταν γραμμένη πρόχειρα η λέξη «αξιοπρέπεια» μ’ ένα ερωτηματικό. Ο Κώστας φούντωσε. Άρπαξε μια μικρή σπάτουλα και ξεκίνησε την αναμόρφωση της καλλιτεχνικής παραγωγής που απλωνόταν μπροστά στα θολωμένα του μάτια. Βιομηχανικά τοπία με τις επιπτώσεις της ανθρώπινης παρέμβασης να υπερβάλλουν την απεικόνισή τους συνδυάζονταν με δυο τηλεοπτικές συσκευές που έπαιζαν το ίδιο
βίντεο. Διαφημίσεις από πολυεθνικές που ενέχονται για περιβαλλοντικές καταστροφές, μεταξύ των οποίων κι αυτή που εργαζόταν ο Κώστας. Η καταδίκη της οικονομικής παντοκρατορίας που έπαιρνε σάρκα και οστά μέσα από εταιρικούς κολοσσούς τού φάνηκε μονόπλευρη, παιδιάστικη και αφελής. Οι καμβάδες υποχώρησαν εύκολα στη σαδιστική του μανία και το βίντεο αντικαταστάθηκε με μια ταινία πορνογραφικού περιεχομένου, προκαλώντας του θυμηδία και ικανοποίηση. Αφού ολοκλήρωσε το τοπίο της ολοκληρωτικής καταστροφής του, φόρεσε μερικά από τα επώνυμα ρούχα του και κατευθύνθηκε σε ένα τρόπο ζωής που είχε επιτέλους νόημα. Όταν θα επέστρεφε απ’ τη δουλειά του το επόμενο απόγευμα θα τον περίμενε ένα σημείωμα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, το μοναδικό ίσως σημείο του διαμερίσματος που παρέμενε στην αρχική του κατάσταση και θέση. Η Άννα είχε επιστρέψει χαρούμενη και μεθυσμένη αργά την προηγούμενη νύχτα και της φάνηκε ότι το αλκοόλ είχε αλλάξει την όψη του δωματίου της, αφού όλα γυρνούσαν ασταμάτητα, μοιάζοντας με πολύχρωμες μουτζούρες. Κάπως έτσι έδειχνε όμως κι ο χώρος που τόσο προσεκτικά είχε διακοσμήσει ο αδερφός της, όταν άνοιξε την πόρτα και μια έντονη μυρωδιά από μπογιά και νέφτι ξεχύθηκε και του χτύπησε σα γροθιά τα ρουθούνια. Το σημείωμα έλεγε: «Αδερφέ μου, μπορείς να καυχιέσαι στους ρηχούς σου φίλους γι’ αυτό που έκανες. Θα σε διευκολύνω, αδειάζοντάς σου τη γωνιά αλλά ως εδώ ήταν. Η ζημιά που μου έκανες δεν συγκρίνεται με τη δική μου. Τα έπιπλα και τα πράγματα ξαναγοράζονται. Η δημιουργία όχι. Ελπίζω να μην σε ξαναδώ. Ποτέ». Η Άννα τηλεφώνησε αμέσως στη Δάφνη κι εκείνη της παραχώρησε ένα δωμάτιο στο σπίτι της μέχρις ότου βρει ένα μέρος για να μείνει. Η παρουσία της Άννας στο στέκι όπου σύχναζε ο Αλέξης δεν αποτελούσε παρά ένα φίλτρο για τον τελευταίο μέσα απ’ το οποίο παρατηρούσε τη Δάφνη. Ψιλή, πολύ λεπτή με μακριά ξανθά μαλλιά, καθόταν σχεδόν δίπλα του και μιλούσε όλη την ώρα με κάποιον. Προσπάθησε μάλιστα να μιλήσει και σε εκείνον αφότου έμαθε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που του έτρεφε η φίλη της, αλλά μάταια. «Ο τύπος δεν ξέρει να φλερτάρει», της είχε πει. «Πρέπει να το αναλάβεις εσύ, αν όντως τον γουστάρεις. Ε, και αν το πράγμα προχωρήσει, εγώ θα φύγω. Θα βρω κάτι άλλο. Από τότε που άφησα το πατρικό μου αισθάνομαι συνεχώς ότι βρίσκομαι σε μια προσωρινή κατάσταση. Έχω συνηθίσει». Η παραμονή της επιβεβαίωσε το «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», αφού πέρασε ο πρώτος μήνας, ήρθε κι ο δεύτερος κι ακόμα έψαχνε. Για τη Δάφνη
όμως αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να αλλάξει αν ήθελε η σχέση της με τον Αλέξη να προχωρήσει, μια κι είχαν αρχίσει να βγαίνουν και να ερωτοτροπούν. Και η ευκαιρία παρουσιάστηκε αναπάντεχα ένα απόγευμα. Η Δάφνη χαιρετούσε κάθε μέρα την κυρία που ερχόταν στο κτίριο για να καθαρίσει τους κοινόχρηστους χώρους. Ήταν μια μεσόκοπη γυναίκα, χωρίς οικογένεια, που μιλούσε ακατάπαυστα για πολιτικές ίντριγκες στις οποίες «συμμετείχε» κι εκείνη, κρατώντας ένα μικρό ρόλο που πάντοτε άλλαζε και προσαρμοζόταν ανάλογα με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιέγραφε. Σ’ αυτές τις ιστορίες εμφάνιζε και συγγενικά πρόσωπα, ανίψια, αδερφές, γιαγιάδες, που πώς έσπαγε ο διάολος το ποδάρι του και βρίσκονταν κι αυτοί ανακατεμένοι – και μια και δυο και τρεις φορές μέσα σ’ αυτές. Κάθε Παρασκευή απόγευμα που ετοιμαζόταν να σχολάσει, η Δάφνη τη συναντούσε να σφουγγαρίζει την είσοδο, με μια σβησμένη γόπα στο στόμα κι ένα πολύχρωμο μαντήλι στο κεφάλι. Τα φρύδια της σηκώνονταν και παρέμεναν εκεί, ζαρώνοντας το πλατύ της μέτωπο μέχρις ότου τελειώσει την καινούργια της ιστορία. «Σου λέω καλή μου, ηλεκτρολόγος ήταν ο αγαπητικός της ξαδέρφης μου, απ’ το σόι του πατέρα μου. Και έτσι μπήκε σ’ αυτό το σπίτι, δίχως να ξέρει ποιανού ήταν. Μόνο ποδόσφαιρο βλέπει αυτός. Αν τον ρωτήσεις ποιος κυβερνάει, ιδέα δεν έχει. Το ψηφοδέλτιο του το σταυρώνει η ξαδέρφη μου και πάει ντουγρού και το ρίχνει. Μπούφος σου λέω. Μπαίνει, λοιπόν, στο σπίτι του υπουργού και ανταμώνει με δυο μαυροντυμένους. Μαύροι απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια και δεν ψυλλιάζεται τίποτα. Σε σπίτι υπουργού και να μην σου ανοίγει μια υπηρέτρια, να μη βγαίνει η κυρά του. Μονάχα εκείνοι. Και είχαν μπει εκείνη τη μέρα για να ……». Η Δάφνη έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι της. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο εκείνο τ’ απόγευμα. Έπρεπε να πάει στο μπαρ νωρίς για να οργανώσουν την κάβα και την τροφοδοσία μαζί με τα άλλα παιδιά που δούλευαν εκεί. «Πρέπει να φύγω, θα μου πεις το τέλος την επόμενη φορά, έτσι;» της είπε. Κι εκείνη ίσως να συνέχιζε παρόλα αυτά να μιλάει στον αέρα, όπως είχε κάνει κι άλλες φορές, μα σαν κάτι να θυμήθηκε κι έπιασε μαλακά απ’ το μπράτσο την Δάφνη λέγοντάς της: «Άκου καλή μου, έχω μια κυρία που πάω και της καθαρίζω. Το σπίτι είναι ένα τριαράκι και χωράει άλλο ένα άτομο. Αν έχεις καμία γνωστή, θα με εξυπηρετήσεις και μένα που της έχω υποχρέωση. Θα πληρώνει πολύ λίγα και θα
’χει και καλή παρέα». Η Δάφνη έδωσε το τηλέφωνο στην Άννα την άλλη μέρα το πρωί. Το διαμέρισμα ήταν μισή ώρα με το λεωφορείο απ’ το σπίτι της Δάφνης, σε μια παλιά πολυκατοικία που την είχαν αγκαλιάσει οι κισσοί, αφήνοντας πού και πού γκρίζα μπαλώματα από τους τοίχους να προδίδουν την άψυχη προέλευσή της. Το θέαμα από μόνο του ήταν αρκούντος καλλιτεχνικό για την Άννα, που χτύπησε το κιτρινισμένο κουμπί με θετική προδιάθεση, για να βρεθεί ενώπιον της γυναίκας με τη μυστηριώδη βραχνή φωνή. «Καλησπέρα», την άκουσε να αρθρώνει ταυτόχρονα με την άφιξη του ανελκυστήρα στον πέμπτο όροφο. Δεν είχε προλάβει ακόμα ν’ αφήσει τη σιδερένια πόρτα πίσω της όταν την είδε στο κατώφλι, να κοιτάει λίγο πάνω απ’ το τελείωμα της μαρμάρινης σκάλας, που έκανε μια στάση σ’ αυτό τον όροφο πριν καταλήξει στο τέρμα της διαδρομής στο ρετιρέ του έκτου. «Καλησπέρα» είπε και η Άννα και το ανέκφραστο πρόσωπο της γυναίκας με τα πολύ κοντά μαλλιά έτεινε προς εκείνη, δίχως όμως το βλέμμα της να την ακολουθεί. «Ωραίο άρωμα φοράς» της είπε. «Αν και φθηνό σου πάει, σώζεται απ’ τη μυρωδιά του δέρματος σου, είμαι βέβαιη γι αυτό. Μαργαρίτα, χαίρω πολύ». Πρότεινε το χέρι της στην ίδια ευθεία με αυτό της Άννας. Η Μαργαρίτα ήταν τυφλή και βραχνή. «Θα πρέπει να καπνίζει δυο πακέτα την μέρα» σκεφτόταν η Άννα, ενώ πίσω απ’ τα σχιστά μάτια της γυναίκας απλωνόταν σιγά σιγά ο εσωτερικός χώρος του σπιτιού. «Αν συμφωνήσουμε και μείνεις μαζί μου» της είπε η Μαργαρίτα, ενώ στεκόταν στη μέση του καθιστικού, «πρέπει να γνωρίζεις ότι λόγω της ιδιαιτερότητάς μου, εάν τα έπιπλα και τα πράγματα του σπιτιού χρειάζεται για κάποιο λόγο να μετακινηθούν, θα πρέπει να μου το λες. Αν και δεν μου αρέσει να κάνω αλλαγές, το δωμάτιο που θα σου διαθέσω μπορείς να το κάνεις ότι θέλεις. Να το βάψεις, να βγάλεις ότι έχει από μέσα και να βάλεις τα δικά σου. Είναι όλα παλιά έπιπλα και τα κρατάω γιατί έχω την κακή συνήθεια να μην πετάω τίποτα. Αν δεις το πατάρι μου θα τρομάξεις!». Σε ένα χαμηλό ξύλινο τραπέζι, μπροστά από ένα καναπέ, υπήρχαν μικροί πύργοι από κασέτες και βιβλία γεμάτα ανάγλυφες κουκίδες. Σε μια γωνία, αραδιασμένοι
κατάλογοι από ταξιδιωτικά γραφεία με πολύχρωμες φωτογραφίες από εξωτικά μέρη και ευρωπαϊκές χώρες. Στους δυο απ’ τους τρεις τοίχους του σαλονιού, δυο μεγάλες βιβλιοθήκες φιλοξενούσαν κι αυτές αναρίθμητα πλαστικά κουτάκια με κασέτες. «Θα πρέπει να τελείωσες το χάζι και να αναρωτιέσαι. Πρόκειται για ηχογραφημένες πληροφορίες παντός είδους, λογοτεχνικά βιβλία, εκπαιδευτικά συγγράμματα, συνταγές μαγειρικής. Ένα πληρέστατο αρχείο που με βοήθησε να το φτιάξω ένας άνθρωπος με πολλή όρεξη που γνώρισα στο σύλλογο των τυφλών. Τυφλός ήταν και εκείνος, αλλά μονάχα για ένα διάστημα. Δυστυχώς... Αλλά δεν πρέπει να το λέω αυτό». Τα μάτια της φάνηκαν να υγραίνονται και η Άννα έσπευσε να αλλάξει θέμα. «Ετοιμάζεσαι για ταξίδι;» τη ρώτησε. «Μάζεψα διαφημιστικά φυλλάδια από 2-3 πρακτορεία και τα πήγα για μετάφραση. Ναι, σκέφτομαι να κάνω ένα ταξίδι στο εξωτερικό, αλλά δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Δεν εξαρτάται μονάχα από μένα. Θα πάω μαζί με άλλες δυο γνωστές μου. Εκείνες προτιμούν τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, εμένα με γοητεύει η Ασία. Ε, δεν θα μαλώσουμε κιόλας. Θα πάμε εκεί που θα αποφασίσω εγώ», είπε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της. Έπειτα χαμογέλασε για να δείξει ότι αστειεύεται. «Εσύ όμως, δεν μου είπες, με τι ασχολείσαι; Δουλεύεις κάπου;». «Είμαι ζωγράφος και ετοιμάζω την πρώτη μου έκθεση. Ομαδική είναι». «Ζωγράφος; Τι υπέροχο! Έχεις φέρει κάτι να μου δείξεις;» της πέταξε εύθυμα. Η Άννα αισθάνθηκε αμήχανα. Από την άλλη όμως δεν θα μπορούσε να της πει και ψέματα για κάτι που έκανε με τόσο πάθος κι αγαπούσε με όλη της την ψυχή... «Μη σκας» τη διέκοψε εκείνη, απαλλάσσοντάς την από την όποια αμηχανία της και ταυτοχρόνως ξεκαθαρίζοντας μια και καλή τα πράγματα – έτσι, για να ’χουνε και στρωτή συνέχεια, άμα μένανε τελικά μαζί. «Έτσι την πατάτε εσείς οι “άλλοι” απέναντί μας. Είναι άλλωστε κι ένας τρόπος για να σας φέρουμε σε δύσκολη θέση. Εσείς έχετε πολύ περισσότερους και χειρότερους. Έτσι δεν είναι; Δεν μιλάω για σένα φυσικά. Σκέψου ότι μ’ αυτά γελάμε, δεν αισθανόμαστε άσχημα. Όταν το σκοτάδι είναι ο χώρος σου απ’ τη
στιγμή που θα “ανοίξεις” τα μάτια σου, τότε εύκολα η φαντασία σου καλπάζει, δημιουργώντας κόσμους πολύ πλούσιους και ενδιαφέροντες. Ακουστικούς κι απτούς. Δεν είμαι σε θέση να καταλάβω πόσο πλούσιος είναι ο κόσμος σου, γιατί ζω με το δικό μου. Εσύ λυπάσαι γι’ αυτά που δεν θα μπορέσω να δω κι εγώ γι’ αυτά που δεν θα μπορέσεις ποτέ να νοιώσεις. Καμιά όμως δεν ξέρει τι ακριβώς χάνει. Να σου ετοιμάσω ένα τσάι, έναν καφέ;». Προχωρήσανε στην κουζίνα. Με γρήγορες κινήσεις το μπρίκι βρέθηκε στο καμινέτο, το φλιτζάνι στον πάγκο και το φακελάκι με το τσάι άρχισε να παλεύει με το καυτό νερό που σταμάτησε εκεί ακριβώς που θα το έβαζε και η Άννα. Σε όλα τα βαζάκια και τα κουτάκια υπήρχαν ανάγλυφες ετικέτες τυπωμένες με το σύστημα Μπράιγ για να αναγνωρίζει η Μαργαρίτα εύκολα το περιεχόμενό τους. «Είσαι η πρώτη ζωγράφος που συναντώ και απ’ ό,τι φαίνεται θα έχω τη δυνατότητα να γνωρίσω και το έργο σου. Πότε θα ’ρθεις;». Δυο μέρες αργότερα τα λιγοστά υπάρχοντα της Άννας στοιβάζονταν στο δωμάτιο που της παραχωρούσε η Μαργαρίτα. Το ενοίκιο ήταν πολύ μικρό, «συμβολικό» όπως της είχε δηλώσει η ιδιοκτήτρια. Η παρουσία της ήταν κάπως καταπιεστική, αλλά και γοητευτική συνάμα. Δεν θα καθόταν όμως τώρα να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά μιας συμβίωσης. Τις αποφάσεις τις έπαιρνε με το ένστικτο. Δεν ρωτούσε κανέναν. Το βράδυ πριν από τη μετακόμιση είχε πάει στο μπαρ να συναντήσει τη Δάφνη. Η σχέση της με τον Αλέξη μέτραγε ήδη μήνες όπως και η σχεδόν μόνιμη θέση του στο μαγαζί τα βράδια. Έτσι όσα κουβέντιαζε με τη Δάφνη, τα μοιραζόταν και με τον Αλέξη. Τον οποίο η αλήθεια ήταν πως δεν πολυχώνευε διότι θεωρούσε ότι ήταν κρυψίνους, μυστήριος, όπως της είχε δηλώσει. Έπειτα, ήταν κι εκείνος που αντιτάχθηκε στην απόφασή της να μείνει στο διαμέρισμα της Μαργαρίτας. «Θα σε βάζει να της κάνεις δουλειές και στο τέλος θα αισθάνεσαι άσχημα αν δεν την υπηρετείς. Δεν θα μπορείς να σηκωθείς να φύγεις γιατί θα αισθάνεσαι τύψεις. Εγώ έτσι το βλέπω. Πολύ καταπιεστικό. Δε λέω, κι αυτή μια παρέα ψάχνει, αλλά...». «Δεν νομίζω ότι ψάχνει. Έχει φίλες». «Ναι; Τότε γιατί δεν μένει με κάποια απ’ αυτές;». «Ίσως η καθεμιά να έχει τη ζωή της. Απ’ την άλλη, νομίζεις ότι επειδή είναι τυφλή δεν μπορεί να είναι και ανεξάρτητη;». Η Άννα βρέθηκε να υπερασπίζεται
ήδη μια άγνωστη. «Εσύ ξέρεις» της είπε στο τέλος εκείνος. «Αφού πρόλαβες να την ψυχολογήσεις μέσα σε μια ώρα...». Οι πρώτες μέρες κύλησαν με τη διευθέτηση του χώρου. Η παρουσία της Μαργαρίτας ήταν διακριτική. Δεν έμπαινε καθόλου στο χώρο της Άννας. Ένα μεσημέρι της επανέλαβε την επιθυμία να μάθει για τα έργα που θα παρουσίαζε στην έκθεση. Η Άννα πήρε αποφασιστικά το χέρι της συγκατοίκου της και το ακούμπησε στον πρώτο της πίνακα. Την έκανε να νιώσει την τραχιά επιφάνεια που άφηνε η σπάτουλα και η μπογιά. Σιγά σιγά της διηγήθηκε και τη διαμάχη που είχε με τον αδερφό της και την καταστροφή της πρώτης της δουλειάς . «Είναι δύσκολο για τον καθένα να αποδεχθεί τη διαφορετικότητα του άλλου. Άλλοι αντιδρούν ήπια κι άλλοι ακραία. Υπάρχουν κι αυτοί που απλά αδιαφορούν. Πίστεψέ με, ξέρω καλά αυτό το κομμάτι στις σχέσεις των ανθρώπων. Ο αδερφός σου απ’ ό,τι μ’ άφησες να καταλάβω ζει σ’ έναν άλλο κόσμο. Κάποια στιγμή θα καταλάβει... Αλλά πρέπει να ’σαι κοντά του για να το κάνει. Να επιμένεις και να υπομένεις. Κράτα μια επαφή. Δεν λέω να του ζητήσεις να μείνετε πάλι μαζί. Μα σκέψου, αδερφός σου είναι. Πρέπει να είμαστε πιο διαλλακτικοί με τους άλλους. Αν και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει έτσι κι αλλιώς κι ως ένα βαθμό καθώς μεγαλώνουμε. Τώρα σειρά σου. Κουράστηκα να μιλάω. Θέλω να μου περιγράψεις τους πίνακες και να μου δείξεις». Οι ώρες πέρασαν, το φως του ήλιου χάθηκε και ο ουρανός μαύρισε το εσωτερικό του δωματίου. «Μην ανάψεις τα φώτα. Μίλα μου για τα χρώματα. Όπως τα βλέπεις ενώ μοιάζουν αόρατα. Δεν νομίζεις ότι λάμπουν περισσότερο τώρα που προσπαθείς να τα ξεχωρίσεις;». Η Μαργαρίτα βίωνε μια γλυκιά αναστάτωση με τις μυρωδιές απ’ τις μπογιές, την αίσθηση του πινέλου στα χέρια της, τις περιγραφές της Άννας. «Θα μπορούσες να μου μάθεις να ζωγραφίζω; Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ». Ούτε η Άννα είχε δοκιμάσει ποτέ να διδάξει κάποιον ζωγραφική πόσο μάλλον μια τυφλή. Σα να διάβασε το λογισμό της, η Μαργαρίτα την πήρε απ’ το χέρι και την οδήγησε στο καθιστικό μπροστά απ’ τις βιβλιοθήκες. Το σπίτι ήταν πια βυθισμένο στο σκοτάδι κι εκείνη σκόνταψε στα έπιπλα. Της ζήτησε συγνώμη. Πολλές φορές ξεχνούσε τα φώτα σβηστά. Σε ένα απ’ τα ράφια βρήκε δυο
κασέτες με ανάγλυφο εσώφυλλο. «Πάρε» της είπε «να μελετήσεις. Εγώ το ’χω ακούσει εδώ και χρόνια. Τα ’χω ξεχάσει πια αυτά που λέει, αλλά εσένα θα σου φανούνε χρήσιμα. Άλλωστε, είναι αποσπάσματα από ένα βιβλίο που χρησιμοποιούν για να μάθουν σε εμάς πώς να ζωγραφίζουμε. Πάω να μαγειρέψω κάτι γιατί πείνασα». «Είναι δώδεκα και τέταρτο, μεσάνυχτα» της είπε η Άννα. «Η πείνα δεν έχει ώρα» της απάντησε εκείνη και πήγε στην κουζίνα. «Να σου φτιάξω ένα σάντουιτς;». Η νύχτα προχωρούσε και οι κασέτες ξετύλιγαν το περιεχόμενό τους μέσα στη σιωπή και το σκοτάδι. Η Μαργαρίτα κοιμήθηκε στον καναπέ με ένα άδειο πιάτο στο χέρι έτοιμο να βουτήξει στο κενό. Το φως στο δωμάτιο της Άννας άνοιξε και η πόρτα της έκλεισε. Έστησε ένα άδειο καμβά στο τρίποδο κι έπιασε να ανακατεύει τις μπογιές. Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο στο νου της. Αισθανόταν την ανάγκη να αποτυπώσει το αντίθετο απ’ αυτό που μόλις πριν λίγα λεπτά είχε ζήσει. Να βάλει χρώματα παντού. Αν μπορούσε θα έβαφε και τους τοίχους για να ξεφύγει απ’ αυτό που στην αρχή την είχε γοητεύσει, αλλά έπειτα της πλάκωσε την ψυχή. Φως. Ήθελε να βρισκόταν αυτήν τη στιγμή με τον ήλιο να καίει, σε μια απέραντη έκταση, με το μπλε του ουρανού και το πράσινο του δάσους να παλεύουν μέσα από ένα στρώμα με πολύχρωμα λουλούδια. Έκλεισε τα μάτια της και ήρθαν στο μυαλό της τα λόγια της Μαργαρίτας. «Βλέπω» σκέφθηκε «με τα μάτια κλειστά αυτό που φαντάζομαι». Την άλλη μέρα διάλεξε κασέτες με μουσική απ’ τη βιβλιοθήκη του σπιτιού, έστησε ένα τρίποδο στο καθιστικό κι έβαλε πάνω του ένα λευκό καμβά. Έκοψε τρία κομμάτια πετονιά και τα τοποθέτησε κατά μήκος του καμβά, έτσι ώστε να το χωρίζουν σε τρία μέρη. Έψαξε στην κουζίνα και βρήκε μπουκαλάκια σε διάφορα μεγέθη που τα φύλαγε η συγκάτοικός της για να αποθηκεύει μπαχαρικά και τα γέμισε με χρώματα, απαλό μπλε, πράσινο, τυρκουάζ. Η Μαργαρίτα ήρθε και κάθισε δίπλα της παίρνοντας ένα φαρδύ πινέλο στο δεξί της χέρι. «Και τώρα;» τη ρώτησε. «Μη βιάζεσαι. Πρώτα θα μου περιγράψεις ένα τοπίο…». «... και μετά θα μου βάλεις μουσική που θα με βοηθήσει να φανταστώ το τοπίο το οποίο θα το έχεις χωρίσει σε τρεις περιοχές. Γη, θάλασσα και ουρανό».
«Τελικά ποια θα κάνει το μάθημα; Κι εγώ που νόμιζα ότι κοιμόσουν χθες βράδυ». «Κοιμόμουν. Άκουσα μόνο την αρχή και μετά τα θυμήθηκα. Έτσι με πήρε ο ύπνος. Πάντως θα δυσκολευτούμε να ζωγραφίσουμε το αγαπημένο μου τοπίο». «Δεν θέλω να ακούω δικαιολογίες. Δεν πρόκειται να γίνεις ξεφτέρι απ’ το πρώτο μάθημα. Θα προσπαθήσουμε για το καλύτερο. Σ’ ακούω». Η Μαργαρίτα άρχισε να περιγράφει την επίσκεψη της σε ένα αξιοθέατο κάπου στη Βόρεια Ελλάδα. Είχε πάει εκδρομή πριν από ένα χρόνο μ’ αυτό τον άνθρωπο που είχε ξαναβρεί την όρασή του αργότερα κι είχε χαθεί δίχως ν’ αφήσει ίχνη. Φεύγοντας από μια ομάδα περιηγητών, κατέβηκαν μαζί με ένα νεαρό ζευγάρι ένα μονοπάτι που οδηγούσε σε έναν καταρράκτη. Ο θόρυβος του νερού που έπεφτε με ορμή από ψηλά πλημμύριζε την ακοή της, έτσι ώστε όταν έφθασαν πια σε απόσταση αναπνοής νοιώθοντας το νερό πλέον να μουσκεύει τα ρούχα τους, στάθηκε δίπλα σε ένα βράχο και κράτησε την εικόνα μέσα της. Μαζί της κουβαλούσε και μια φωτογραφική μηχανή. Ζήτησε απ’ το ζευγάρι να τους βγάλει μια φωτογραφία. «Την έχεις ακόμα;» τη ρώτησε η Άννα. Σε λίγο είχε στα χέρια της ένα άλμπουμ γεμάτο εικόνες απ’ τη ζωή της φίλης της. «Είναι στην τέταρτη σελίδα». Η φωτογραφία απεικόνιζε την άγρια ομορφιά της περιοχής. Εκείνη και ο φίλος της ήταν δυο σκιές στη δεξιά άκρη του κάδρου. «Μην πας και ανοίξεις τις βρύσες του σπιτιού για να μου έρθει έμπνευση …» την προειδοποίησε. Η Άννα άλλαξε την θέση στις πετονιές έτσι ώστε να οριοθετούν ένα παραλληλόγραμμο στα δυο τρίτα του πίνακα. Έπειτα ονομάτισε το κάθε βαζάκι και είπε στη φίλη της να βουτήξει το πινέλο της στο τυρκουάζ. «Σήμερα θα ασχοληθούμε με τον καταρράκτη. Επειδή το έργο μας είναι λίγο δύσκολο και θα πρέπει να οριοθετούμε κάθε φορά την περιοχή στην οποία θα ζωγραφίζεις, θα αφήνουμε κάποιες ώρες για να στεγνώνει το χρώμα». «Ναι, αλλά εγώ βιάζομαι», της απάντησε χαμογελώντας η Μαργαρίτα. «Κι εγώ. Μη με παρεξηγείς, αλλά πρέπει να τελειώσω τη δουλειά που θα παρουσιάσω στην έκθεση κι έχω ξεμείνει από ιδέες».
Η Μαργαρίτα έμεινε για λίγο σκεφτική. «Έχω να σου προτείνω κάτι που μπορεί να σε βοηθήσει». «Σαν τι δηλαδή;». Τα μάτια της Άννας είχαν γουρλώσει ασυναίσθητα και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Η φίλη της εξαφανίστηκε για κάμποση ώρα στο δωμάτιό της απ’ όπου ακούγονταν θόρυβοι που θα έπαιρνε κανείς όρκο ότι προέρχονταν από πράγματα που έσπαγαν. Ένα φθαρμένο υφασμάτινο μπαουλάκι και δυο χάρτινα άλμπουμ με φωτογραφίες εκπόρθησαν διακοσμητικά αντικείμενα, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος ενός γυάλινου τραπεζιού. «Ο πατέρας μου είχε δυο αδυναμίες: εμένα και τη φωτογραφία. Τη μητέρα μου δεν κατάλαβα γιατί την παντρεύτηκε. Δεν ταίριαξαν ποτέ. Εκείνος χαμογελούσε και μου ’λεγε ότι δεν ήξερα τι μου γίνεται κι ότι δυο άνθρωποι δεν χρειάζεται να συμφωνούν για να είναι μαζί. Εμένα μου φαινόταν ότι αυτό το ζευγάρι αποτελούσε τον ορισμό της διαφωνίας. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Η φύση της δουλειάς του, ήταν πωλητής και ταξίδευε απ’ άκρη σ’ άκρη για λογαριασμό μιας εταιρίας σχολικών ειδών και βιβλίων, του ’δινε τη δυνατότητα να έχει περασμένη μονίμως στον ώμο μια γιαπωνέζικη μηχανή που είχε αγοράσει το ’70 από κάποιο πελάτη που είχε, εκτός από χαρτικά, κι ένα μαγαζί με φωτογραφικά. Ο έμπορος αυτός ήταν δεινός φωτογράφος και κάθε φορά που πήγαινε στην πόλη για δουλειά τού παρουσίαζε πολύχρωμα τοπία και πορτραίτα που είχε τραβήξει». Κάπως έτσι είχε κολλήσει κι ο πατέρας της το «μικρόβιο». Κάπως έτσι στο μυαλό του σφηνώθηκε η έντονη επιθυμία να αποτυπώσει ένα μέρος απ’ αυτά που έβλεπε στις εξορμήσεις του ανά την Ελλάδα. Όταν επέστρεφε, ήθελε να τα περιγράφει στην κόρη του με κάθε λεπτομέρεια κι έχοντας μπροστά του απτές τις εικόνες, να ταξιδεύει και πάλι μαζί της στα μέρη που επισκέφθηκε, στους ανθρώπους που γνώρισε. Κι ήταν πολύ καλός στο να περιγράφει. Μ’ αυτό τον τρόπο έθρεψε και τη δική της φαντασία, μαζί και τη δίψα που ανέπτυξε για ατέρμονες περιπλανήσεις οπουδήποτε εκτός οικογενειακής εστίας. Κάτι που αποτέλεσε μόνιμη αιτία σύγκρουσης με τη μητέρα της, που δεν έπαυε να προβάλλει την αναπηρία της, όπως τη χαρακτήριζε, ως δικαιολογία για να αναβάλλονται τα μεγαλόπνοα σχέδιά της. Ήταν όμως ζήτημα χρόνου. Η πρώτη εκδρομή ήρθε στα δεκαπέντε και από τότε δε σταμάτησε ποτέ ν’ αναζητά ευκαιρίες για να φεύγει. Τα υπόλοιπα ήταν απλώς ιστορία καταγεγραμμένη σε ολόκληρους τόμους από αναμνηστικά και άλμπουμ. Ένα απ’ αυτά τα άλμπουμ άνοιγε τώρα η Άννα και η πρώτη φωτογραφία στην
οποία σταμάτησε η ματιά της ήταν ένας έρημος δρόμος που χανόταν ανάμεσα σε δυο πλαγιές, μ’ ένα γάιδαρο να χάσκει στο πουθενά, στο αριστερό μέρος της εικόνας. Έμοιαζε σα να ήταν εκείνος στον οποίο ανήκε όλη αυτή η γη και πόζαρε αδιάφορα σα να της έλεγε: «Βλέπεις; Όλα αυτά είναι σπίτι μου... Κάνε ό,τι έχεις να κάνεις και δίνε του, μ’ ενοχλείς». Κάνοντας αυτόν το συνειρμό, το ενδιαφέρον της για τις εικόνες που κρυβόντουσαν στις υπόλοιπες σελίδες, φούντωσε. Οι ώρες κρύφτηκαν πίσω απ’ τις ιστορίες, τα σχόλια και τη φαντασία και για άλλη μια φορά το σκοτάδι τύλιξε τις δυο φίλες. «Πες μου γι ‘αυτό τον φίλο σου που σ’ έκανε άνω κάτω και έφυγε...» της ζήτησε στο τέλος η Άννα, ενώ είχαν ξεμείνει από λέξεις για κάμποση ώρα τώρα και το κενό που είχε μπει ανάμεσα τους απειλούσε να μετατραπεί σε νύστα. «Δεν μου είναι και πολύ εύκολο να μιλάω για αυτόν». Η Άννα όμως επέμεινε. «Ο Πάρης έπασχε από προσωρινή τύφλωση. Κανείς δεν έμαθε πώς το έπαθε και γιατί. Ο ίδιος υποστήριζε ότι ξύπνησε ένα πρωί με μια θολούρα στο ένα μάτι, η οποία σιγά σιγά και μέσα σε λιγότερο από δυο ώρες σκοτείνιασε και το άλλο. Πήγε σε νοσοκομεία, γιατρούς... Έφυγε στο εξωτερικό, αλλά άκρη δεν βρέθηκε. Τη μέρα που αποφάσισε να επισκεφθεί το σύλλογο τυφλών, γινόταν ένας γάμος μεταξύ δυο μελών στην άλλη άκρη της πόλης. Ένα πούλμαν ετοιμαζόταν να μεταφέρει τους προσκεκλημένους στο χώρο της τελετής και χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκε κι εκείνος μαζί και κάθισε δίπλα μου. Συνηθισμένη απ’ το τελετουργικό γνωριμίας που εφαρμόζω σ’ όλους, του ’πιασα πρώτα τον ώμο και μετά το δεξί του χέρι, του είπα ότι δεν τον γνώριζα και τον ρώτησα το όνομά του. “Πρέπει να το συνηθίσω αυτό”, μου είχε πει τότε. “Είναι εντυπωσιακό να μπορείς να αναγνωρίζεις τον άλλο με την όσφρηση και την αφή”. “Όχι, για έναν τυφλό είναι μάλλον αυτονόητο θα έλεγα. Εσείς όμως για να τα λέτε αυτά, θα πρέπει να βλέπετε. Πώς λοιπόν και βρεθήκατε μαζί μας;”. Ο Πάρης τότε ξεκίνησε να μιλάει για τον εαυτό του και συνέχισε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Μιλούσε για τη ζωή του λίγο πριν χάσει το φως του αλλά και γι’ αμέσως μετά, παραθέτοντας πετυχημένα και μερικά κωμικά περιστατικά απ’ το διάστημα προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα, σα να είχε ανάγκη να φανεί αρεστός, προκαλώντας μου γέλιο. Ήταν τόσο προφανές, που όντως χαμογελούσα με την άμεση προσέγγισή του. Και η φλυαρία δεν έλεγε να
σταματήσει ούτε κατά τη διάρκεια της τελετής. “Ξέρεις, τα σχόλιά σου θα ηχογραφηθούν”, του είπα χαμηλόφωνα εν μέσω ψαλμωδιών. “Αλήθεια;” έκανε δήθεν έκπληκτος. “Από ποιόν;”. “Από ποιους θες να πεις”, τον διόρθωσα. “Μα από σχεδόν όλους τους παρευρισκόμενους. Εμείς φέρνουμε τα κασσετοφωνάκια μας και ηχογραφούμε τα μυστήρια. Οι “άλλοι” τα βλέπουν στο βίντεο. Φαντάσου την εκκλησία με πιστούς που βάζουν-βγάζουν κασέτες, πατάνε κουμπάκια. Ε, βρίσκεσαι ανάμεσα τους…”. Τότε εκείνος, χωρίς προειδοποίηση, μου ’πιασε τον ώμο κι έσκυψε για να με φιλήσει στο λαιμό. “Είσαι πολύ καλή”, μου είπε. “Ναι, ίσως, αλλά αυτό δεν με κάνει εύκολη”. Τον έσπρωξα λίγο και με γρήγορες κινήσεις χάθηκα ανάμεσα στους καλεσμένους. “Κυνηγητό μες στο σκοτάδι. Περίφημα”. Η φράση βγήκε πιο δυνατά απ’ ό,τι θα ’θελε και για μερικά δευτερόλεπτα η λειτουργία σταμάτησε. Τον άφησα να τριγυρνάει άσκοπα έξω απ’ το ναό. Οι υπόλοιποι είχαν φύγει για τη δεξίωση. Όταν πια αισθάνθηκα ότι είχε απογοητευθεί, του ’πιασα το χέρι και του είπα: “Έλα, πάμε. Κέρδισες”. “Πως; Τι;” “Άστο, είσαι νέος ακόμα σ’ αυτό. Οι εκ γενετής έχουμε το πλεονέκτημα. Με τον καιρό θα μας βρίσκεις πιο εύκολα. Κι εμάς και τους άλλους”. “Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι άλλοι. Εσύ μόνo”. “Καλά, εντάξει. Πάμε τώρα, γιατί θα πεις κι άλλες βλακείες”. Εκείνο το βράδυ πέρασα υπέροχα. Καθίσαμε μαζί στο τραπέζι, φάγαμε, χορέψαμε...». Η Μαργαρίτα σταμάτησε. «Κι ύστερα;» την παρότρυνε η Άννα. «Ξαναβγήκατε;». Η Μαργαρίτα έκανε μια κίνηση κι έβγαλε απ’ το λαιμό της ένα ασημένιο μενταγιόν που πάνω του είχε χαραγμένο ένα δεντράκι.
«Το βλέπεις; Έχει κι εκείνος ένα ίδιο ή τουλάχιστον είχε. Μου το χάρισε λίγο πριν από την πρώτη του εξαφάνιση». Ο Πάρης εξαφανίστηκε για ένα μεγάλο διάστημα. Μήνες πέρασαν και η Μαργαρίτα συμβιβάστηκε με την ιδέα ότι το βράδυ εκείνο αποτελούσε μια ιδιαίτερη ανάμνηση σαν κι αυτές που πονούν και εμφανίζονται απρόοπτα, σπάνια, και πάντα σε στιγμές αδυναμίας. Εξάλλου, η ζωή της δεν πρόλαβε να εκτροχιαστεί, κόβοντας δρόμο απ’ τις ανηφόρες και τα δύσκολα περάσματα... Ήταν μια σύντομη παράκαμψη μέχρις ότου ένα πρωινό το κουδούνι του σπιτιού της ήχησε επίμονα και στο κατώφλι της εισόδου απλώθηκε η μυρωδιά του Πάρη. Η συνάντηση είχε την ίδια ορμή με την πρώτη τους γνωριμία. Εκείνος παρέκαμψε τις αρχικές αντιρρήσεις της Μαργαρίτας με τον πιεστικό αλλά γοητευτικό χαρακτήρα του και τ’ όνειρο ξεκίνησε από κει που είχε σταματήσει, σα να είχαν μεσολαβήσει μονάχα μερικά άγονα εικοσιτετράωρα. Ένα μήνα αργότερα, ύστερα από αμέτρητες βόλτες, ατελείωτες ώρες συζητήσεων κι ένα μεγάλο ταξίδι με φίλους στην Ευρώπη, ο Πάρης εξαφανίστηκε πάλι. Αυτήν τη φορά για τα καλά. Η δικαιολογία που χρησιμοποιούσε κάθε φορά που η Μαργαρίτα τον ρωτούσε επίμονα γιατί είχε φύγει έτσι ξαφνικά την πρώτη φορά, ήταν ότι ήθελε να βρει τον εαυτό του μέσα στο σκοτάδι. Να κινείται, να εξυπηρετείται, να λειτουργεί μόνος του δίχως να εξαρτάται από κανέναν, έτσι ακριβώς όπως είχε μάθει να ζει δηλαδή όταν έβλεπε. Η δεύτερη και οριστική του φυγή ακόμα και τώρα παρέμενε άλυτο μυστήριο γι’ αυτούς που τον γνώρισαν. Την άλλη μέρα το πρωί, η Άννα ξύπνησε με μια περίεργη μυρωδιά να γαργαλάει τη μύτη της. Ένα εκατοστό πιο κει την παρατηρούσε ένα θολό μαύρο μηχανικό ζώο. Έπιασε τη φωτογραφική μηχανή και τη ζύγισε στη μακριά της παλάμη. Μύριζε κλεισούρα. Μια κασέτα ήταν δίπλα στο μαξιλάρι του κρεβατιού. Σηκώθηκε, με το ξενύχτι να απλώνεται γρήγορα στο λεπτό της κορμί, έριξε μια ματιά στο ξεσκέπαστο ρολόι με τους εκτεθειμένους δείκτες που ακουμπούσε σε ένα ξύλινο επιπλάκι και πάτησε το κουμπί της αναπαραγωγής. Η φωνή της Μαργαρίτας ακούστηκε βραχνή και νυσταγμένη. Την ευχαριστούσε για την υπέροχη βραδιά που είχαν περάσει μαζί μα είχε έρθει ο καιρός να λείψει για λίγες μέρες. Θα πήγαινε να επισκεφθεί μια φίλη της σε ένα χωριό της Πελοποννήσου. Η απόφασή της ήταν ξαφνική. Πίστευε ότι με την παρουσία της, η Άννα καθυστερούσε τη συνέχιση της δουλειάς που είχε να ετοιμάσει για την επερχόμενη έκθεση και ήξερε πως αν περίμενε μέχρι το πρωί για να τη χαιρετήσει, η Άννα δεν θα το παραδεχόταν και θα την εμπόδιζε να φύγει.
Έφευγε λοιπόν χωρίς άλλη κουβέντα μα της άφηνε πίσω για παρέα την παλιά μηχανή του πατέρα της μαζί με τα άλμπουμ, ελπίζοντας ότι θα τη βοηθούσαν στις δημιουργίες της. Α, και να μην ξεχνούσε να έρθει σε επαφή με τον αδερφό της. Οι διαφορές τους έπρεπε να λυθούν. Όταν επέστρεφε μάλιστα, θα ήθελε να μάθει και δικά του νέα, μια κι ήταν βέβαιη πως θα ακολουθούσε τη συμβουλή της. Η Άννα κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο δυο κοριτσάκια που κυνηγιόντουσαν στο απέναντι μπαλκόνι. Έπιασε να τα παρατηρεί μέχρι που το μυαλό της φάνηκε να παραλείπει απ’ το εικονικό κάδρο τα κτίρια, τους δρόμους και ν’ αφήνει μονάχα τις δυο λεπτές υπερκινητικές φιγούρες να ενσαρκώνουν το ρόλο εκείνης και της Μαργαρίτας σε μια παιδική ηλικία που ποτέ δεν υπήρξε. Έγειρε το κεφάλι προς τα κάτω σαν υπνωτισμένη και συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ακόμα τη φωτογραφική μηχανή. Σημάδεψε κι άφησε το κλείστρο να αιχμαλωτίσει μια στιγμή που ακύρωνε τη δική της εκδοχή. Ντύθηκε, πέρασε τη μηχανή απ’ το λαιμό της και βγήκε έξω στο χειμωνιάτικο ήλιο να περπατήσει. Μερικά «κλικ» αργότερα συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει να ελέγξει αν είχε μέσα φιλμ. Η ρουτίνα της φωτογραφικής περιπλάνησης σε μέρη μέσα και έξω απ’ την πόλη θα τη συνόδευε κάθε μέρα από δω και πέρα, ενσωματώνοντας τη μηχανή στην ταυτότητά της. Τόσο, που κάποιες στιγμές αναρωτιόταν μήπως πλέον ήταν περισσότερο φωτογράφος παρά ζωγράφος. Οι πίνακες που ετοίμαζε ήταν ένα συνονθύλευμα από δικές της λήψεις και στιγμιότυπα του πατέρα της Μαργαρίτας, δοσμένα μέσα σε άπλετο φως. «Σαν ξεθωριασμένα είδωλα κάτω απ’ τον ήλιο της ερήμου», έλεγε όταν καθόταν και τα παρατηρούσε. Αισθανόταν περήφανη για το αποτέλεσμα, τυχερή για τη γνωριμία με την τυφλή φίλη της, έτοιμη να αντιμετωπίσει το κοινό και τους συναδέλφους της. Το μόνο που την απασχολούσε τώρα ήταν αν θα επέστρεφε η Μαργαρίτα εγκαίρως για να της παρουσιάσει τα έργα της και να την προσκαλέσει στην έκθεση που θα ξεκινούσε σε λίγες μέρες στη συμπρωτεύουσα. Δίχως να καταλάβει, είχαν περάσει δεκαπέντε μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν είχε δει κανένα φίλο ή γνωστό της. Ο κύριος Παντελής, ιδιοκτήτης του φωτογραφείου και η Μάρθα, που δούλευε ταμίας σε μια υπεραγορά, ήταν οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους αντάλλαζε πάνω από δυο κουβέντες. Τώρα που η δουλειά είχε πάρει την τελική της μορφή αισθάνθηκε και πάλι την ανάγκη να επαναφέρει την κοινωνικότητα της στο επίπεδο που την είχε αφήσει.
Ήταν κι εκείνη η σιωπηρή υπόσχεση που είχε δώσει στην… κασέτα! Να βρει τον αδερφό της. Οι πρώτες της προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Το νούμερο του τηλεφώνου είχε αλλάξει ιδιοκτήτη, το διαμέρισμα ήταν ξενοίκιαστο και η ιδιοκτήτρια δεν είχε ιδέα πού είχε πάει. Έπρεπε να μιλήσει με τους γονείς της. Αναπόφευκτο. Ήξερε βέβαια ότι χρειαζόταν να υπομείνει πρώτα το κήρυγμά τους, μιας και ήταν εξαφανισμένη εδώ και καιρό απ’ τα εγκόσμια, δίχως να τηρεί ούτε τα στοιχειώδη. «Ούτε ένα τηλεφώνημα να μάθει τι κάνουν... Στην τράπεζα ωστόσο δεν παρέλειπε να πηγαίνει κάθε πρώτη του μήνα και να εισπράττει το χαρτζιλίκι της». Αυτή θα ήταν μια απ’ τις πρώτες κουβέντες που θα επιστράτευε η μητέρα της για να την υποδεχθεί. Την κατσάδα την αναλάμβανε εξ ολοκλήρου εκείνη, αφού ο πατέρας της κρυβόταν συνήθως πίσω από κάποια αθλητική εφημερίδα μέχρι να αποφασίσει να ανοίξει το στόμα του και να την καλωσορίσει. Λίγο μετά την καταιγίδα. Ήταν καιρός να τα υπομείνει όλα αυτά. Δείχνοντας όμως ενδιαφέρον για τον αδερφό της, η σκωπτική αντιμετώπιση της μητέρας της έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, έδειξε ολιγόλεπτο ζήλο για την καλλιτεχνική της πορεία και έπειτα αναλώθηκε στα επιτεύγματα του γιού της. Ο Κώστας, διευθύνων στέλεχος, ο Κώστας στο εξωτερικό, ο Κώστας από δω, από κει... «Με καμιά κοπέλα βγαίνει;» τη διέκοψε η Άννα. Το ρολόι μαρτυρούσε 30 λεπτά ακατάπαυστης ομιλίας, δίχως η ίδια να έχει καταφέρει να αποσπάσει ακόμα τα στοιχεία που επιθυμούσε. Έπρεπε να δράσει. Η ερώτηση της έμεινε μετέωρη για λίγο πάνω απ’ τα ογκώδη έπιπλα του σαλονιού μέχρι να ακουστεί η βαριεστημένη φωνή του πατέρα της: «Μπα, αυτός κοιμάται με το χρήμα κορίτσι μου» και πριν προλάβει να χαμογελάσει πρόσθεσε «... κι εσύ με τα πινέλα. Χλωμό το βλέπω για εγγονάκια στο μέλλον. Πιο εύκολα θα πάρει η ΑΕΚ πρωτάθλημα παρά...». Ο στόχος είχε επιτευχθεί. Η μητέρα της σταμάτησε, ο μπαμπάς πέταξε την εξυπνάδα του κι εκείνη με δυο ερωτήσεις είχε πάρει αυτό που ήθελε, αφήνοντας πίσω της το σπίτι στην ίδια ησυχία που είχε πριν χτυπήσει το μπρούτζινο ρόπτρο της εξώπορτας. Στο διαμέρισμα όπου έμενε ο αδερφός της δεν υπήρχε ρόπτρο. Ήταν μια μοντέρνα πόρτα ασφαλείας, βαμμένη πράσινη, με καμιά δεκαριά σύρτες κι ένα μάτι που έμοιαζε με μεγεθυντικό φακό. Το κουμπί για το κουδούνι κόλλησε στο πλαίσιο που το περιέβαλε, προκαλώντας αλλεπάλληλα ηχητικά κύματα που θα έσπαγαν τα νεύρα ακόμα και σε πολύπειρο δάσκαλο ασιατικής φιλοσοφίας,
πόσο μάλλον στον ευερέθιστο Κώστα. Ευτυχώς, το βάρος της πόρτας απέτρεπε τυχόν καρτουνίστικα ξεχαρβαλώματα κι έτσι το μόνο που κατάφερε να φθάσει απ’ τη δύναμη με την οποία την άνοιξε, ήταν ένα ελαφρύ αεράκι απ’ το αποστειρωμένο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Κώστας απ’ τα νεύρα του δεν είχε προλάβει να κοιτάξει απ’ το ματάκι και τώρα έστεκε εμβρόντητος μπροστά απ’ την ασυνήθιστα καλοντυμένη αδερφή του. «Εσύ; Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε από δω;» την ειρωνεύτηκε. «Αχ, έλα, μην αρχίζεις. Δεν ήρθα για να μαλώσουμε». «Αλλά γιατί ήρθες τότε; Άσε με να μαντέψω. Σου τελείωσαν τα λεφτά, πήγες απ’ τους δικούς μας και δεν πήρες μια. Δεν το ’βαλες κάτω όμως και...». «Τίποτα απ’ όλα αυτά. Ήρθα για ανακωχή. Ξέρω, δεν πρόκειται να αγαπηθούμε απ’ την πρώτη στιγμή, αλλά σκέφτηκα ότι πρέπει να προσπαθήσουμε. Είμαστε αδέρφια». «Έλα, πέρασε μέσα», της είπε, διακόπτοντας για λίγο την κουβέντα. Το διαμέρισμα ήταν μια ξεχειλωμένη έκδοση του παλιού του δωματίου. Σαν ένα μεγάλο μπάνιο με λευκό πλακάκι απλωμένο απ’ άκρη σ’ άκρη, τοίχους βαμμένους σε δυο τόνους πιο ανοιχτό πράσινο και κακόγουστα διακοσμητικά αντικείμενα από μέταλλο και πλαστικό. Η Άννα κάθισε σ’ ένα δερμάτινο καναπέ. «Πώς σου φαίνεται; Θα σου έπαιρνε λίγο παραπάνω χρόνο για να το διαλύσεις, έτσι δεν είναι;» της είπε χαμογελώντας βεβιασμένα. «Βλέπεις, δεν ξεχνάω». «Το θέμα δεν είναι αν θα ξεχάσουμε. Δεν έχουμε να μοιράσουμε κάτι πια. Ο καθένας κάνει τη ζωή του, χωρίς να επηρεάζει με τις επιλογές του τον άλλο». «Εδώ κάνεις λάθος. Εμένα οι επιλογές σου με επηρεάζουν ή μάλλον με εξοργίζουν. Και δεν μπορώ να τις παραβλέψω και να κάνω ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Άσε που πιστεύω ότι ένα χέρι ξύλο θα σε συνέτιζε. Για να μη σου ξαναμπεί η ιδέα να κάνεις ζημιά και σε κανένα άλλο σπίτι». «Α, ναι; Το ίδιο τότε θα έπρεπε να ισχύει και για σένα. Εσύ μάλλον είσαι πολύ πιο επικίνδυνος. Γιατί θεωρείς τον εαυτό σου πρότυπο για όλους εμάς τους υπόλοιπους κι αλίμονο σ’ όποιον δεν συμφωνεί μαζί σου». «Άκου Άννα. Δεν νομίζω ότι ήταν και τόσο καλή η ιδέα σου να ’ρθεις εδώ, μέσα
στο σπίτι μου και να μου αραδιάζεις όλες αυτές τις μαλακίες περί αδερφοσύνης». Ο Κώστας φώναζε κι έσπρωχνε ήδη την Άννα προς την έξοδο. «Είσαι ηλίθιος», του είπε κι έκανε να φύγει. Εκείνος της έπιασε το μπράτσο, της τράβηξε πίσω τα μαλλιά και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι που την έκανε να χάσει την ισορροπία της. Ακόμα κι όσο βρισκόταν κάτω, εξακολουθούσε να την κλωτσά με μανία και να τη βρίζει. Έπειτα την έσυρε και την έβγαλε έξω με το ζόρι, κλειδώνοντας τους πέντε απ’ τους δέκα σύρτες του. Οργισμένη, με το μάγουλο στα κόκκινα, με σημάδια από δάχτυλα στο πρόσωπο και στο μπράτσο και με μελανιές που δεν είχαν ακόμα παρουσιαστεί στο κορμί της, κοπανούσε και κλωτσούσε ότι έβρισκε μπροστά της, ενώ δάγκωνε το στόμα της απ’ τον πόνο μέχρι που έφθασε στη στάση του λεωφορείου. Μπροστά της, δυο νεαροί άκουγαν μέσα απ’ τα ακουστικά τους Άϊρον Μέιντεν και αυτοσχεδίαζαν πάνω σε εικονικές κιθάρες. Ένιωσε την ενέργειά τους, θετική και στέρεα, να την ανακουφίζει και να εγκλωβίζει το μίσος της στα ενδότερα του σώματός της. Κάθισε στο παγκάκι της στάσης κι άφησε ένα μεγάλο αριθμό από κακές σκέψεις να θολώσουν το μυαλό της. «Πώς μπορεί να νιώθει κανείς αληθινό μίσος για το αίμα του; Μαργαρίτα τ’ ακούς;» ούρλιαξε μέσα της. «Πού είσαι;» Το ίδιο βράδυ είχε αποφασίσει να πάει στο μπαρ όπου δούλευε η Δάφνη. Ήθελε να την ευχαριστήσει για άλλη μια φορά που της βρήκε στέγη και μάλιστα μια στέγη τόσο δημιουργική. Επιπλέον ήθελε να μοιραστεί κι όσα της είχαν συμβεί. Μόνο που η φίλη της δεν βρισκόταν πια πίσω απ’ την μπάρα για να ετοιμάζει με τρελό κέφι ποτά στους θαμώνες, χορεύοντας και κουνώντας τα μεταλλικά αμπαζούρ που κρεμόντουσαν σε μικρή απόσταση απ’ το κεφάλι της. «Έφυγε», της είπε ξερά κάποιος που δούλευε εκεί. «Θέλω να με βοηθήσεις», του είπε, «να μου κάνεις μια χάρη». «Σαν τι;» της απάντησε εκείνος φουσκώνοντας το κορμί του αυτάρεσκα και προσθέτοντας «θα πρέπει όμως να μου κάνεις κι εσύ μετά άλλη μια …». Την άλλη μέρα είδε τη Δάφνη ακουμπισμένη πάνω στη γυάλινη δίφυλλη πόρτα τής εισόδου της πολυκατοικίας, με μια βαλίτσα στα πόδια της, να την περιμένει. «Τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησε αφού την αγκάλιασε σφιχτά. «Σ’ έψαχνα...» της απάντησε εκείνη, ρουφώντας τη μύτη της, προσπαθώντας να υποβαθμίσει ένα δάκρυ. «Πέρασα άσχημα. Δεν έχω πού να πάω».
«Πάμε μέσα». Σήκωσαν μαζί τη βαλίτσα και μπήκαν. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της Δάφνης σα να είχαν χάσει τη λάμψη τους. Η σβελτάδα των κινήσεών της είχε δώσει τη θέση της σε μια παραδομένη νωχελικότητα. Ούτε δυο εικοσιτετράωρα δεν είχαν περάσει από τη στιγμή που πάλευε να διώξει πάνω απ’ το κορμί της τον εργοδότη της και να ξεχυθεί στους δρόμους γεμάτη αηδία και φόβο. Σωριάστηκε στον καναπέ, ενώ το βλέμμα της περιπλανήθηκε για λίγο στο εσωτερικό του σπιτιού. «Πέρασα χθες βράδυ απ’ το μπαρ και δεν σε βρήκα». «Μήπως σ’ ακολούθησε κανείς;» τη ρώτησε τρομαγμένη. «Όχι. Δηλαδή δεν είμαι και σίγουρη. Δεν είχα και το νου μου». «Με βίασε. Το αφεντικό μου. Ήθελε να του δουλεύω και να του κάθομαι κι από πάνω. Με κάλεσε στο γραφείο του για να μου αναθέσει κι άλλες αρμοδιότητες τάχα μου. Είχε σουτάρει το προηγούμενο αμόρε, αφού το βαρέθηκε, κι έψαχνε για ανανέωση το καθίκι. Και για να καταλάβεις πόσο άνανδρα μου φέρθηκε μου τράβηξε μια μπουνιά για να με καταφέρει. Αλλά...». Η σκηνή είχε ζωντανέψει ξαφνικά και τόσο έντονα μπροστά της που ένιωσε μυρωδιές κι αισθήσεις να παραγεμίζουν τον άγνωστο χώρο, κάνοντας τη να ξεσπάσει τελικά σε κλάματα. Η Άννα, δίχως να μιλήσει, την πήρε αγκαλιά και περίμενε. Κι ο δικός της νους όμως έτρεξε σε μονοπάτια που πονούσαν. Εντάξει, μπορεί εκείνη να μην την είχαν βιάσει, αλλά δεν ήταν και λίγο αυτό που είχε συμβεί το προηγούμενο απόγευμα με τον αδερφό της. Την είχε σπάσει στο ξύλο, δίχως λόγο κι αιτία, είχε κοντέψει να τη σακατέψει για τα καλά, με μια μανία που ήταν ανεξήγητη κι ίσως να σήκωνε και πολλές ερμηνείες, που όμως τώρα δεν είχε καμία διάθεση να επιχειρήσει. Η σκέψη της πλανιόταν για κάμποση ώρα, με τη Δάφνη να σπαρταράει στα χέρια της, μέχρις ότου ένα μακρόσυρτο κουδούνισμα να στριφογυρίσει την πραγματικότητα στη θέση της. «Περιμένεις κανένα;» ρώτησε η Δάφνη. Το θυροτηλέφωνο άνοιξε κι ακούστηκε μια γνώριμη ανδρική φωνή. «Άννα, ο Αλέξης είμαι, μήπως είναι η Δάφνη επάνω;». Η Δάφνη έκανε νόημα στη φίλη της. «Όχι, Αλέξη. Έχω καιρό να τη δω. Όλα καλά;». «Εεε … ναι, ναι. Καλά, άμα τη δεις πες ότι την ψάχνω». Το απότομο «κλικ» του θυροτηλέφωνου σήμανε το
τέλος μιας ανεπιθύμητης, όπως φαινόταν, συνομιλίας, την οποία βέβαια δεν ήξερε κατά πόσο είχε πιστέψει ο Αλέξης. Η αλήθεια ήταν πως δεν την ένοιαζε κιόλας. «Ναι, τώρα ξύπνησε κι αυτός. Όταν έμαθε για το βιασμό, το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να βρει τον Θωμά, το αφεντικό μου, και να τον δείρει. Όλη μου η ταραχή, η ανησυχία πέρασε απ’ το ένα αυτί και βγήκε απ’ το άλλο. Δεν θέλω να τον ξαναδώ. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Είναι αλλού. Στον κόσμο του». «Στο ’χα πει ότι ο Αλέξης είναι παράξενος. Είναι άπειρος, φαινόταν άλλωστε». Η Δάφνη γέλασε. Και ύστερα την έπιασε υστερία και δεν σταματούσε. «Μα τι είπα και σου άρεσε τόσο πολύ;». «Μπα, δεν είναι μόνο αυτό που είπες. Φταίνε και τα νεύρα μου που έχουν σπάσει. Αλλά αφού ρωτάς. “Είναι άπειρος…”. Κι εσύ βρε που έχεις να δεις άντρα με το κιάλι και από σχέσεις αμφιβάλλω αν έχεις κάνει ποτέ; Τον έκοψες αμέσως έ;». Η Άννα κοκκίνισε λίγο. «Δεν χρειάζεται να ’χεις πολλές εμπειρίες για να τα καταλάβεις αυτά. Διαίσθηση μόνο. Να, δεν βλέπεις που ούτε καν επέμενε να ανέβει; Άλλος στη θέση του θα ήταν κιόλας απέξω και θα χτυπούσε για να του ανοίξω να δει μπας και του λέω ψέματα». «Καλά καλά, δεν επιμένω. Μου ’φτιαξες το κέφι πάντως. Τα κατάφερες πάλι. Έπρεπε να είχα έρθει σε σένα κατ’ ευθείαν και όχι στον άλλο το χαζό. Τον άπειρο που λες κι εσύ». Μόλις τέλειωσε τη φράση της, την έπιασαν τα γέλια και πάλι. «Έλα να σου δείξω τους πίνακες μου. Είμαι έτοιμη, το πιστεύεις; Για πρώτη φορά τελειώνω κάτι, δίχως να με κυνηγάει ο χρόνος». «Μα εσένα δεν σε κυνηγάει πια ο χρόνος. Τα ’χει παρατήσει». Η Δάφνη μπήκε στο δωμάτιο όπου ήταν τοποθετημένοι πάνω σε καρέκλες και σκαμνιά, σχηματίζοντας κύκλο, εννέα πίνακες. «Και οι τίτλοι; Πώς τους ονομάζεις;» τη ρώτησε, καθώς τους παρατηρούσε με προσοχή έναν έναν.
«Δεν έχω ξεχωριστούς τίτλους. Μόνο έναν για όλους. Για όλο το έργο μου: “Φως”. Η Δάφνη δεν έψαχνε να βρει τι κρυβόταν πίσω απ’ τους καμβάδες. Τη ρώτησε ευθέως κι άφησε τη φίλη της να της εξηγήσει πόσο είχε επηρεαστεί από τη συμβίωσή της με τη Μαργαρίτα, από τα βιώματα, την ιδιαιτερότητά της και τις φωτογραφίες του πατέρα της. Και πού ήταν η συγκάτοικος της τώρα; «Μακάρι να ’ξερα. Κάπου στον Μοριά και χαίρεται τη φύση. Δεν θα την περιμένω όμως. Πρέπει να φύγω μεθαύριο. Θέλεις να ’ρθεις;». «Μπα, όχι. Δεν έχω όρεξη και γι’ άλλες μετακινήσεις. Μου φτάνει που ψάχνω εδώ για να βρω κάπου να μείνω. Δεν μπορώ να είμαι όλη την ώρα με μια βαλίτσα στο χέρι. Θέλω να βρω ένα κατάδικό μου χώρο και λίγη ησυχία. Και βέβαια μια νέα δουλειά». Η Άννα κατεύθυνε τη φίλη της στον τελευταίο πίνακα που είχε φτιάξει. «Σου θυμίζει κάτι;». Η Δάφνη παρατήρησε προσεκτικά τα σχήματα και τις φιγούρες που διαγράφονταν μέσα από τ’ αχνά χρώματα που είχε χρησιμοποιήσει η Άννα. Η αλήθεια ήταν ότι όλο της το έργο φαινόταν σαν μια σειρά από υπερφωτισμένες φωτογραφίες – δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις λεπτομέρειες σε πρόσωπα και πράγματα. «Αυτός που βλέπεις να διασχίζει το δρόμο, εκεί, κάπου στο βάθος, με ένα δίσκο στο χέρι είναι ο Αλέξης!». Ύστερα από λίγο έβγαλε μια φωτογραφία από ένα φάκελο και της την έδειξε. «Η έμπνευσή μου για τον ένατο πίνακα». «Τελικά, σε κάτι φάνηκε χρήσιμος αυτός ο άνθρωπος. Πάλι καλά...» της έκανε η Δάφνη. «Μέχρι να επιστρέψει η Μαργαρίτα, μείνε μαζί μου. Έχουμε τρεις μέρες μπροστά μας ώσπου να φύγω. Θα ψάξουμε για σπίτι κι αν δεν βρούμε κάτι, θα κοιμηθείς εδώ. Στο μεταξύ, ελπίζω να ’χει δώσει σημάδια ζωής, για να την ενημερώσω σχετικά. Δεν θα ’χει πρόβλημα, πίστεψε με. Κατά βάθος, τη θέλει μια καλή παρέα. Α, και να μην της ανακατεύεις το σπίτι φυσικά. Για να καταλάβεις πόσο καλόβολη είναι, σηκώθηκε κι έφυγε για να μη μ’ εμποδίζει». «Θα κατάλαβε ότι είσαι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής. Γι’ αυτό έφυγε!» της είπε σκανταλιάρικα η Δάφνη, που λες και μέσα από το συνεχές πείραγμα της φίλης της, είχε βρει ένα γλυκό τρόπο ανακούφισης των νωπών πληγών που
ακόμα πονούσαν το σώμα και το κορμί της. Ήταν ξημερώματα Κυριακής όταν το ξυπνητήρι σήμανε το τέλος ενός τριήμερου γεμάτου περιπλανήσεις, γενναίες δόσεις καφεΐνης και βραδινές συζητήσεις συντροφιά με κρασί. Η Δάφνη είχε βρει σπίτι και η παραμονή της στον καινούργιο χώρο θα ξεκινούσε το ίδιο απόγευμα. «Ξύπνα, ξύπνα, θα χάσεις το τρένο. Α, μα εσύ δεν σηκώνεσαι με τίποτα. Κανόνια να βαράνε …». Με τα χίλια ζόρια η ζωγράφος σηκώθηκε και ντύθηκε όπως όπως, ενώ η Δάφνη είχε ήδη καλέσει ταξί για να την πάει στο σταθμό. Το τηλέφωνο κουδούνισε επίμονα. Η Άννα έσπευσε να το σηκώσει σκεπτόμενη ότι μπορεί να ήταν η Μαργαρίτα. Μια βαριά φωνή ακούστηκε απ’ την άλλη άκρη της γραμμής. «Έγινε αυτό που ήθελες. Πότε θα βρεθούμε για την “πληρωμή” μου;». «Θα σε πάρω εγώ», του είπε και το ’κλεισε απότομα. «Ποιος ήταν;», ρώτησε η Δάφνη. «Κάποιος που με κυνηγάει να με πηδήξει. Μαλάκας». Οι δυο φίλες αποχαιρετιστήκαν βιαστικά. Οι εννέα πίνακες της Άννας είχαν φύγει την προηγούμενη μέρα μαζί με τους υπόλοιπους των άλλων συμμετεχόντων κι εκείνη έτρεχε τώρα προς την αποβάθρα μ’ ένα εισιτήριο στο χέρι, αγορασμένο απ’ τον ίδιο κοιμισμένο υπάλληλο που είχε εξυπηρετήσει λίγες ώρες πριν και τον Αλέξη, ενώ απέμεναν μόλις τρία λεπτά μέχρι την αναχώρηση του τρένου. Είχε ταξιδέψει πολλές φορές μ’ αυτό το μέσο, αυτήν τη φορά όμως κοντοστάθηκε για να θαυμάσει τη μακριά, αεροδυναμική σιλουέτα της μαύρης αμαξοστοιχίας που την περίμενε. «Ελάτε, δεσποινίς, ελάτε», της φώναξε ο σταθμάρχης. «Αναχωρούμε». Κάποιος όμως τη σταμάτησε φράζοντάς της το δρόμο. Ήταν ο λαχειοπώλης. «Έλα, πάρε, πάρε. Το ξέρω ότι το θέλεις, το ξέρω ότι σε γαργαλάει για να το αγοράσεις. Κοίταξε νούμερο. Χορταστικό. Η τύχη τυπωμένη. Παρ’το. Κρίμα είναι...» της είπε μ’ έναν τρόπο νωχελικό, παράξενα «υπονομευτικό».
Τον κοίταξε σαστισμένη. «Δεν παίρνω ποτέ λαχεία» του πέταξε κι έκανε να φύγει. «Όλοι παίρνουμε λαχεία. Απλά δεν είναι πάντα τυπωμένα σε χαρτάκι. Παρ’το». Της άνοιξε το χέρι απαλά. «Δεν μου χρωστάς τίποτα. Είναι η τελευταία μου σειρά και τη δίνω πάντα τσάμπα, για γούρι. Δικό μου γούρι. Καλό ταξίδι». Η Άννα χαιρέτησε σαστισμένη και κάπως μουδιασμένη τον ξερακιανό άντρα και μπήκε σ’ ένα βαγόνι. Οι πόρτες έκλειναν η μια μετά την άλλη και οι μεταλλικές ρόδες κυλούσαν σιγά σιγά, έτοιμες να νικήσουν την τριβή.
Δυο.
Στην κουκέτα οι τρεις απ’ τις έξι θέσεις ήταν πιασμένες. Η Άννα τοποθέτησε τον ταξιδιωτικό της σάκο σε ένα ράφι με πλαστικό δίχτυ κι έκατσε δίπλα σε μια καλοντυμένη γυναίκα που συνομιλούσε μ’ έναν ηλικιωμένο κύριο. Απέναντί της μισοκοιμισμένος, με ένα ζευγάρι ακουστικά περασμένα στ’ αυτιά, βρισκόταν ο Αλέξης τυλιγμένος από μουσικά κύματα, με τη σκέψη γεμάτη νότες, αδιάφορος για το τι συνέβαινε εδώ κάτω στη γη. Μια και δεν την είχε πάρει χαμπάρι ακόμα, η Άννα είπε να μην τον ενοχλήσει και βάλθηκε να κρυφακούει μια την κουβέντα των διπλανών και μια να χαζεύει το εσωτερικό του τρένου. Ασυναίσθητα και για να σιγουρευτεί πως όλα ήταν στη θέση τους, άπλωσε το χέρι και ψαχούλεψε τη φωτογραφική μηχανή που τη συνόδευε πάντα πια. Ήταν όντως στη θέση της. Η Άννα ανάσανε βαθιά και συνέχισε να χαζεύει δήθεν αδιάφορα. Η κουκέτα έδειχνε ασυνήθιστα μοντέρνα και άνετη. Κουμπιά ρύθμιζαν τα καφέ δερμάτινα καθίσματα, φωτεινές ενδείξεις αναβόσβηναν σε διάφορα σημεία, μια μικρή οθόνη πληροφορούσε για το δρομολόγιο και την επόμενη στάση, ακόμα και για την εξωτερική θερμοκρασία. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους, φιμέ λωρίδες από παχύ γυαλί προσέφεραν ελεύθερη ορατότητα στο γαλανό ή το γκρίζο του ουρανού. «Πότε γίναμε Ευρώπη και δεν το κατάλαβα;» αναρωτήθηκε, αλλά δίχως να μοιραστεί τον προβληματισμό της. Αφού περιεργάστηκε λίγο ακόμα το «ευρωπαϊκό» τρένο, η Άννα στράφηκε, διακριτικά στην αρχή, στον κατά πάσα πιθανότητα συνταξιούχο που είχε σταυρώσει τα πόδια του μισό μέτρο απ’ τα δικά της. Είχε ένα πρόσωπο με τόσες ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια που θα πρέπει να είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάνοντας γκριμάτσες. Να ήταν άραγε κωμικός; Ό,τι και να ’ταν της προκαλούσε το ενδιαφέρον γι’ αυτό κι έσυρε τη φωτογραφική μηχανή από το πλάι, τη σήκωσε κι εστίασε στο πρόσωπό του. Εκείνος, της έριξε ένα βλέμμα μέσα στο φακό που ακύρωσε με μιας τις χαριτωμένες εικασίες της. «Θα σας παρακαλούσα να μη με αποθανατίσετε γιατί θα μείνω με αυτή ακριβώς την εντύπωση». «Τι εννοείτε κύριε Αριστοτέλη;» τον ρώτησε η κυρία που καθόταν δίπλα στην Άννα.
«Η ίδια η λέξη θα μπορούσε να σας δώσει μια ιδέα: “αποθανατίζω”». «Μμμ, δεν καταλαβαίνω, αλλά δεν πειράζει», παραιτήθηκε εκείνη. «Μάλλον εννοεί το θάνατο. Λόγω ηλικίας», γύρισε και της είπε η Άννα, με προσποιητή αβεβαιότητα. «Σωστά», είπε ο κύριος Αριστοτέλης που καθόταν πολύ κοντά για να μην ακούσει. «Τι σκεπτόμαστε εμείς οι ηλικιωμένοι κάθε τρεις και λίγο; Το “δρεπάνι”. Βέβαια θα μου πείτε τι σχέση μπορεί να έχει η φωτογραφία με όλα αυτά... Ας πούμε ότι η αίσθηση και μόνο ότι ο χρόνος, ενώ προχωράει, εγκλωβίζεται για μια στιγμή στο φιλμ κι εσύ δεν μπορείς να παραμείνεις σε εκείνο το σημείο χωρίς να φθαρείς, με ενοχλεί. Όπως με ενοχλεί το να κοιτάζω τον εαυτό μου σε φωτογραφίες που έχουν τραβηχτεί πριν από πέντε ή δέκα χρόνια. Δε λέω για εκείνες που ήμουν πολύ νέος. Αφήστε που τότε η φωτογραφία ήταν ολόκληρο τελετουργικό. Εσείς δεσποινίς που ασχολείστε, θα γνωρίζετε την ιστορία της. Η νιότη έχει παρέλθει κι αυτό, αν και οδυνηρό, έχει κανείς μπόλικο χρόνο για να το αντιμετωπίσει. Η πρόσφατη πραγματικότητα είναι αυτή που δεν μπορώ να δεχτώ εύκολα. Αλλά ας μην εισερχόμεθα σε λεπτομέρειες που δεν ενδιαφέρουν την ομήγυρη. Επί του παρόντος τουλάχιστον». Έριξε ένα πονηρό βλέμμα στη Δήμητρα που απόρησε για άλλη μια φορά. Στο δικό της κόσμο τα πράγματα λέγονταν με το όνομά τους και ο κύριος Αριστοτέλης είχε μια τάση να τα καμουφλάρει με τέτοιον τρόπο που την κούραζε και την μπέρδευε. Αλλά ας ήταν. Η παρέα του ήταν πάντα ευχάριστη και το έντονο ενδιαφέρον που έδειχνε απέναντί της, παραπάνω από ευπρόσδεκτο. Η αναπάντεχη συνάντηση που είχαν στο σταθμό πριν από την αναχώρηση του τρένου ήταν μια πολύ ευχάριστη εξέλιξη που κατάφερε να γλυκάνει την πικρή γεύση που της είχε αφήσει στο στόμα η απόφαση για την αναγκαστική απομάκρυνσή της απ’ την πρωτεύουσα. Δεν ήταν εύκολο. Ή μάλλον ήταν τόσο δύσκολο όσο ένα ζεστό πρωινό του Ιούλη. Τότε που, πριν από πολλά χρόνια, όταν τα χιόνια δεν είχαν ακόμα λιώσει ανάμεσα απ’ τα πεύκα και τα πλατάνια, είχε σπρωχτεί σε μια απόφαση που θα άλλαζε όλη της τη ζωή... Που με ένα σεντόνι δεμένο κόμπο και γεμάτο ρούχα, τραβούσε πάνω στο ξημέρωμα, μόνη, το δρόμο της αυτόβουλης εξορίας απ’ το μικρό της χωριό. Μαθημένη από μικρούλα στις βαριές δουλειές ενός πατριαρχικού σπιτικού, με μια αδερφή να προηγείται κι ένα αγόρι να έπεται, έπεσε σα το σίδερο στη φωτιά
και έγινε τόσο αυτάρκης και ανεξάρτητη όσο κανείς απ’ τους δυο γονείς της δεν μπορούσε να φανταστεί, αφού ασχολιόνταν με το να ξεχωρίζουν τα δυο άκρα της οικογένειας που διεκδικούσαν την πρωτιά. Αυτή η αδιαφορία κούρασε τη Δήμητρα που μηχανευόταν τα μύρια όσα, προκειμένου να τραβήξει την προσοχή, καταφέρνοντας μονάχα να τσακώνεται με τα αδέρφια της, δημιουργώντας ένα ακόμη μέτωπο που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Η επιθυμία της να σπουδάσει και οι καλές επιδόσεις στο σχολείο δεν στάθηκαν αρκετές ώστε να αλλάξουν την απόφαση των γονιών της: η μεγάλη θα σπούδαζε. Λεφτά για τους υπόλοιπους δεν υπήρχαν. Ο γιός θα δούλευε με τον πατέρα, παρασκευάζοντας τσίπουρο για τους αστούς κι εκείνη θα γινόταν μια καλή νοικοκυρά. Η Δήμητρα άλλωστε είχε περάσει όλη την ως τότε ζωή της ανάμεσα σε παιδιά και μωρά. Μεγάλωσε μόνη της σχεδόν τα δυο αγόρια της θείας της, που τα ’χε φορτώσει στον κόκορα κι είχε εξαφανιστεί μ’ ένα Γερμανό βόρεια, σε μια χώρα που ήταν κίτρινη στο γεωγραφικό άτλαντα που κρεμόταν στη μοναδική αίθουσα του σχολείου και μόνο καλά λόγια δεν άκουγες για τους κατοίκους της απ’ τους ντόπιους δημογέροντες. Θα μπορούσε κάλλιστα επίσης να γίνει νοσοκόμα μιας και φρόντιζε για χρόνια την κατάκοιτη προγιαγιά της που ήταν κι αυτή θύμα μιας παρόμοιας «αδερφικής» τριάδας και δεν έπαυε να συμβουλεύει τη μικρή δισέγγονη να τα μαζέψει και να φύγει, αν θέλει να νιώσει ότι υπάρχει ζωή έξω απ’ τους τέσσερις μαντρότοιχους του σπιτιού και τους δεκατέσσερις πατεράδες του χωριού. «Μην καταντήσεις σαν και εμένα που μ’ έφαγε η γλίνα στον αφαλό και στο μυαλό και δεν πήγα πουθενά. Και μην ξεχνάς: όπου κι αν πας, να φυλάς καλά το χάρισμα που έχεις και να το εμφανίζεις μονάχα σε ανθρώπους που θέλεις να βοηθήσεις. Αλλιώς θα ’χεις μπλεξίματα μικρή μου». «Για ποιο πράγμα μιλάς;» την είχε ρωτήσει εκείνη. «Δεν το ’χεις πάρει χαμπάρι ακόμη. Φαίνεται στα μάτια σου. Θα το καταλάβεις με τον καιρό. Μια από κάθε γενιά το φέρνει μαζί της. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, μη νομίζεις. Θα σ’ ενοχλεί στην αρχή. Μετά θα συνηθίσεις». Η Δήμητρα την άκουγε δίχως να βρίσκει κάτι στα λόγια της που να της θυμίζουν τον εαυτό της. Μήπως η ηλικία και η γεροντική φαντασία είχε φτιάξει ένα όμορφο παραμύθι για να περνάει η προγιαγιά την ώρα της; Την ώρα που βίωνε πια όπως την βιώνει ένα μωρό. Η πόλη που βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά έμοιαζε με ένα απέραντο χωριό και σαν τέτοιο βάλθηκε να την αντιμετωπίσει απ’ την αρχή της διαμονής της. Ο ευπροσήγορος και απλοϊκός της χαρακτήρας τη βοήθησε να κάνει
γρήγορα γνωριμίες και να βρει δουλειές του ποδαριού που τη βοηθούσαν κουτσά στραβά να τα βγάζει πέρα. Η υλιστική θεώρηση της ζωής που είναι ένας άλλος Θεός στα αστικά κέντρα, δεν κατέκτησε παρά ένα μικρό κομματάκι του εαυτού της σε σχέση με το έδαφος που απαλλοτρίωνε σε ένα άνθρωπο της πόλης. Τα χρόνια κυλούσαν, η Δήμητρα μεγάλωνε, ήθελε να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Σε μια σχέση που δεν είχε μέλλον, μ’ έναν άντρα δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερο, έμεινε έγκυος «από αστοχία υλικού». Έτσι τουλάχιστον το είχε διατυπώσει εκείνος, αυτή την έκφραση είχε χρησιμοποιήσει, για να «εξηγήσει» την άβολη κατάσταση. Ήταν ένας πρόωρα συνταξιοδοτημένος αεροπόρος, που διένυε τη νιοστή εφηβεία του, αστειευόμενος για το προφυλακτικό που είχε σπάσει, προτείνοντας την άμεση διευθέτηση του προβλήματος, με δημοφιλή διαδικασία που ούτε ν’ ακούσει δεν ήθελε η Δήμητρα. Χώρισαν. Έτσι κι αλλιώς, αργά ή γρήγορα έτσι θα συνέβαινε. Μόνο που το χωρισμό, ανάποδα απ’ ό,τι γίνεται συνήθως, ακολούθησε κι ένα αγοράκι, το οποίο ο πατέρας δεν αναγνώρισε ποτέ. Ακόμα κι απ’ αυτό όμως η Δήμητρα κατόρθωσε να αναδείξει κάτι που της έβγαινε σε καλό: άρχισε να κρατάει παιδάκια σε οικογένειες, καταφέρνοντας έτσι να έχει μαζί και το γιο της, μέχρι που εκείνος μεγάλωσε κι άρχισε το σχολείο. Εδώ ήταν όμως που η ιστορία άρχισε να σκαλώνει αλλά κυρίως να επαναλαμβάνεται. Γιατί ο γιος, δίχως την πατρική παρουσία και με μια μητέρα που, από υπερβάλλοντα ζήλο έδειχνε την αδυναμία της στα ξένα παιδιά που κρατούσε, ξεχνώντας να την εκφράσει σε εκείνον, ανέπτυξε ένα πολύ ξεχωριστό χαρακτηριστικό: έγινε ένας ανεξάρτητος «αρχηγός», που σε κάθε ευκαιρία οργάνωνε στο σχολείο τις χειρότερες σκανταλιές. Έτσι η σχέση τους εξελίχθηκε σε μια διαρκή αντιπαράθεση, που φούντωσε την περίοδο της εφηβείας και ξέφυγε από κάθε δικό της έλεγχο κατά την ενηλικίωση. Εκείνη συνέχιζε να δουλεύει σε σπίτια, είχε καταφέρει όμως παράλληλα και να σπουδάσει σε μια ιδιωτική σχολή νοσηλεύτρια. Τελειώνοντας τις σπουδές, βρήκε μια θέση για πρακτική σε μια κλινική στην οποία και συνέχισε να δουλεύει μετά το τέλος του υποχρεωτικού εξαμήνου. Πηγαινοερχόταν στους διαδρόμους του νοσοκομείου για επτά χρόνια και μέσα σ’ αυτό το διάστημα είδε μερικές φορές, χωρίς να το επιδιώκει, την πορεία ασθενών προς το θάνατο, πολύ πριν ο Χάρος επιληφθεί της διαδικασίας. Φροντίζοντας τους ασθενείς, ήλπιζε ότι μια μέρα θα έμπαινε σε κάποιο χειρουργείο για να βοηθήσει τους γιατρούς σε μια δύσκολη εγχείρηση. Τον έβδομο χρόνο, οι αρμοδιότητες πολλαπλασιάστηκαν από την προϊσταμένη, η οποία διέκρινε στο ήρεμο πρόσωπο της Δήμητρας ικανότητες που θα την έφερναν σύντομα σε θέση να διεκδικήσει την καρέκλα που θα έμενε άδεια σε λίγο καιρό λόγω πρόωρης συνταξιοδότησής της. Η νοσοκόμα περνούσε απ’ το
ένα επίπεδο στο άλλο αδιαμαρτύρητα, με θαυμαστή προσαρμοστικότητα έως ότου ένα απόγευμα τη γνώρισε ένας χειρουργός, που πρόσφατα είχε προστεθεί στο δυναμικό του νοσοκομείου. Κατέβαιναν με το ίδιο ασανσέρ στα υπόγεια, όταν εκείνη, μην αντέχοντας άλλο την υπερβολική θερμοκρασία που είχε αποκτήσει το πλαστικό ποτηράκι που αγωνιζόταν να διατηρήσει ένα καυτό καφέ ζουμί στο εσωτερικό του, το άφησε να πέσει, ακριβώς τη στιγμή που έβγαιναν κι οι δυο ταυτόχρονα απ’ τη συρόμενη πόρτα. Ο γιατρός ήταν βυθισμένος σε διάφορες σκέψεις: στον ασθενή που τον περίμενε σε λίγη ώρα με τις αισθήσεις παραδομένες στη λήθη που θα του επέφερε η χημεία, στη δύσκολη εγχείρηση, στο ενδεχόμενο αποτυχίας... Κι έτσι δεν είδε την πορεία που διέγραψε ο καφές πριν προσγειωθεί στο κάτω μέρος του παντελονιού του, αλλάζοντας χρώμα στο ρούχο και προς στιγμή στο στρογγυλό πρόσωπό του. Εκείνη τον κοίταξε και φοβήθηκε ότι θα της έβαζε τις φωνές για κάτι που δεν μπορούσε να είχε προβλέψει. «Καφέ λεκές σε ύφασμα μπλε φανέλας. Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα δεν νομίζεις;». Τα χαρακτηριστικά του είχαν χαλαρώσει μόλις συνάντησαν το ιδιαίτερο βλέμμα της. Κι αμέσως μετά, όταν τα μάτια του έκαναν μια γρήγορη εκτίμηση της σιλουέτας της, έδωσαν και στο μυαλό του την εντολή για έναρξη της πολιορκίας. Η Δήμητρα ένοιωσε άβολα με την ερωτική πρόκληση που διάβασε ξαφνικά στα μάτια του. Οι άντρες δεν την είχαν προσεγγίσει με τόσο άμεσο τρόπο μέχρι εκείνη τη στιγμή και πίστευε ότι δεν τους έδινε το δικαίωμα για να το κάνουν. Αυτός εδώ όμως μάλλον το είχε πάρει μόνος του. Η σκηνή, χωρίς την προσθήκη του καφέ, επαναλαμβανόταν για μια βδομάδα, σε διάφορα σημεία του νοσοκομείου. Σκεφτόταν πως είχε ψάξει, είχε μάθει τα ωράρια και το πρόγραμμά της κι έτσι εμφανιζόταν μπροστά της εκεί που δεν το περίμενε – παρόλο που είχε αρχίσει να το συνηθίζει ύστερα από τις πρώτες μέρες. Ο χρόνος δούλεψε μέσα της ανάβοντας μια φωτιά που δυνάμωνε. Έπειτα, ήρθε και η πρόταση για ποτό σ’ ένα μπαρ μερικά στενά πιο κάτω απ’ το νοσοκομείο. Η παραμονή τους εκεί δεν κράτησε πάνω από είκοσι λεπτά. Προέκυψε ένα επείγον χειρουργείο που κράτησε τρεις ώρες. Εκείνη είχε αποκοιμηθεί σ’ ένα άδειο γραφείο περιμένοντας τον κι όταν εκείνος επιτέλους ήρθε και τη βρήκε, ακολούθησε ένα ερωτικό ξέσπασμα, σ’ ένα χώρο που έμελλε να γίνει το σημείο όπου θα συναντιόντουσαν για μήνες κάνοντας έρωτα στις πιο ανορθόδοξες στάσεις, δοκιμάζοντας κάθε πιθανό συνδυασμό με τα έπιπλα του δωματίου. Το «λευκό γραφείο», όπως το αποκαλούσε ο γιατρός, αποκάλυψε στη Δήμητρα
άγνωστες πτυχές της σεξουαλικότητάς της. Έφτασε στο σημείο να μην είναι σίγουρη αν όντως αγαπούσε αυτόν τον άνθρωπο ή τελικά ήταν ερωτευμένη με την ίδια τη συνουσία. Αυτές τις αμφιβολίες ανέλαβε να διαλύσει μια αναπάντεχη έκπληξη. Μια μέρα γεμάτη σύννεφα σαν κι αυτά που την κυνηγούσαν στ’ όνειρο της, είχε πάρει το λεωφορείο για να κατέβει στο Τολό. Ένας μακρινός ξάδερφός της που είχε φύγει κι αυτός σαν κυνηγημένος όταν είχε κλείσει τα δεκαοκτώ απ’ το χωριό, είχε φτιάξει μια μικρή ξενοδοχειακή μονάδα λίγο έξω απ’ τον κόλπο στον οποίο βρίσκεται ο οικισμός, κοντά σε μια παραλία που δεν την προτιμούσε η πλειοψηφία, γιατί ήταν γεμάτη πλάκες και βραχάκια σχεδόν απ’ το σημείο που ξεκίναγε να γλύφει η θάλασσα το ψιλό βότσαλο που κυμάτιζε ανηφορίζοντας μέχρι τα όρια ενός πυκνού πορτοκαλεώνα. Η ασυνήθιστη εικόνα για Ιούλιο μήνα, με τη βροχή να απειλεί να πνίξει και το ίδιο το υγρό στοιχείο που τη δημιούργησε, σκοτείνιασε την πολύ καλή διάθεση που είχε η Δήμητρα όταν αναχωρούσε απ’ την Αθήνα. Ο ξάδερφος τής παραχώρησε μια μεζονέτα, απ’ τη μικρή ταράτσα της οποίας μπορούσε να παρακολουθεί την πρόοδο της καταιγίδας που ζύγωνε την περιοχή με απανωτές αστραπές. «Βρε ξαδέρφη, βρήκες μέρα να ’ρθεις. Έχει να βρέξει απ’ το Γενάρη. Εμείς εδώ είχαμε απογοητευθεί, γι’ αυτό δεν σου κρύβω ότι χαίρομαι που όπου να ’ναι θα ρίξει καρεκλοπόδαρα. Έλα, πάμε κάτω στην υποδοχή να μου πεις τα νέα σου». «Μπα, τα δικά μου δεν είναι πολλά, εσύ έχεις να μου λες», του απάντησε κάπως βαρύθυμα η αλήθεια, νιώθοντας ένα περίεργο μυρμήγκιασμα τώρα που τα καρεκλοπόδαρα πλησίαζαν. Και πράγματι, μόλις βγήκαν να περπατήσουν το πλακόστρωτο μονοπάτι που θα τους οδηγούσε στο σπίτι με τα υπόλοιπα ενοικιαζόμενα δωμάτια, άνοιξαν οι ουρανοί και μέσα σε ένα λεπτό τα ρούχα κόλλησαν μουσκεμένα πάνω τους. Η Δήμητρα σταμάτησε για λίγο σαστισμένη. «Έλα, τι κοιτάς;» την τράβηξε ο ξάδερφος «δεν βρέχει ποτέ στην πρωτεύουσα;». Λίγο αργότερα καθόντουσαν δίπλα στα κάγκελα της βεράντας, κάτω από μια μεγάλη τέντα. Μετά βίας μπορούσε ν’ ακούσει ο ένας τον άλλο. Ο θόρυβος απ’ το νερό που σφυροκοπούσε το πράσινο πανί δημιουργούσε μια νοητή κουρτίνα που δυσκόλευε αφάνταστα την κουβέντα τους. Ο ξάδερφος επανέλαβε με περισσότερες λεπτομέρειες μια ιστορία που εκείνη ήδη γνώριζε, αφού της την είχε προφτάσει στην τηλεφωνική συνομιλία που είχαν πριν από τρεις μέρες. Άλλο ένα παράδειγμα μετανάστη που πήγε στην Αυστραλία δίχως μια δεκάρα στην τσέπη, όπως υποστήριζε, και κατάφερε, δουλεύοντας σε πλυντήρια αυτοκινήτων και αργότερα φτιάχνοντας τη δική του επιχείρηση με κοινόχρηστα πλυντήρια ρούχων, να γίνει μεγάλος και τρανός. Όχι τόσο τρανός βέβαια ώστε να παραμείνει εκεί και για την υπόλοιπη ζωή του. Ούτε και τόσο καλός σύζυγος,
αφού η γυναίκα του τον παράτησε έπειτα από έξι μήνες έγγαμου βίου για τα μάτια ενός άλλου ιδιοκτήτη πλυντηρίων. Κάτι είχε μ’ αυτές τις συσκευές φαίνεται κι έτσι αποφάσισε να πάρει τις διόλου ευκαταφρόνητες οικονομίες του και να επιστρέψει στην πατρίδα. «Τρία χρόνια πάλευα με εργολάβους, πολιτικούς μηχανικούς κι ένα σωρό τεχνίτες για να φτιάξω αυτό που βλέπεις. Άσε πια οι τοπικοί παράγοντες και η πολεοδομία. Όλοι ήθελαν το λάδωμά τους, τα δωράκια τους. Ελλαδάρα αθάνατη. Όπως την άφησα έτσι τη βρήκα». «Να σου πω ότι μου κάνει εντύπωση, ψέματα θα ’ναι». Η Δήμητρα πήρε με τη σειρά της να διηγείται τα χρόνια που ζάρωσαν εδώ και εκεί το σφιχτό της δέρμα κι όταν πια τελείωσε, σταμάτησε και η φύση τις δικές της φωνές. Σαν τα σαλιγκάρια άρχισαν να εμφανίζονται οι ένοικοι, έρποντας μέχρι την τραπεζαρία. «Πάμε να φάμε; Έχουμε εξαιρετικό ψάρι στη σχάρα», πρότεινε ο ξάδερφος. Χωρίς να το σκεφτεί, τον ακολούθησε μηχανικά σ’ ένα άλλο τραπέζι, πιο κοντά στο μαγειρείο. Όταν έφτασε το καλοψημένο φαγκρί στα πιάτα τους, η αίθουσα ήταν γεμάτη. Μόνο ένα τραπέζι για τέσσερα άτομα στο κέντρο της παρέμενε άδειο. «Μη γυρίσεις αμέσως», της είπε αργότερα ο ξάδερφος, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της σα να ήταν βέβαιος ότι τελικά θα το έκανε και πρόσθεσε: «Πίσω μας κάθισε ένα ζευγάρι που έρχεται χρόνια εδώ. Αν τους παρατηρήσεις, θα σου φανεί ότι μοιάζουν για δυο ξένοι που μόλις έτυχε να κάτσουν μαζί. Παρόλα αυτά, τους έχω πετύχει στο χωριό σε πολύ τρυφερές στιγμές. Πάντως είναι παντρεμένοι και πολλά χρόνια μάλιστα. Πρόσεξε τις φυσιογνωμίες τους. Αριστοκρατικές θα έλεγα. Μεγάλη εντύπωση θα μου ’κανε αν έβλεπα κάποιον απ’ αυτούς μ’ ένα χωριάτη». Η Δήμητρα γύρισε το λαιμό προς το μέρος τους. «Δήμητρα; Είπαμε, μη γινόμαστε αδιάκριτοι». Ο ξάδερφος προσπαθούσε να την επαναφέρει. Είχαν περάσει δυο λεπτά κι εκείνη έμοιαζε να έχει πάθει αγκύλωση. Γιατί σ’ εκείνο το τραπέζι καθόταν η λύση του μυστηρίου που κάλυπτε την προσωπική ζωή του γιατρού: η γυναίκα του! Μια γυναίκα, την ύπαρξη της οποίας είχε αποκρύψει απ’ την ίδια για δέκα ολόκληρους μήνες. Ακόμα κι αν συνέχιζε να βρέχει καταρρακτωδώς εκείνη την ώρα, και πάλι θα είχε βγει έξω και θα έτρεχε, με τα δάκρυα να παίζουν κρυφτό με τις σταγόνες, τα παπούτσια να λερώνονται στις λάσπες και το πρόσφατο γεύμα να ανεβαίνει μέχρι τα ρουθούνια. Τα βότσαλα ανέκοψαν την πορεία της και εκλογίκευσαν την
αντίδρασή της. Αφού έχασε την ισορροπία της κάνα δυο φορές, κατέληξε να κοιτάει τη μανιασμένη θάλασσα, καθισμένη στις βρεγμένες πέτρες. Το ίδιο απόγευμα επέστρεψε στην Αθήνα και τις πρώτες μέρες στο νοσοκομείο απέκρουε κάθε προσπάθεια του γιατρού να την προσεγγίσει. Ήξερε ότι την είχε δει, ήξερε ότι οι δικαιολογίες του δεν θα είχαν κανένα νόημα. Η σχέση τους πέρασε μια περίοδο εντάσεων που δεν κράτησε όμως πολύ. Ο γιατρός που επί ένα σχεδόν χρόνο εκτόνωνε το ερωτικό του πάθος, είχε καταφέρει να κάμψει τις αντιστάσεις της και να παρακάμψει τις συντηρητικές της αντιλήψεις. Της είχε μάλιστα υποσχεθεί ότι η σχέση τους θα έπαιρνε επίσημο χαρακτήρα αμέσως μόλις χώριζε, καθώς εκείνος και η γυναίκα του αποτελούσαν ένα ζευγάρι μονάχα στα χαρτιά. Η Δήμητρα, σαν υπνωτισμένη, έμεινε να περιμένει την εκπλήρωση της υπόσχεσής του. Ένα πρωινό, που την κάλεσε να λάβει μέρος σε μια επέμβαση, της ανακοίνωσε παράλληλα πως είχε υπογράψει και για το διαζύγιο. Το βράδυ θα το γιόρταζαν. Η Δήμητρα μπήκε στην αίθουσα του χειρουργείου προβληματισμένη. Όλες της οι επιθυμίες επιτέλους θα πραγματοποιούνταν, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι σκοτεινό που την πλημμύρισε ανησυχία και αδυνατούσε να το εξηγήσει. Η εγχείρηση ξεκίνησε και καθώς όλα εξελίσσονταν φυσιολογικά, ο γιατρός τής έκανε νόημα να έρθει κοντά του. Εκείνη δίστασε. Οι κινήσεις του έγιναν τότε πιο νευρικές. Ένας απόκοσμος μορφασμός απλώθηκε στο πρόσωπο του, τσαλακώνοντας τις οικείες εκφράσεις που μέχρι τότε έπαιρνε. Σε λίγο κατέρρεε μπροστά της από συγκοπή. Εκεί, στο μέσο του χειρουργείου ακίνητη, λίγο πριν λιγοθυμήσει και η ίδια, αποχαιρέτησε την ελπίδα και μαζί μ’ αυτήν το περιβάλλον του νοσοκομείου, επιστρέφοντας σ’ αυτό που θα της έφερνε χαρά και λησμονιά: στα παιδιά. Με τον καιρό η καλή της φήμη θα τη συνόδευε σε όλο και πιο εύπορες οικογένειες και μια μέρα θα την έφερνε σε ένα γνωστό προάστιο της πρωτεύουσας όπου θα φρόντιζε τα δυο μικρά κοριτσάκια ενός αρχιτέκτονα που έλειπε 23 ώρες το εικοσιτετράωρο και μιας συζύγου που εμφανιζόταν μετά τις οκτώ το βράδυ για να πει ένα παραμύθι, το ίδιο παραμύθι, στα παιδιά της πριν κοιμηθούν. Ο τρόπος ζωής τους δεν προβλημάτιζε τη Δήμητρα. Υπήρχαν απ’ όλα και για όλους. Ποια ήταν εκείνη που θα τους έκρινε; Οι γονείς παρουσίαζαν ένα επιτηδευμένα ευγενικό πρόσωπο που όμοιό της δεν είχε συναντήσει ως τώρα. Μέσα σε διάστημα μικρότερο του ενός μηνός μάλιστα την έκαναν να πιστέψει ότι ήταν μέλος αυτής της οικογένειας και ότι θα τη βοηθούσαν ότι και αν προέκυπτε. Όσο για κείνη; Το να κουμαντάρει δυο ατίθασα παιδάκια, τεσσάρων και δυο ετών, ήταν βούτυρο στο ψωμί της. Κι οι απολαβές πολύ
καλές. Πολλές φορές διανυκτέρευε στον ξενώνα του σπιτιού όταν οι γονείς έβγαιναν για βράδυ ή αναχωρούσαν για σαββατοκύριακο με φίλους. Ο γιος της, που είχε χαθεί για μεγάλο διάστημα, κυνηγώντας τη φούστα μιας ανήλικης τσιγγάνας, εμφανίστηκε ένα απόγευμα για να ζητήσει χρήματα και διώχθηκε κακήν κακώς απ’ το στριμωγμένο δυαράκι που αποτελούσε για όλα αυτά τα χρόνια που εκείνος έπιανε δουλειές και έμενε μόνος σε μια γκαρσονιέρα, το μοναδικό μέρος που μπορούσε η Δήμητρα να βρει ησυχία. Εκείνος, πάντοτε έπαιρνε τα λεφτά και σε δυο λεπτά είχε φύγει. Ούτε να κάτσει να μιλήσουν, ούτε να φάνε ούτε τίποτα. Φοβόταν ότι θα του άρχιζε το κήρυγμα για τον τρόπο που ζούσε κι ότι θα τον προέτρεπε για νιοστή φορά να πάει να βρει τον πατέρα του. Οι διαδρομές του Αντρέα ήταν γεμάτες αδρεναλίνη, τοξικές ουσίες, ανούσιους έρωτες και εκδηλώσεις κομπορρημοσύνης σε υποδεέστερους αυλικούς. Ζούσε τη νιότη του στο «εκατόν δέκα», όπως συνήθιζε να της λέει, γιατί ζει κανείς μονάχα μια φορά. Αυτό το ’χε ξεσηκώσει από μια ταινία δράσης. Η μητέρα του απ’ την άλλη, του είχε μεγάλη αδυναμία, αλλά εξ αιτίας της δεν μπορούσε να του επιβληθεί. Δικαιολογούσε μέσα της τη μεγάλη της ήττα, ρίχνοντας το φταίξιμο στην απουσία του πατέρα και στα νιάτα. Κάποτε θα ησύχαζε και αυτός, θα γινόταν υπεύθυνος σε μια υπεύθυνη θέση με μια καλή γυναίκα στο πλάι του. Αυτήν τη φορά όμως ο Αντρέας δεν εξαφανίστηκε τόσο εύκολα ούτε τόσο γρήγορα. Αντιθέτως, επέστρεψε την επομένη αξημέρωτα και ακολούθησε τη μητέρα του μέχρι την εντυπωσιακή μονοκατοικία, σ’ ένα δρόμο που μύριζε εξοχή. «Πού ζούνε ρε αυτοί;» είπε με σιγανή φωνή, ενώ χάζευε τη βαριά μεταλλική πόρτα που υποχωρούσε υποβοηθούμενη ηλεκτρικά, για να αποκαλύψει πίσω της ασύμμετρα μαρμάρινα πλατύσκαλα που κατέληγαν στο εσωτερικό του σπιτιού. «Κοίτα πού δουλεύει η μάνα μου και δεν μου ’χε πει λέξη. Χλιδή...». Ο Αντρέας σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να ολοκληρώσει την έρευνά του κι έτσι ακολούθησε το πρόγραμμα της μητέρας του, σημειώνοντας στο μυαλό του τις κινήσεις της οικογενείας. Μια ώρα μετά την άφιξή του και στην είσοδο φάνηκε η Δήμητρα μαζί με δυο κοριτσάκια. Τους άφησε να απομακρυνθούν και ύστερα, περπατώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, ξεκίνησε να τις παρακολουθεί. Δυο αυτοκίνητα εμφανίστηκαν απ’ το πίσω μέρος του σπιτιού. «Οι γονείς αναχωρούν...», σκέφθηκε και προχώρησε προς τον παιδικό σταθμό που κρυβόταν πίσω από μεγάλα δέντρα και φροντισμένα παρτέρια με λουλούδια.
«Βολικό, πολύ βολικό. Αυτές είναι δουλειές. Ασθενές φύλο σου λέει μετά. Κι άσε τους άντρες να παιδεύονται. Γύρευε που θα ’χει πάει και η γυναίκα αυτουνού». Η Δήμητρα άφησε τα παιδιά και ξαναπήρε το σύντομο δρόμο του γυρισμού. Ετοιμαζόταν να χτυπήσει το κουδούνι στην εξώπορτα όταν ο γιος της ξεπετάχτηκε μπροστά της από το πουθενά και τη σταμάτησε. «Ωραία, πολύ ωραία μάνα. Δε μου τα ’πες εχθές αυτά...». «Τι γυρεύεις εδώ; Με παρακολουθείς;». «Όχι, τυχαία σε πέτυχα. Ήρθα για μια αγγελία. Βοηθός κηπουρού». «Και σένα ποιος σου την έμαθε την κηπουρική;». «Δεν ζητούσαν προϋπηρεσία. Είναι εδώ πιο κάτω σε μια πολυκατοικία. Γυρνούσα και σε είδα να βγαίνεις απ’ τον παιδικό σταθμό». «Και; Τι έγινε; Στην έδωσαν τη δουλειά;» τον ρώτησε δύσπιστη. «Ναι, δηλαδή όχι ακριβώς. Θα με δοκιμάσουν πρώτα. Αλλά για πες μου ποιος μένει εδώ;». «Να μη σε νοιάζει και μακριά από δω. Εδώ δουλεύω». «Ξέρεις, πρέπει ν’ αγοράσω εργαλεία για να μάθω να κλαδεύω». Το μυαλό του Αντρέα δούλευε υπερωρίες, αναζητώντας τρόπους για να πάρει λεφτά απ’ τη μητέρα του. «Αλήθεια; Και θ’ αγοράσεις κλαδευτήρι δίχως να ξέρεις αν θα σε πάρουν τελικά στη δούλεψή τους; Γιατί δεν πήρες ένα δανεικό λοιπόν;». «Κοίτα», της είπε στο τέλος, αφήνοντας τις δήθεν ευγένειες και σφίγγοντάς της δυνατά τον καρπό «θα χρειαστώ λεφτά ούτως ή άλλως για να πάρω μια στολή, αν όχι τα εργαλεία. Πρέπει να τους δείξω ότι δεν καίγομαι κιόλας να την πάρω τη δουλειά γιατί θα με εκμεταλλευτούν». Η Δήμητρα δεν άντεξε και την έπιασαν τα γέλια. «Γιατί γελάς;» «Γιατί δεν ξέρω ποιος θα εκμεταλλευτεί ποιόν ή μάλλον ποιούς σ’ αυτή την περίπτωση».
Ο Αντρέας είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Οι παιδιάστικες δικαιολογίες που προέβαλλε δεν έπεισαν τη μητέρα του. Η ώρα περνούσε και το στομάχι του διαμαρτυρόταν έντονα. «Τουλάχιστον θα μου φέρεις κάτι να φάω. Έχω να βάλω κάτι στο στόμα μου από χθες το μεσημέρι». «Καλά», του είπε εκείνη, «αλλά μείνε μακριά απ’ την πόρτα και θα ’ρθω σε λίγο. Μετά θα σηκωθείς να φύγεις και δεν θα ξαναεμφανιστείς εδώ πέρα. Σύμφωνοι;». Η Δήμητρα μπήκε στο σπίτι και σε ένα τέταρτο γύρισε με μια νάιλον τσάντα γεμάτη φαγητό και φρούτα. «Άντε, εξαφανίσου». Ο Αντρέας όμως παρέμεινε ακουμπισμένος σ’ ένα ξύλινο φράκτη μέχρι που ο επιβλητικός όγκος της έπαυλης κρύφτηκε πίσω απ’ τα φώτα του δρόμου και ο τελευταίος κάτοικός της επέστρεψε για ύπνο. Μια ιδέα στριφογυρνούσε στο μυαλό του. Άναψε ένα τσιγάρο και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του φθαρμένου παλτού του. Η μικρή τσιγγάνα θα τον περίμενε μες τη νύχτα κι αυτό ήταν αρκετό για να ξεκουράσει το κορμί του και να τον κάνει να ανοίξει το βήμα του. Σε λίγη ώρα θα βρισκόταν βόρεια, σ’ ένα αραιοκατοικημένο κομμάτι της πόλης, έξω απ’ τα νοητά όρια ενός καταυλισμού. Χρειαζόταν μονάχα να φωνάξει δυνατά το όνομά της και εκείνη εμφανιζόταν χαμογελαστή, τυλιγμένη με πολύχρωμα υφάσματα και έφευγε μαζί του, δίχως κανείς να πει τίποτα, εκτός από μερικά σκυλιά που πάντα έφερναν αντίρρηση. Οι λεπτές φιγούρες τους χάνονταν σιγά σιγά μέσα στο σκοτάδι και επέστρεφαν με τον ήλιο να έχει ήδη ανέβει τα πρώτα σκαλοπάτια της ημέρας. Ο Αντρέας έβλεπε τη φιλενάδα του μόνο το βράδυ. Αυτός ήταν κι ο μοναδικός όρος που του είχε τεθεί από τους νταήδες της περιοχής που υποστήριζαν ότι ήταν αδέρφια της. Η ίδια βέβαια του είχε πει ότι δεν υπήρχε συγγενής ούτε για δείγμα. Δεν ήξερε από πού ερχόταν, πού είχε γεννηθεί. Ποια ήταν η μητέρα της, ο πατέρας της. Αυτοί που τη μεγάλωσαν, επέμεναν να της λένε πως ήταν θείοι της, χωρίς να έχουν όμως συγγενική σχέση με αυτούς που την έφεραν στη ζωή. Η σύντομη ιστορία της βρεφικής της ηλικίας περιείχε κι ένα επεισόδιο που αμφισβητούσε την τσιγγάνική της προέλευση. Ήταν «παιδί κλεμμένο», σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας γυναίκας από καλή οικογένεια. Οι απαγωγείς δεν κατάφεραν να εισπράξουν λύτρα κι έτσι ένας απ’ αυτούς την έφερε στ’ αντίσκηνα που έμεναν οι τσιγγάνοι κι ύστερα εξαφανίστηκε. Εκείνη πάλι με τη σειρά της δεν έψαχνε. Δεν ένιωθε καν την ανάγκη να ψάξει.
Υπήρχαν κι άλλα παιδιά στον καταυλισμό που τα θεωρούσαν ορφανά. Στα δεκαέξι της χρόνια ήταν ανήλικη για την πολιτισμένη κοινωνία μέσα απ’ την οποία έπρεπε να επιβιώσει, μα ήδη γυναίκα εκτός αυτής. Η καθημερινότητά της περιλάμβανε περιπλανήσεις μαζί με άλλα παιδιά σε διάφορα σημεία της πόλης, πουλώντας λουλούδια που ξεσήκωνε απ’ τα νεκροταφεία. Όλες οι οικογένειες έφευγαν για δουλειά και γύριζαν αργά τ’ απόγευμα για να φάνε και να ξεκουραστούν. Ο Αντρέας την είχε βρει την ώρα που σχολούσε, έξω απ’ τα μεγάλα υπόστεγα της χαλυβουργίας, όπου δούλευε, να ψάχνει τρόπο να κατέβει στο κέντρο της πόλης, για να πουλήσει κάτι πλαστικά παιχνιδάκια που τα ’χε φορτωθεί στην πλάτη, παρέα με ένα αγοράκι που υποδυόταν το άρρωστο παιδί της. Σ’ αυτήν τη δουλειά, στη χαλυβουργεία, ο Αντρέας δεν έμεινε πάνω από τρεις μήνες. Το πρωινό ξύπνημα ήταν πολύ βάρβαρο για τα γούστα του και τις νυχτερινές περιπλανήσεις που πάντα τον γοήτευαν. Τα λεφτά όμως ήταν καλά για το δεκάωρο που έπρεπε να συμπληρώνει μέσα σε μια αχανή έκταση, περιτριγυρισμένη από πανύψηλους γκρίζους τοίχους, χτισμένη πάνω σε ένα μεταλλικό σκελετό, που ήταν πάντοτε σχεδόν άδεια, εκτός από ένα πολύ μικρό κομμάτι της, που θα χωρούσε βέβαια άνετα μια ντουζίνα νταλίκες. Εκεί παραλάμβανε σωρούς από σίδερα σε διάφορα σχήματα και μεγέθη, τα οποία έπρεπε να ταξινομήσει σε αντίστοιχους χώρους, χρησιμοποιώντας ένα μικρό γερανό. Σ’ αυτό τον τομέα δεν υπήρχε άλλος εργαζόμενος κι ο μόνος τρόπος για να έρθει σε επαφή με κάποιον ήταν να πάει στο δεύτερο υπόστεγο, εκεί όπου κατέληγαν τα σίδερα για να μπουν σε μεγάλους φούρνους και έπειτα αφού πυρωθούν καλά, να βυθιστούν σε νερό για ν’ ατσαλωθούν. Αυτή η διαδικασία εντυπωσίαζε τον Αντρέα, που δεν χόρταινε να χαζεύει τις μακρόστενες μάζες να πηγαινοέρχονται κοκκινισμένες την ώρα που εκείνος μιλούσε μ’ όποιον έβρισκε ελεύθερο για γυναίκες, χαρτιά και ποδόσφαιρο. Η γνωριμία με τη Μαρία εξελίχθηκε με ταχύτητα φωτός. Σχεδόν βουβά έφτασαν στο πρώτο φιλί, τρέχοντας στην πρώτη τουαλέτα για να κάνουν έρωτα πριν μάθουν ονόματα, ηλικίες, λεπτομέρειες. Μαζί κάπνισαν χόρτο το πρώτο βράδυ. Γελάσανε και έγιναν κόλλητοι τις μικρές ώρες της νύχτας. Έτσι γρήγορα, δίχως να μιλάνε για πολλά, γνώρισαν με τον καιρό ο ένας τους φίλους του άλλου. Στη χαλυβουργία δεν ξαναπήγε. Η Δήμητρα τούς πέτυχε για πρώτη φορά έξω απ’ το σπίτι της και βουβάθηκε και εκείνη με τη σειρά της, γι’ άλλο λόγο βέβαια. Η μικρή τής μιλούσε απ’ ευθείας στον ενικό και της ζήταγε τα λεφτά που συνήθιζε να δίνει στο γιο της. Σα να ήταν μια αδερφική φίλη που της χρωστούσε χρήματα εδώ και χρόνια κι έπρεπε πια να της τα δώσει, γιατί η φιλία τους είχε ξεφτίσει γι’
αυτόν ακριβώς το λόγο. Μαζί μ’ αυτή την εξέλιξη έσβησε οριστικά και τ’ όνειρο που είχε η Δήμητρα για μια φυσιολογική αποκατάσταση του Αντρέα. Η παθιασμένη σχέση της Μαρίας και του Αντρέα διανθίστηκε με μικροκλοπές και βλέψεις για μεγαλύτερες παρανομίες κι έτσι το βράδυ που εκείνος ανακάλυψε την ταυτότητα των καινούργιων εργοδοτών της μητέρας του, άφησαν τη νύχτα να τελειώσει κουβεντιάζοντας τις προοπτικές που τους άνοιγαν οι υψηλές γνωριμίες της. Στο μεταξύ, η σχέση της τελευταίας με τα δυο κοριτσάκια μετρούσε όλο και περισσότερες ώρες συμβίωσης, σε βαθμό που αυτές που απέμεναν από ένα 24ωρο, να φαίνονται άδειες κι ανούσιες. Καθώς προχωρούσε ο χειμώνας, ο Αντρέας εξαφανίστηκε και πάλι. Η απουσία του έγινε αισθητή τις μέρες των Χριστουγέννων. Η Δήμητρα δεν ήξερε πού να ψάξει για να τον βρει. Στο διαμέρισμα που έμενε είχε να φανεί μήνες, όπως τις έλεγαν οι γείτονες. Τα παιδάκια θα περνούσαν την αλλαγή του χρόνου με τους γονείς τους. Ήταν καιρός να γυρίσει στο χωριό. Δεν ήθελε να περάσει μόνη τις γιορτές στην πόλη. «Α, εμένα δεν με πειράζει καθόλου» της είχε πει ο Αριστοτέλης. «Θέλω ησυχία. Από φασαρία χόρτασα στη ζωή μου. Βέβαια δεν θα έλεγα όχι σε μια καλή παρέα. Να, όπως λόγου χάρη η δική σας». Ο ηλικιωμένος άντρας που θα συναντούσε έπειτα από καιρό τυχαία στο σταθμό του τρένου, κοίταζε τις κούνιες, την τσουλήθρα, την τραμπάλα, ενώ μιλούσε στη Δήμητρα που καθόταν κοντά του, σε ένα απ’ τα λιγοστά παγκάκια του πάρκου. «Αλήθεια, το είχατε ποτέ σκεφτεί; Γιατί να είναι τόσο λίγα τα παγκάκια σ’ αυτό το υπέροχο πάρκο; Είναι μήπως αυτονόητο ότι θα πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε κίνηση σε τέτοιους χώρους; Κανένας τεχνοκράτης θα το σχεδίασε κι αυτό. Ξέρετε απ’ αυτούς που τρώνε στο πόδι, κοιμούνται στον καναπέ και συνουσιάζονται στα όρθια!». Ο συνταξιούχος είχε πάρει πάλι φόρα και η Δήμητρα άκουγε. Την ευχαριστούσε η παρέα του. Δεν είχε ν’ ασχοληθεί με τα μικρά. Μην ξεφύγουν, μην πέσουν. Το νερό τους, το κολατσιό τους. Συνήθως, όταν τα έφερνε στο πάρκο, ο Αριστοτέλης ξεκίναγε να λέει πράγματα για την προσωπική του ζωή, τα οποία σχεδόν ποτέ δεν κατέληγαν στις πνευματικές λεωφόρους της Δήμητρας. Όταν τα μάζευε και έφευγε από ’κει, της έμενε μια γλυκιά γεύση φιλίας από έναν άνθρωπο που καταλάβαινε ότι τη συμπαθούσε πολύ κι ας μην παρακολουθούσε αυτά που έλεγε. Δεν του μιλούσε. Φαινόταν σαν να μη χρειάζεται να το κάνει. Θα τον διέκοπτε
όμως τώρα, για πρώτη φορά. Είχαν απομείνει τρία βράδια για τα Χριστούγεννα και το πάρκο ξαφνικά πλημμύρισε απ’ το ποτάμι της ζωής της. Ο Αριστοτέλης άκουγε κι άκουγε από ένα στόμα που είχε ξεχάσει ότι άνοιγε και γι’ άλλα πράγματα εκτός απ’ το να χαιρετήσει και να φωνάξει τα παιδιά. «Μη φύγετε», της είπε στο τέλος, «μην πάτε στο χωριό σας, ελάτε να περάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα ή αν δεν θέλετε, την πρωτοχρονιά τότε. Σας το ’πα και στην αρχή ότι μια καλή παρέα... Κι εσείς είστε κάτι παραπάνω απ’ αυτό». «Όχι, όχι, πρέπει να ανέβω. Έχω χρόνια να τους δω. Ποιος ξέρει του χρόνου τι θα γίνει. Μια άλλη φορά ίσως...», τον απέφυγε η Δήμητρα, δίχως να είναι σίγουρη για τον εαυτό της. Έφυγε με ένα ερωτηματικό στο μυαλό της και τον άφησε με μια κρυφή ελπίδα στο δικό του. Το βράδυ στριφογύριζε στο κρεβάτι της μην μπορώντας να κοιμηθεί. Μήτε να πάρει μια απόφαση. Συνήθιζε ν’ αδειάζει το κεφάλι της μέχρι τις δυο και έπειτα να κοιμάται τρεις με τέσσερις ώρες. Αυτό ήταν όλο. Το ξυπνητήρι χτύπησε στις έξι σ’ ένα άδειο υπνοδωμάτιο. Η Δήμητρα κατηφόριζε ήδη για τη στάση του λεωφορείου. Δεν είχε κλείσει μάτι. Στην αναποφασιστικότητά της ήρθε να προστεθεί μια ανησυχία τόσο έντονη, όπως τότε που ο γιατρός είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια, ανατρέποντας τα σχέδιά της. Σήμερα, ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε τα μικρά μέχρι η δεκαετία του ’80 να δώσει τη θέση της στην τελευταία πράξη του 20ού αιώνα. Όταν ήταν μικρή υπολόγιζε ότι το 2000 θα γινόταν εξήντα δυο χρονών, 2-3 λιγότερα απ’ όσα μέτραγε ήδη ο ηλικιωμένος θαυμαστής της. Τα νούμερα της φαινόντουσαν ασύλληπτα, απόμακρα. Αδύνατον να τα κατάφερνε μέχρι τότε. Εκείνο το πρωινό λοιπόν, έξω απ’ το πολυτελές σπίτι, τα χεράκια των κοριτσιών κούμπωναν στις φιλόξενες παλάμες της γκουβερνάντας. «Πάμε», τους έλεγε, «πάμε να παίξετε με τις φίλες σας κι όταν θα ξανάρθουμε στο σχολείο έπειτα από δυο βδομάδες θα είμαστε όλοι ένα χρόνο μεγαλύτεροι». Τα παιδιά έμοιαζαν να μην την ακούνε. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος και δεν έβλεπαν την ώρα να φτάσουν στο σταθμό, όπου τους είχαν υποσχεθεί γιορτές και πανηγύρια. Αλλά και η Δήμητρα πάσχιζε να διώξει αυτό το άσχημο προαίσθημα που τη συντρόφευε για ώρες. Αυτήν τη φορά μπήκε μέσα στο προαύλιο και τα συνόδεψε μέχρι τη δασκάλα τους. «Να τα προσέχετε. Αύριο φεύγουν για διακοπές». Γύρισε την πλάτη της στην παιδική φασαρία και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Κάθε δυο βήματα σκεπτόταν να κάνει ένα προς τα πίσω. Η ανησυχία απειλούσε να κάνει την ευθεία οχτάρια. Ενώ πλησίαζε το σπίτι, δεν άντεξε κι έκανε μεταβολή. Έφτασε μέχρι την αρχή του φράκτη του σχολείου και δίστασε. Τελικά ύστερα από δυο ακόμα διαδρομές, κατέληξε έξω απ’ το σταθμό να παρατηρεί
ανακουφισμένη τα κοριτσάκια. Μια απ’ τις νηπιαγωγούς την πλησίασε. «Τι σας συμβαίνει σήμερα; Σας παρατηρούσα μέσα απ’ το κτήριο που πηγαινοερχόσαστε. Μια χαρά είναι οι μικρές. Δεν πάτε μια βόλτα στην αγορά εδώ πιο κάτω να ηρεμήσετε;». Η αγορά, σκέφτηκε. Έπρεπε να ψωνίσει και το είχε ξεχάσει. Έφυγε αναζητώντας στη μνήμη της τα πράγματα που της είχαν ζητήσει. Καθώς επέστρεφε φορτωμένη με ζαρζαβατικά και φρούτα, πέρασαν από δίπλα της δυο περιπολικά με τις σειρήνες αναμμένες. Λίγο αργότερα ένας αστυνομικός με πολιτικά τη σταμάτησε στην είσοδο και πριν προλάβει να της μιλήσει τον ρώτησε θορυβημένη. «Τι συμβαίνει;». «Αυτό ελπίζουμε να μπορέσετε να μας το εξηγήσετε εσείς», της απάντησε εκείνος καθώς τη συνόδευε στο εσωτερικό της οικίας. Οι γονείς των παιδιών ήταν αναστατωμένοι. Όργωναν τη στενόμακρη αίθουσα υποδοχής πηγαίνοντας πάνω κάτω σαν δυο μονομάχοι που περιμένουν το σύνθημα για να λάβουν θέσεις και να αναμετρηθούν. Κατηγορίες εκτοξεύονταν που ήταν σχεδόν αδύνατο να τις ξεδιαλύνεις. Μιλούσαν ταυτόχρονα χωρίς να ακούει ο ένας τον άλλο και οι φράσεις τους έμπλεκαν μεταξύ τους δημιουργώντας μια νέα ξένη γλώσσα. Με το που είδαν την γυναίκα που φρόντιζε εδώ και μήνες τα παιδιά τους, ο λεκτικός θόρυβος στράφηκε εναντίον της. Εν τέλει κατάφερε να μάθει τι είχε συμβεί ύστερα από την παρέμβαση εκπροσώπου της αστυνομίας. «Απήγαγαν τα κοριτσάκια μέσα απ’ το προαύλιο του παιδικού σταθμού. Μήπως θυμάστε να παρατηρήσατε τίποτα ασυνήθιστο όταν τα πήγατε το πρωί;». Ο άντρας ήταν γύρω στα τριάντα, μετρίου αναστήματος, με μια κίτρινη καμπαρντίνα που δεν έλεγε να βγάλει κι ας έσκαγε ο τζίτζικας σε όλο το οίκημα απ’ τα τζάκια και την υπόλοιπη θέρμανση. «Όχι, τίποτα» του αποκρίθηκε εκείνη. «Μήπως κάποιο αυτοκίνητο σταθμευμένο που να είχε επιβαίνοντες; Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ή σε μια γωνία;». «Δεν θυμάμαι να πρόσεξα κάτι τέτοιο, αλλά δεν είχα και το νου μου. Τα παιδιά πρόσεχα μέχρι να περάσουν την πύλη του σταθμού». «Είχε τύχει να δείτε κάτι ασυνήθιστο τον τελευταίο καιρό;». «Το μόνο που είχα δει και το ανέφερα σε μια απ’ τις παιδαγωγούς του σταθμού πριν από καμιά βδομάδα ήταν ένα σημείο στο φράκτη που ήταν σα να είχε σκαφτεί από κάποιο ζώο. Εκεί υπήρχε ένα άνοιγμα απ’ το οποίο δεν θα ήταν κι
απίθανο να περάσει ένα παιδάκι. Με διαβεβαίωσαν ότι θα το επισκεύαζαν το συντομότερο δυνατό». «Ελάτε, πάμε να μου δείξετε πού είναι αυτό το σημείο. Όχι εσείς», τεντώνοντας το χέρι του σταμάτησε τον πατέρα των κοριτσιών που ετοιμαζόταν να ’ρθει μαζί τους. «Όχι τώρα». Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόντουσαν μπροστά του. Χώμα φαινόταν να έχει τοποθετηθεί πρόσφατα και πολύ βιαστικά. Ο άντρας γύρισε και κοίταξε τη Δήμητρα στα μάτια. «Να υποθέσω ότι δεν έχετε κάτι άλλο να μου πείτε;». «Μακάρι να μπορούσα να σας βοηθούσα, αλλά έλλειπα. Ήμουν στη λαϊκή αγορά και ψώνιζα για να ετοιμάσω στα παιδιά το αγαπημένο τους φαγητό το μεσημέρι. Πού να φανταστώ...». Τα μάτια της υγράνθηκαν. Έπρεπε όμως να το είχε φανταστεί. Δεν μπορούσε να αγνοεί άλλο τα προαισθήματά της κι ας την τρόμαζε τόσο η παρουσία τους. Επαληθεύονταν πλέον με μαθηματική ακρίβεια.
Έπρεπε να είχε επιμείνει, είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος. Επέστρεψαν στο σπίτι. Η ανάκριση συνεχίστηκε επιτόπου. Κρατήθηκαν σημειώσεις και ύστερα από ώρες πολλές το σπίτι έμεινε αδειανό και ήσυχο. Οι γονείς ανέβηκαν στον πάνω όροφο για να τσακωθούν και η Δήμητρα παρέμεινε αποσβολωμένη και μ’ έναν κόμπο στο λαιμό να κοιτάζει το χρυσαφί καθρέφτη που κρεμόταν απέναντι της, ανήμπορη να φύγει και να δεχθεί την απουσία των δυο κοριτσιών. Τη δική της απουσία αναγκάστηκε να δεχτεί ο Αριστοτέλης όταν είδε ότι πέρασαν οι γιορτές, μπήκε ο Γενάρης πιο κρύος από ποτέ και στο πάρκο δεν έλεγε να φανεί. Ούτε τα κοριτσάκια όμως. Οι απορίες και η απογοήτευσή του δεν θα εκτονώνονταν πριν από τη συνάντησή τους στο τρένο. Η Δήμητρα είχε πάθει κατάθλιψη. Κάθε μέρα έπαιρνε το λεωφορείο, στεκόταν στο ίδιο σημείο για να μπορεί να παρακολουθεί τον κόσμο, σκουπίζοντας με την παλάμη της τα θαμπά τζάμια κι έφτανε στο προάστιο που έμεναν τα κοριτσάκια. Περπατούσε μέχρι το νηπιαγωγείο σαν υπνωτισμένη και σταματούσε μπροστά απ’ το σημείο που είχε παραβιασθεί ο φράκτης, κοιτάζοντας μέσα στον κήπο, περιμένοντας να ξεχωρίσει μέσα απ’ τις φωνούλες των παιδιών την παράφωνη μουσική που τόσο της έλειπε. Στο μεταξύ, η απαγωγή είχε γίνει πρωτοσέλιδο. Δημοσιογράφοι έψαξαν και τη βρήκαν αλλά εκείνη αρνήθηκε να μιλήσει για οτιδήποτε. Σε σκανδαλοθηρικές φυλλάδες φιγουράριζαν οι γονείς της μαζί με λεπτομέρειες
φανταστικές ή μη απ’ τη μέχρι τότε ζωή τους. Η είδηση άρχισε να υποχωρεί σε οκτάστηλο και μετά να χάνεται στα ενδότερα της ειδησεογραφίας ενώ τα κοριτσάκια παρέμεναν άφαντα. Δυο βδομάδες αργότερα και είχε διαρρεύσει ότι οι απαγωγείς είχαν μετριάσει τις απαιτήσεις τους που μεταφράζονταν σε δεκάδες εκατομμύρια δραχμών. Η Δήμητρα έπαψε να παρακολουθεί τα νέα και συνειδητοποιώντας ότι είχε να δει το γιο της για ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα, βάλθηκε να ρωτάει από δω κι από κει, περνώντας και πάλι απ’ τη γειτονιά που έμενε, για να μάθει πού μπορούσε να τον βρει. Αυτήν τη φορά παραβίασε τις αρχές της, χρησιμοποιώντας ένα δεύτερο κλειδί που είχε βγάλει στα κρυφά για μια ώρα ανάγκης και που είχε ορκιστεί στον εαυτό της ότι θα το χρησιμοποιούσε μονάχα για μια τέτοια περίπτωση. Η αίσθηση ότι στο διαμέρισμα του Αντρέα θα ερχόταν αντιμέτωπη με κάτι που θα την αναστάτωνε, την είχε κυριεύσει απ’ τη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο στενό σοκάκι που οδηγούσε στο μεγάλο κτίριο που έμενε. Στο κυρίως δωμάτιο επικρατούσε χάος. Ένας ανεμοστρόβιλος δεν θα άφηνε το εσωτερικό του σε χειρότερη κατάσταση. Αυτό που κυριαρχούσε ήταν τα ρούχα. «Μα που τα ’χε βρει τόσα ρούχα ο αχαΐρευτος...» αναρωτήθηκε. Τα περισσότερα ήταν γυναικεία, βρώμικα και πολυφορεμένα. Στους τοίχους υπήρχαν λεκέδες από χρωματιστά υγρά. «Τι να ’γινε εδώ μέσα; Αν είχε φύγει για τα καλά, γιατί άφησε όλα αυτά τα ρούχα;». Σε μια γωνία πίσω απ’ το κρεβάτι έχασκε το πάνω μέρος μιας πράσινης βαλίτσας. Η Δήμητρα την τράβηξε όλη έξω για να δει το περιεχόμενό της.
ﭺ
«Και; Γιατί σταμάτησες; Τι είχε μέσα;». Ο Αριστοτέλης πέρασε στον ενικό, ενώ το τρένο μόλις έβγαινε από ένα μακρύ τούνελ, φέρνοντας τον ήλιο που μόλις είχε ανατείλει μέσα στην κουκέτα που καθόντουσαν οι συνταξιδιώτες. Η Δήμητρα είχε γυρίσει πίσω σε εκείνο το δωμάτιο και ξαναζούσε τη σκηνή ταραγμένη. «Παιχνίδια», κατάφερε να πει. «Παιχνίδια; Ποιανού;» έκανε απορημένος ο Αριστοτέλης. Η αρτηριοσκλήρωση δεν βοηθούσε, βάλτε κι ένα γεροντοέρωτα που υπέφωσκε... «Των κοριτσιών. Αυτά που πήραν μαζί τους στο σταθμό τη μέρα που χάθηκαν». Η Άννα άκουγε την ιστορία της κυρίας που καθόταν δίπλα της, τραβώντας
φωτογραφίες το προφίλ της, μαζί με το παράθυρο, δίχως η τελευταία να την αντιλαμβάνεται. Η συγκίνηση που είχε κυριεύσει τα μυτερά χαρακτηριστικά της, θα απέδιδε πιθανότατα πολύ ενδιαφέροντα πορτραίτα με φόντο ένα τοπίο που έλιωνε απ’ την ταχύτητα. Νέο υλικό για ζωγραφική. Οι λεπτομέρειες δεν την πολυενδιέφεραν. Μια απαγωγή, ε και λοιπόν; Η πρώτη ήταν ή μήπως η τελευταία; Κι εκείνος ο Αλέξης να μη λέει να ξυπνήσει. Τι και αν πήγαινε πάνω κάτω ο λαιμός του σαν ξεχειλωμένο ελατήριο; Να σαν κι εκείνο το παιχνίδι που περιέγραφε τώρα η κυρία. Το σκυλάκι με το μακρόστενο κορμό από σύρμα που το τράβαγες και το τράβαγες κι εκείνο πάντα επέστρεφε στην αρχική του θέση όσο κι αν προσπαθούσες να το ξεχειλώσεις. «… και μια κούκλα μ’ ένα ροζ φουστάνι κι ένα καπέλο με λουλούδια. Αυτά βρήκα στη βαλίτσα». «Δηλαδή, ο γιος σου ήταν μπλεγμένος σ’ αυτή την ιστορία. Και εσύ το ’μαθες με το χειρότερο τρόπο». «Όχι, θα μπορούσε να υπάρξει ακόμα χειρότερος αν τον έβλεπα ξαφνικά στις ειδήσεις. Αλλά τότε το μόνο που είχα να κάνω ήταν να τον βρω πάση θυσία. Να προλάβω γιατί ίσως τα κοριτσάκια να κινδύνευαν. Δεν ήξερα με ποιους ανθρώπους το έκανε. Μόνος του αποκλείεται να το επιχειρούσε. Τον ξέρω καλά τον Αντρέα. Είναι θρασύδειλος». «Πήρες σβάρνα λοιπόν τους τσιγγάνικους καταυλισμούς...» της είπε ο Αριστοτέλης. «Έψαξα πρώτα σε φίλους του. Παιδικούς. Πίστευα ότι τουλάχιστον ένας απ’ αυτούς θα γνώριζε πού πήγαινε για να βρει τη φιλενάδα του και δεν έπεσα έξω. Ήταν αρκετά εύκολο. Τόσο που και η αστυνομία το είχε ήδη βρει από μαρτυρίες ατόμων που παρευρέθηκαν στον τόπο της απαγωγής κι έλεγαν ότι το έκαναν τσιγγάνοι. Αποτέλεσμα; ολόκληρος ο καταυλισμός είχε ξηλωθεί από το σημείο που βρισκόταν και είχε διαλυθεί οριστικά. Κι όλα αυτά είχαν γίνει μέσα σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες. Οι απαγωγείς πιάστηκαν με τα λεφτά στα χέρια και ο γιος μου τη γλύτωσε τυχαία, αφού έπαθε λάστιχο, οδηγώντας ένα δανεικό ημιφορτηγό, ενώ κατευθυνόταν στην περιοχή τη στιγμή που οι άλλοι έκαναν έφοδο». «Και κυκλοφορεί ακόμα χωρίς να τον πιάσουν;». Το βλέμμα της Δήμητρας σκοτείνιασε. Κοίταξε για λίγο έξω απ’ το παράθυρο πέρα απ’ τις κορυφογραμμές
των βουνών κι έπειτα γύρισε κάπως αφηρημένα απαντώντας: «Τον έπιασαν. Πριν από πέντε μέρες. Μέσα τον έχουν. Μέσα...». Ύστερα απ’ αυτή την εξέλιξη, η ψυχολογική κατρακύλα της πρώην γκουβερνάντας είχε λάβει τέλος. Ήταν καιρός να αντιδράσει. Δεν υπήρχαν πια λόγοι για να παραμείνει στην πρωτεύουσα. Μετά την ευνοϊκή τροπή που είχε πάρει η υπόθεση της απαγωγής έκανε μια προσπάθεια να ξαναβρεθεί κοντά στα παιδιά που τόσο τους είχε αδυναμία. Χωρίς να το ξέρει, η ίδια αποτελούσε τη βασική αιτία προστριβής των γονιών. Ο πατέρας την υποστήριζε, χαρακτηρίζοντάς την ως «σπάνια περίπτωση ανθρώπου» που κατάφερε να βάλει σε μια σειρά τις κόρες τους και που μακροπρόθεσμα θα έθετε τα θεμέλια για τη σωστή διαπαιδαγώγησή τους, ενώ η γυναίκα του τη ζήλευε επειδή υποστήριζε ότι διεκδικούσε μερίδιο από το ρόλο της. Ένα ρόλο στον οποίο είχε λαθέψει, επειδή ο γιος της ήταν ένας άχρηστος και επιχειρούσε να επανορθώσει μέσα απ’ τα δικά τους παιδιά, υπερβάλλοντας σε βασικά θέματα ανατροφής. «Είναι αυστηρή, δεν βλέπεις πώς έχει καταντήσει τις μικρές; Αλλά πού να δεις εσύ. Είσαι και ποτέ εδώ; Για ύπνο μόνο και την Κυριακή για να διαβάσεις την εφημερίδα σου. Και μετά κάθομαι και σ’ ακούω. Ακούω τη γνώμη σου για πράγματα που δεν ζεις». Η Δήμητρα περνούσε το κατώφλι της κεντρικής εισόδου περιμένοντας με ανυπομονησία να δει τα παιδιά. Το ότι την είχαν δεχθεί εκείνη τη μέρα το όφειλε στη μητέρα τους, η οποία έσπευσε να το τονίσει απ’ την πρώτη στιγμή. «Δήμητρα, καταλαβαίνεις ότι η θέση μου είναι πολύ δύσκολη. Ξέρω ότι δεν φταις γι’ αυτό που έγινε, αλλά δεν μπορώ να αγνοήσω και το ρόλο που έπαιξε ο γιος σου. Γι αυτό δεν μπορώ να σ’ αφήσω πολύ με τις μικρές. Μισή ώρα και μετά θα ήθελα να μην ξαναβρεθούμε. Το σοκ είναι πολύ μεγάλο για μας». «Ναι, βέβαια, έχεις δίκιο. Και για μένα το ίδιο παρόλο που δεν είναι δικά μου παιδιά. Τα αγαπάω όμως πολύ και το ξέρεις. Πού είναι;». Τα λόγια δεν αρκούσαν να μεταβάλλουν την ένταση της επιθυμίας. Τα κοριτσάκια ήταν λίγο αδυνατισμένα και κάπως ατημέλητα. Μόλις την είδαν, έπεσαν πάνω της κλαίγοντας και γελώντας μαζί.
ﭺ
«Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τα είδα. Μετά απ’ αυτό αποφάσισα να
φύγω μακριά απ’ την Αθήνα κι όπως βλέπετε να ’μαι εδώ στο τρένο μαζί σας». Γύρισε και κοίταξε την Άννα που είχε σταματήσει να τραβάει φωτογραφίες, απορροφημένη απ’ την ιστορία της. «Τελικά, όλοι δείχνουν να έχουν κάποιο σοβαρό λόγο που έφυγαν απ’ την πρωτεύουσα. Αν κρίνω δηλαδή κι απ’ τον εαυτό μου...», φάνηκε σα να λέει στον άδειο διάδρομο που συνόρευε με τα παράθυρα τής άλλη πλευράς, ο Αριστοτέλης. Έπειτα, γυρνώντας προς την Άννα πρόσθεσε: «Ο δικός σας ποιος να ’ναι; Ή του νεαρού που κάθεται δίπλα σας;». «Και ποιος σας είπε ότι ο δικός μου είναι σοβαρός; Σημαντικός ναι, αλλά σοβαρό δεν θα το ’λεγα». «Δεν απέχουν και πολύ οι δυο λέξεις, δε νομίζετε; Αλήθεια, έχω την εντύπωση ότι σας έχω ξαναδεί. Πάει καιρός βέβαια. Τ’ όνομά σας;». Συστήθηκαν μεταξύ τους, ακριβώς την ώρα που ο Αλέξης εγκατέλειπε σιγά σιγά το μουσικό κόσμο του κι επέστρεφε στο παρόν, με το τρένο να ασθμαίνει ανηφορίζοντας προς την συμπρωτεύουσα. Τα μάτια του εστίασαν πρώτα στο απορημένο πρόσωπο της Άννας. Έπειτα πέρασαν κι απ’ τους άλλους δυο με μια θολούρα από την νύστα που επανήλθε όσο χρειάστηκε για να μην μπορεί να τους διακρίνει και ξαναγύρισαν στη γνώριμη μορφή. Το αίνιγμα λύθηκε ταυτόχρονα και για τον Αριστοτέλη. «Άννα;» τον πρόλαβε ο Αλέξης. «Καιρός ήταν. Τόσο άγρυπνος ήσουν και δεν μπορείς να ξυπνήσεις ακόμα;» του είπε. «Περίπου... Η Δάφνη;» «Η Δάφνη δεν μ’ ακολουθεί όπου πηγαίνω. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί δε νομίζω ότι θα ήταν και πολύ ευχαριστημένη αν σε συναντούσε εδώ μέσα». «Μου κρατάει κακία. Αλλά βιάστηκε». «Να κάνει τι; Να αποφασίσει ότι δεν της φέρθηκες σωστά; Κοίτα, για μερικούς ανθρώπους αυτό είναι αρκετό πολλές φορές». «Για άλλους πάλι όχι».
Το τρένο σταματούσε. Ο Αλέξης παρατήρησε τους πολύχρωμους δείκτες στο ρολόι που φορούσε η Άννα. Πέρασαν κιόλας δυόμιση ώρες; Δεν του άρεσαν ποτέ τα ρολόγια χειρός. Αισθανόταν πολύ καλύτερα μ’ ένα κομμάτι ακατέργαστο δέρμα δεμένο χαλαρά στον αριστερό του καρπό. Επίσης απεχθανόταν τις μακροσκελείς αναλύσεις πάνω σε προσωπικά θέματα από τρίτους. Αφήστε που υπήρχε και κοινό που παρακολουθούσε. Όπως ο Αριστοτέλης που περίμενε την απάντησή του και η Δήμητρα που έψαχνε διέξοδο για να μη συνεχίσει την αυτόβουλη εξομολόγησή της. Απ’ το διάδρομο ακούστηκε θόρυβος. Κόσμος ετοιμαζόταν να κατέβει. «Λοιπόν;» συνέχισε ο Αριστοτέλης που έβλεπε ότι ο Αλέξης είχε βουβαθεί. «Μήπως μένατε στην ίδια πολυκατοικία με μένα; Ναι, εκεί μένατε. Θυμάμαι και τον αδερφό σας τον Κώστα, σας νοικιάζαμε το διαμέρισμα στο δεύτερο. Τη Γεωργία θα πρέπει να την είχατε δει αρκετές φορές. Ερχόταν για τα κοινόχρηστα». Η Άννα τον κοίταζε, αλλά η φυσιογνωμία του είχε χαθεί πίσω απ’ τους καμβάδες και τους καυγάδες με τον αδερφό της. Αδύνατον να τον θυμηθεί. «Πάντως, ο νεαρός δεν ήταν γείτονάς μας» είπε εν τέλει κοιτάζοντας τον Αλέξη, που ήθελε απεγνωσμένα να επιστρέψει στην οχλοβοή του σκληρού ροκ που στριμωχνόταν ανάμεσα στα καλώδια των ακουστικών του. «Κι όμως, δεν μένει και πολύ μακριά σας». «Έμενε», έσπευσε να προσθέσει ο Αλέξης, υπενθυμίζοντας την αλλαγή και στον ίδιο του τον εαυτό. «Κάτι ήξερα που το ’λεγα πιο πριν. Όλοι εδώ μέσα έχουν έναν πραγματικά σοβαρό λόγο για ν’ αφήσουν πίσω την Αθήνα», ξανάπε ο Αριστοτέλης. Στο σταθμό παρέμειναν για ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα. Το τρένο θα νόμιζε κανείς πως είχε σχεδόν αδειάσει, κρίνοντας απ’ αυτά που έβλεπε απ’ τα παράθυρα. Ύστερα, με ένα στριγκό μεταλλικό ήχο, επιτάχυνε απότομα, κάνοντας τους επιβάτες να χάσουν την ισορροπία τους. Αυτοί που καθόντουσαν με την ίδια φορά που κινούνταν το τρένο, έπεσαν προς τα πίσω, κολλώντας την πλάτη τους στα καθίσματα, προσπαθώντας την ίδια στιγμή να αποφύγουν αυτούς που βρίσκονταν απέναντι τους, οι οποίοι απέκτησαν ξαφνικά μια αναπόδραστη επιθυμία να τους αγκαλιάσουν. Το ταξίδι συνεχιζόταν με μεγαλύτερη ταχύτητα. «Ίσως ν’ άλλαξαν τον οδηγό», είπε ο Αριστοτέλης μόλις
άφησε τα πόδια της Δήμητρας και επανήλθε στην κανονική του θέση. Αισθανόταν ότι είχε έρθει η ώρα να πει τη δική του ιστορία στους συνταξιδιώτες του. Το στόμα του ετοιμάστηκε να ανοίξει για ν’ αφήσει τις πρώτες λέξεις να φύγουν, αλλά και πάλι κάποιος τον πρόλαβε. Στο διάδρομο στεκόταν ένας ψηλός γεροδεμένος άνδρας, γύρω στα σαράντα, και δίπλα του μια γυναίκα με ένα τσιγάρο στο χέρι, στην ίδια περίπου ηλικία, με προσεγμένο ντύσιμο κι έντονο βάψιμο στα μάτια.
Επτά.
«Ορίστε», ξεκίνησε να της λέει εκείνος με μια φωνή που θύμιζε καπετάνιο στη γέφυρα να δίνει εντολές: «Μπορείτε να καθίσετε εδώ, έχει δυο θέσεις ελεύθερες». Όλοι είχαν γυρίσει και περίμεναν την απάντηση της γυναίκας σα να παρακολουθούσαν ένα ακόμα επεισόδιο από γνωστή σαπουνόπερα. «Μα σας είπα», του έκανε εκείνη, απελευθερώνοντας ένα σύννεφο καπνού στα σκληρά χαρακτηριστικά του, «είμαι μια χαρά μαζί σας, άλλωστε, δεν την μπορώ την πολυκοσμία». «Ούτε κι εγώ όμως», συνέχισε εκείνος και ξαναγύρισε στην κουκέτα που βρισκόταν πίσω ακριβώς απ’ αυτήν που της είχε προτείνει να κάτσει. Εκείνη ρουφούσε σιγά σιγά το τσιγάρο της, ρίχνοντας ματιές στους ταξιδιώτες που κάθονταν λίγο πιο πέρα. Η αλήθεια ήταν ότι περίμενε κάποιος να την αναγνωρίσει. Δεν ήτανε δα και τόσο άσημη. «Διάβολε», σκέφτηκε, «είναι δυνατόν απ’ αυτούς τους τέσσερις να μη μ’ έχει δει κανείς σε ένα δελτίο ειδήσεων; Τέσσερις μήνες δουλεύω στο κανάλι. Ειδικά σε εκείνη την εκπομπή που είχαν αποκαλύψει το σκάνδαλο με τη δασκάλα και τον παπά. Ήμουν πράγματι πολύ καλή. Δεύτερο ρόλο, αλλά όπως είχε πει και ο αρχισυντάκτης, η έρευνά μου άξιζε για πρώτο. Βέβαια μετά απ’ αυτήν, το χάος! Πάλι καλά που υπήρχε και η δουλειά στο περιοδικό». Στον σταθμό που πριν από ώρα είχαν αφήσει πίσω, είχε κατέβει όλο το έμψυχο περιεχόμενο της κουκέτας, αφήνοντάς την με ένα άντρα που δεν είχε αρθρώσει κουβέντα μέχρι εκείνη τη στιγμή και που έμοιαζε να μην έχει διάθεση να το κάνει ούτε και στο βασανιστικά μεγάλο ταξίδι που υπολειπόταν για να φθάσει στον προορισμό της. Έτσι αποφάσισε να μιλήσει εκείνη και να σπάσει τον πάγο. Στην αρχή το κλίμα ήταν τυπικό και ευγενικό και απ’ τις δυο πλευρές. Έπειτα εκείνος άρχισε να δυσανασχετεί, διπλώνοντας και ξεδιπλώνοντας τα πόδια του κάθε λίγο και λιγάκι, τρίβοντας τις παλάμες στο κοτλέ παντελόνι του, κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, καθώς εκείνη προχωρούσε σε λεπτομέρειες απ’ την προσωπική ζωή γνωστών ονομάτων της έβδομης τέχνης που αποτελούσαν και το αντικείμενο της δουλειάς της τον τελευταίο καιρό. Καθόλου δεν τον ενδιέφερε το περιεχόμενο της ακατάσχετης πολυλογίας της. Τόσο ωραία γυναίκα και να ακυρώνει το μοναδικό παρουσιαστικό της με αμέτρητες μπούρδες; Παρόλα αυτά όταν έμειναν οι δυο τους δεν πίστευε την τύχη του. Θα μπορούσε να τη φλερτάρει με την ησυχία του. Είχε προσέξει ότι τον κοιτούσε απροκάλυπτα, ενώ μιλούσε με μια κυρία που καθόταν δίπλα της. Θα έπρεπε να το είχε φανταστεί. Οι όμορφες γυναίκες
που επιτίθενται στα αρσενικά έχουν τις βίδες λάσκα. Μα δεν γινόταν όμως να μην της δώσει μια ευκαιρία έστω και για να επαληθεύσει τα πιστεύω του. «Δεν ερχόσαστε να με βοηθήσετε; Έτσι όπως τρέχει το τρένο, δεν μπορώ να κρατηθώ». Η ταχύτητα που είχε αναπτύξει η αμαξοστοιχία, δημιουργούσε την αίσθηση ότι σε λίγο θα έβγαιναν από κάπου φτερά κι εκεί που θα έπρεπε να στρίψουν, θα πετούσαν μέχρι την επόμενη καμπύλη, κάνοντάς τα όλα ευθεία, διαγράφοντας βουνά, ανηφόρες, κατηφόρες, γέφυρες και τούνελ, υποχρεώνοντας το τοπίο να προσαρμοστεί στη δική τους πορεία. Ο άντρας σηκώθηκε προσεκτικά κι αφού πιάστηκε απ’ τη γυαλιστερή μπάρα που διέτρεχε από άκρη σε άκρη το βαγόνι, έφτασε δίπλα της, πέρασε το χέρι του απ’ τη μέση της και την τράβηξε κοντά του. Για λίγο τα πρόσωπά τους ήρθαν πολύ κοντά κι εκείνη πίστεψε ότι κάτι θα γινόταν. Εκείνος όμως έστρεψε το βλέμμα προς τα άδεια καθίσματα και τη βοήθησε να φτάσει μέχρι εκεί. «Αυτός ο τύπος θα μας σκοτώσει», είπε σα να μιλούσε πιο πολύ στον εαυτό του. «Στοίχημα με τον εαυτό του θα έβαλε ότι σήμερα θα κάνει ρεκόρ διαδρομής ». Στη διπλανή κουκέτα η Άννα συνέχισε να μιλάει με τον Αλέξη για τη σχέση του με τη φίλη της τη Δάφνη, την ιστορία με τη συγκάτοικό της τη Μαργαρίτα, το δικό του πάθος για τη μουσική και το βινύλιο, αγνοώντας πλήρως αυτά που εξιστορούσε ο Αριστοτέλης στη Δήμητρα. Ο ηλικιωμένος κύριος βλέπετε είχε για πρώτη φορά το χρόνο με το μέρος του, αλλά και τη διάθεση να της μιλήσει για τον εαυτό του. Ανακαλούσε την επομένη από εκείνο το απόγευμα που την είχε δει μόνη της στο πάρκο και της είχε προτείνει να περάσουν μαζί τις γιορτές. Η μοίρα επεφύλασσε και στους δυο εκπλήξεις. Εκείνη θα ζούσε από κοντά τη φρίκη μιας απαγωγής κι ο ίδιος ενός αιφνιδίου θανάτου. Αυτού της γυναίκας του.
ﭺ
Έρχεται μια μέρα στη ζωή που όσα έχεις ευχηθεί για ένα κοντινό σου πρόσωπο σβήνουν κάτω απ’ το βάρος της αναπάντεχης «αναχώρησης». Οι δύσκολες στιγμές, η ταπείνωση, η άλωση της αξιοπρέπειας λιώνουν στο χωνευτήρι της απώλειας, αφήνοντας πίσω μια σειρά από γεγονότα που έχουν χάσει πια το ειδικό τους βάρος. Τελείται μια άφεση αμαρτιών με αυτοματοποιημένες
διαδικασίες που υποδεικνύονται απ’ το υποσυνείδητο. Η ζωή του Αριστοτέλη με τη Γεωργία ήταν μια τεράστια ανηφόρα. Από τότε που την ξεκόλλησε απ’ την αριστοκρατική της καταγωγή, περασμένα προπολεμικά μεγαλεία που στόλιζαν τις αδιαπέραστες μελαχρινές κοτσίδες της, δεν έπαυε να λέει στον εαυτό του, από μέσα του στην αρχή, λίγο αργότερα μεγαλοφώνως μιας και δεν τον υπολόγιζε κανείς στο ίδιο του το σπίτι, ότι «η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται». Και ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό με τα γερμανικά σύννεφα να έχουν διαλυθεί για πάντα απ’ τον αττικό ουρανό, που, πηγαίνοντας σ’ έναν πελάτη με τον πατέρα του την είδε να καλλωπίζει τις τριανταφυλλιές που έγερναν προκλητικά έξω απ’ το φράκτη του πατρικού της, έτοιμες να προκαλέσουν βαθιές αμυχές σ’ όποιον βιαζόταν να περάσει δίχως να τις προσέξει. Ο Αριστοτέλης αισθάνθηκε ανήμπορος να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Εκείνη να κόβει τα λουλούδια και τα κλαδάκια, χωμένη ανάμεσά τους με ένα λιτό φόρεμα και τις κοτσίδες της έτοιμες να τη βάλουν σε μπελάδες με τα αγκαθάκια. Σε ένα κόσμο δικό της, εκεί όπου οι ιππότες έδιωχναν ακόμα τους κακούς και έπαιρναν τα δροσερά κορίτσια, χαρίζοντάς τους όλες τις ανέσεις του κόσμου. Και ποιος ήταν ο σκοπός της Γεωργίας; Μα να παντρευτεί πάση θυσία έναν εύπορο άντρα και ν’ αφήσει τη δική τους περιουσία, που ετοιμαζόταν να καταρρεύσει, στα χέρια των αδερφών της. Όσο για τον Αριστοτέλη; Αυτός χωρίς να το ξέρει, πληρούσε τις προϋποθέσεις. Ο πατέρας του είχε μια καραμελοποιία, η οποία έχασε τη λάμψη της με τον πόλεμο, κατάφερε όμως να ξαναλειτουργήσει μετά τη λήξη του και να ανακτήσει σιγά σιγά την καλή της φήμη. «Ο διάδοχος», όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά στην αγορά ο κύριος Άνθης, που είχε ξεκινήσει στα νιάτα του να δουλεύει με δυο σακιά ζάχαρη και πολλή φαντασία, χειριζόταν τα συναισθηματικά του μάλλον άτσαλα μέχρι τότε. Κατάφερνε να μπλέκει με κοπέλες που έβγαιναν παρέα με τους γονείς τους, μην έχοντας καμία διάθεση να διακινδυνέψουν την παρθενιά τους, και κατέληγε να κάνει παρέα μ’ αυτούς, ενώ οι στυτικές του ανησυχίες τον έκαναν να κοκκινίζει κάθε φορά που χρειαζόταν να σηκωθεί για να πάει στην τουαλέτα, ελπίζοντας ότι μια γρήγορη εκτόνωση θα έσβηνε τους ανεκπλήρωτους πόθους του. Με τη Γεωργία τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή. Μια σειρά από αγκάθια χάραξαν γραμμές πάνω στο ατσαλάκωτο πουκάμισο του Αριστοτέλη, γεμίζοντάς το με κόκκινα στίγματα. Όσο κι αν φανταζόταν πριν από μια στιγμή τον τρόπο για να τη γνωρίσει, αυτή η απλή εξέλιξη δεν θα μπορούσε να περάσει απ’ το φορτωμένο μυαλό του. «Ω, χίλια συγγνώμη» είπε η Γεωργία με το που είδε το κόκκινο του υφάσματος να συναγωνίζεται τα αγαπημένα της λουλούδια. Μια ψηλή φιγούρα εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως από πίσω της. «Έχει μανία με τον κήπο. Να μας συγχωρέσετε, θα σας καλούσα για έναν καφέ, αλλά... δεν έχουμε!» είπε χαμογελώντας ο πατέρας της. «Είναι και το σπίτι άνω κάτω. Ή μάλλον κάπως άδειο. Ξέρετε,
πολλά έπιπλα τα δώσαμε, άλλα τα κάψαμε». Ο κύριος Άνθης που ήταν έμπορος και συνήθιζε να κουβεντιάζει μ’ όλο τον κόσμο, βιάστηκε να δώσει γνωριμία, ξεχνώντας να προσθέσει και τ’ όνομα του γιού του. Τα ακουστικά νεύρα της Γεωργίας όμως άρχισαν να διεγείρονται ηδονικά, καθώς γέμιζαν με πληροφορίες που αφορούσαν την επιχείρηση του καραμελοποιού και κάπου εκεί θυμήθηκε να ρίξει μια προσεκτική ματιά στο γιο του. «Καθόλου κακός», σκέφτηκε, αλλά ο αγαπητικός της που υπηρετούσε την πατρίδα ήταν καλύτερος. Χαλκίδα-Αθήνα, κάθε επτά μέρες. Παραμονή μικρότερη από δώδεκα ώρες και αναχώρηση. Το διάστημα ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει ένας μεγάλος έρωτας. Υπομονή που θα γινόταν πιο εύκολη τώρα που θα υπήρχε χρόνος και για ζαβολιές μες την εβδομάδα με τον καραμελάκια. Η Γεωργία είχε χάσει ήδη την αθωότητα της εφηβείας και σα γυναίκα κολακευόταν με την προοπτική ενός δεύτερου άντρα κι ας ήταν μόνο για να περνάει την ώρα της. Αλλά ποιος στ’ αλήθεια ήξερε τι θα συνέβαινε στο μέλλον σε τόσο δύσκολες εποχές; Ο καλός της είχε βάλει πλώρη για καριέρα στο εμπορικό ναυτικό κι ετοιμαζόταν να αλωνίσει τις θάλασσες μόλις θα έπαιρνε το απολυτήριό του, δίνοντας υποσχέσεις για υπερατλαντικά ταξίδια και παχυλές αμοιβές. Μελλοντικές επενδύσεις στην ανερχόμενη ναυτιλία κι άλλα τέτοια θριαμβευτικά ξεσπάσματα είχαν ξεριζώσει τον αυθορμητισμό απ’ τα μυαλά της κοπέλας του πριν καλά καλά προλάβει να παίξει τον ιδιαίτερο ρόλο του σε μια σχέση που μύριζε γάμο, αλλά και παρατεταμένα διαστήματα συζυγικής απουσίας. Ο Αριστοτέλης συνάντησε το ζαχαροπλάστη της περιοχής, διακρίνοντας μονάχα καρδούλες αντί για πάστες στις βιτρίνες του. «Θα πρέπει να δίνεις σημασία στον πελάτη. Να τον κάνεις να αισθάνεται σπουδαίος», του είπε ο πατέρας του, βλέποντάς τον αφηρημένο: «Μη φοβάσαι, το εμπόριο δεν πέθανε εξ αιτίας του πολέμου. Ακούς φήμες και επηρεάζεσαι. Το εμπόριο ποτέ δεν πεθαίνει, απλά ασθενεί. Κι εμείς είμαστε εδώ για να το συνεχίσουμε και να το φροντίσουμε ώστε να γίνει καλά άρα κι εμείς καλύτερα». Με κάτι τέτοιες θεωρίες από τον πατέρα του ζούσε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Όταν μια πρόταση έφθανε στ’ αυτιά του την ώρα που στεκόταν πάνω απ’ τη μακρόστενη, βαριά μηχανή που τύλιγε τις καραμέλες ή τη στιγμή που έπαιρνε το χαρτζιλίκι που του άφηνε πάνω στο επιτραπέζιο ρολόι που είχε σφηνώσει ανάμεσα σε δυο χαρτόκουτα, ήξερε πώς θα συνεχίσει και τι θα περιέχει. Τέσσερα ζευγάρια μάτια δεν καταδέχονταν να κοιτάξουν τους χρυσαφένιους δείκτες αυτού του ρολογιού, πριν εκείνοι δείξουν το πέντε και το δώδεκα. Η ευγένεια και η συνέπεια κληρονομήθηκαν και στο γιο μαζί με μια αδυναμία στον ποδόγυρο. Μονάχα που εκεί ο πατέρας ήταν σαφώς ανώτερος απ’ τον Αριστοτέλη. Ευτυχώς η μητέρα του δεν αντιλήφθηκε τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους εξαφανιζόταν
κατά καιρούς ο σύζυγός της, μιας και ο γιος της δεν τους της αποκάλυψε ποτέ. Η σύντομη γνωριμία του Αριστοτέλη με τη Γεωργία τον έκανε να δείξει υπερβάλλοντα ζήλο στη δημιουργία και την ολοκλήρωση της παραγγελιάς του πελάτη απ’ το Φάληρο. Οι «μεταξωτές», όπως συνήθιζαν να αποκαλούν ένα συγκεκριμένο είδος δίχρωμες καραμέλες, αγκάλιαζαν ένα μεγάλο καρφί, για να στριφογυρίσουν η μια μέσα στην άλλη κι εκείνος φαντασιωνόταν ότι τύλιγαν το λεπτό κορμί της Γεωργίας και κατέληγαν στα αισθησιακά της χείλη. Για πρώτη φορά πήρε το εμπόρευμα σε δυο χαρτόκουτα κι έφυγε χωρίς συνοδεία για να το παραδώσει, ξεχνώντας να υπολογίσει το βάρος και την αξία του. Το τραμ αργούσε ανυπόφορα μέχρι να διασχίσει μια απόσταση που για εκείνη την εποχή ισοδυναμούσε με ολόκληρη την Αθήνα. Στεκόταν όρθιος και κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο, ενώ μέσα του επαναλάμβανε στερεότυπες φράσεις, φροντίζοντας να τις τοποθετεί με τη σωστή σειρά, έτσι όπως θα έπρεπε να τις πει για να μην κάνει λάθος και φανεί ότι το τρακ και η προσμονή τον είχαν κυριεύσει. Μέσ’ το μυαλό του η Γεωργία φορούσε πάλι τα ίδια ρούχα, βρισκόταν στην ίδια θέση, φροντίζοντας τα ίδια λουλούδια, μόνη και με αρκετό χρόνο πριν εμφανιστεί και πάλι ο πατέρας της, για να μιλήσουν και να κανονίσουν κάποιο ραντεβού. Κάποτε κατέβηκε απ’ το τραμ κι έπιασε να περπατάει, σχεδόν να τρέχει, κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου, με την αύρα της θάλασσας να παλεύει να διώξει τη μυρωδιά του αρωματικού σιροπιού που του άφηνε η πολύωρη παραμονή στην καραμελοποιία. Όταν πια έφτασε έξω απ’ τη σκουριασμένη καγκελόπορτα, η ησυχία που βασίλευε στο εσωτερικό τον έκανε να ανησυχήσει και να πιστέψει αρχικά ότι το σχέδιό του βρισκόταν πλέον σε κίνδυνο. Χτύπησε το κουδούνι που κρεμόταν ξεχαρβαλωμένο σε μια γωνία και περίμενε. Καμία απάντηση δεν ήρθε απ’ το εσωτερικό της παλιάς μονοκατοικίας. Τα λεπτά κυλούσαν, ξεπερνώντας το πρώτο τέταρτο της ώρας και κανείς δεν είχε φανεί. Ούτε καν γείτονες. Απογοητευμένος τράβηξε προς το ζαχαροπλαστείο όπου θα άφηνε τις καραμέλες. Εκεί συνεχίστηκε η κακή του τύχη με τον πελάτη να τον επιπλήττει για την αφηρημάδα του. «Ερωτευμένος είσαι; Τη μια μου ’ρχεσαι γεμάτος αίματα με τον πατέρα σου και την άλλη με τις καραμέλες ορφανές», του φώναξε δυσαρεστημένος και μόνο άδικο δεν είχε. Το εμπόρευμα δεν παραδόθηκε. Έπρεπε να επιστραφεί και να ξαναγυρίσει ζυγισμένο και τιμολογημένο. Ποιος άκουγε τώρα τον πατέρα του. Συννεφιασμένος βγήκε απ’ το μαγαζί και τότε ανακάλυψε ότι η πιο απλή σκέψη που τον είχε προσπεράσει πιο πριν, έλαμπε τώρα μπροστά απ’ το ζεστό ήλιο του Μάη. Είχε λοιπόν άλλη μια ευκαιρία να περάσει απ’ το σπίτι της Γεωργίας. Κι αυτήν τη φορά στάθηκε τυχερός. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, ένα σκυλί γαύγιζε ασταμάτητα, τρέχοντας πάνω κάτω στον κήπο, ακολουθούμενο απ’ τη Γεωργία κι ένα τσούρμο νεαρές που το
κυνηγούσαν. Η σκηνή διακόπηκε απότομα όταν ο σκύλος πήρε είδηση τον απρόσκλητο επισκέπτη και χίμηξε καταπάνω του για να τον καλωσορίσει. Η φανταστική στιχομυθία που είχε επινοήσει ο Αριστοτέλης πήγε περίπατο. Λίγο έλειψε να το βάλει στα πόδια και θα το είχε κάνει αν δεν βρισκόταν εκεί η Γεωργία που πήρε μόνη της πρωτοβουλία, τραβώντας το τετράποδο από το πουκάμισό του. «Απ’ ό,τι βλέπω, σου σκίσαμε και δεύτερο πουκάμισο μέσα σε δυο μέρες Αριστοτέλη». «Εντάξει είμαι, μην ανησυχείς» της είπε εκείνος. «Έλα μέσα, έχω καλέσει τρεις φίλες για φαγητό, αλλά δεν νομίζω ότι θα τις πείραζε να κάτσει κι ένας άντρας μαζί μας». Του χαμογέλασε με νόημα. Η αμηχανία είχε βαρύνει κάπως τα πόδια του. Εκείνη τον είδε που δίσταζε και πρόσθεσε: «Εκτός αν πρέπει να επιστρέψεις στον μπαμπά σου, οπότε …». «Οπότε θα ’θελες να πάμε κανένα σινεμά;» κατάφερε να της πει εκπλήσσοντας και τον ίδιο του τον εαυτό. Η τύχη του τελικά είχε αλλάξει εκείνη τη μέρα. Πέντε ραντεβού αργότερα και η Γεωργία άφηνε τον Αριστοτέλη να της πιάνει το στήθος και να τη χαϊδεύει ανάμεσα στα πόδια. Για τα υπόλοιπα έπρεπε να περιμένει ίσως και για πάντα. Στο μυαλό της Γεωργίας βασίλευε ο έρωτας με τον αξιωματικό του ναυτικού που ερχόταν σαν μαινόμενος ταύρος κάθε επτά μέρες, Σάββατο βράδυ, για να την υποτάξει στις βίαιες σεξουαλικές του ορέξεις. Αυτήν του τη συμπεριφορά τη δικαιολογούσε μέσα της, πιστεύοντας πως όταν πια θα παντρεύονταν, ως διά μαγείας θα άλλαζε. Κι αν κάτι τέτοιο δεν γινόταν, και πάλι εκείνη θα έβρισκε τον τρόπο να το πετύχει. Οκτώ Σάββατα στη σειρά μετρούσε ο Αριστοτέλης και οι δικαιολογίες της καλής του δεν του αρκούσαν πια. Τη μια ήταν ο πατέρας της, την άλλη ο αδερφός της, την τρίτη η μικρή αδερφή της, την τέταρτη πάλι ο πατέρας της και πήγαινε λέγοντας. Η απροθυμία της Γεωργίας για περισσότερη δράση είχε αρχίσει να υποχωρεί. Τα ερωτικά παιχνίδια φούντωναν την επιθυμία του Αριστοτέλη για ολοκλήρωση της σχέσης του και η υπομονή του πίεζε αφόρητα τα γεννητικά του όργανα. Αποφάσισε, λοιπόν, να φτάσει στα άκρα κι ένα Σάββατο βράδυ, μια ώρα μετά την άφιξη του ένστολου εραστή στο σπίτι της Γεωργίας, κουνούσε με χάρη ένα κόκκαλο στην είσοδο του κήπου, αφήνοντας έπειτα από λίγο το σκύλο σε βουλιμική ευδαιμονία, προχωρώντας ανενόχλητος στο εσωτερικό και χρησιμοποιώντας την εξωτερική σκάλα που ανέβαινε στο πίσω μέρος του πάνω ορόφου. Εκεί υπήρχαν δυο δωμάτια. Το ένα ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και το δεύτερο πάλευε να κρύψει τα ακανόνιστα σχήματα απ’ τις σκιές που ξέφευγαν απ’ το πορτοκαλί φως των κεριών. Το κρεβάτι έτριζε και οι ανάσες αντικαθιστούσαν τις φωνές. Ο Αριστοτέλης πλησίασε στο ανοικτό παράθυρο. «Σιγά ντε, θα μας πατήσεις». Γύρισε να δει από πού ερχόταν ο ψίθυρος και με
μεγάλη του έκπληξη διέκρινε καθισμένους στο μάρμαρο του μπαλκονιού τα δυο αδέρφια της Γεωργίας. «Τι κάνετε εσείς εδώ;» ρώτησε οργισμένος. «Ό,τι ήρθες να κάνεις κι εσύ», απάντησε ο ένας αδερφός, χαμογελώντας πονηρά: «Να πάρουμε ιδέες!». Ο Αριστοτέλης έκανε μεταβολή. Κατέβηκε τη σιδερένια σκάλα κάνοντας όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσε και κοπάνησε την εξώπορτα φεύγοντας. Όμως η αντίδρασή του δεν έμεινε σε θεατρινισμούς όπως νόμισε η Γεωργία, που ήδη έψαχνε τρόπους στο μυαλό της για να τον επαναφέρει, αν χρειαζόταν, στην αγκαλιά της, καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται κάτω απ’ το αχνό φως του δρόμου. «Ποιος ήταν αυτός;» την ρωτούσε απορημένος και λίγο ζαλισμένος ο αξιωματικός. «Ξέρω ’γω, κανένας ματάκιας. Θρασύτατος όμως ο ηλίθιος ε; Να μπει στο σπίτι μας...» του απάντησε. «Μωρέ αν τον έπιανα στα χέρια μου...» της είπε εκείνος και την έσπρωξε και πάλι μέσα στο δωμάτιο. Τ’ αδέρφια της είχαν τραβηχτεί λίγο πιο πέρα, απολαμβάνοντας το διάλειμμα κάτω απ’ τα αστέρια. Η προβολή όπου να ’ναι θα ξανάρχιζε …. Το απόγευμα της Κυριακής ο πατέρας της Γεωργίας επέστρεφε απ’ το κυνήγι ή το ψάρεμα, ανάλογα την εποχή. Αυτήν τη φορά με το αλάτι να έχει κάτσει στα γένια του και τα νεκρά ψάρια να απειλούν να γλιστρήσουν απ’ το καλάθι όπου τα είχε στριμώξει, γυρνούσε το σύρτη της πόρτας όταν άκουσε μια γνωστή διαπεραστική φωνή να τον καλεί. «Μπαμπά, έχουμε επισκέψεις». Ο κύριος Άνθης μαζί με το γιο του είχαν καταφθάσει μ’ ένα μάτσο λουλούδια και μπόλικες καραμέλες, ντυμένοι επίσημα, και τον περίμεναν καθισμένοι γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι, με τη Γεωργία να μοιάζει σα να έχει μόλις σηκωθεί από ένα βαρύ μεσημεριανό ύπνο και τα δυο της αδέρφια να έχουν χαθεί στο σαλόνι, ψάχνοντας δήθεν βάζα που ούτως ή άλλως είχαν σπάσει. «Ήρθαμε να ζητήσουμε το χέρι της κόρης σου», βιάστηκε να πει ο κύριος Άνθης, μετά την ανταλλαγή των τυπικών χαιρετισμών. Η αιφνίδια απόφαση του Αριστοτέλη είχε ενθουσιάσει τον πατέρα του, που έβλεπε επιτέλους για πρώτη φορά στα μάτια του γιου του τη δική του τόλμη. Ο ίδιος πάλι, μέσα απ’ αυτήν του την κίνηση έβλεπε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη γυναίκα που πολύ θα ήθελε να φιλήσει με πάθος μπροστά από τη μεγαλύτερη εκκλησία της Αθήνας, έχοντας όμως βάλει πριν τα πράγματα στη θέση τους. Η Γεωργία έπρεπε να διαλέξει. Απ’ τη δύσκολη θέση ανέλαβε να τη βγάλει ο πατέρας της, που έβλεπε επιτέλους φως στο τούνελ κι επειδή εύκολα παρασυρόταν, ήσυχα γηρατειά. Οι καραμέλες θα έλιωναν σε όλο και περισσότερα στόματα, καθώς η οικονομική ανάπτυξη της χώρας έπαιρνε αργά μεν σταθερά δε, την ανιούσα, και έτσι τα χρόνια του θα περνούσαν με καλάμι, τουφέκι και ολίγη κηπουρική. Και τ’ άλλα δυο παιδιά του τι θα απογίνονταν; Αυτό όμως το κομμάτι δεν θα χάλαγε το ηλιοβασίλεμα, γιατί απλά δεν υπήρχε χώρος για περίσκεψη παρά μονάχα για διασκέδαση. Ευτυχώς
που το κρασί είναι απ’ τις απολαύσεις που μπορείς να γευτείς ακόμα κι αν έχουν περάσει χρόνια από τότε που δημιουργήθηκε. Κατέβηκε στο κελάρι κι έφερε τρία μπουκάλια για να γιορτάσουν την... απόφασή του. Η κόρη του προσπαθούσε εδώ και ώρα να καταλάβει γιατί δεν αντιδρούσε και συνέχιζε να χαμογελάει στο μελλοντικό πεθερό της σα να ήταν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου. Όταν έφυγαν οι απρόσκλητοι καλεσμένοι, κάθισε σε μια παλιά ξύλινη κουνιστή καρέκλα, έβαλε τα πόδια της πάνω στο αναστατωμένο τραπέζι και θυμήθηκε την προηγούμενη νύχτα πάθους. Ο Αριστοτέλης την είχε δει να δίνεται σ’ έναν άγνωστο, όπως ποτέ δεν είχε δοθεί σ’ εκείνον και η αντίδρασή του ήταν, αντί να την κάνει μαύρη στο ξύλο και να την εξευτελίσει στην οικογένεια και τον περίγυρό της, να τη ζητήσει σε γάμο. Αναμφίβολα, εντυπωσιακή και απρόβλεπτη κίνηση. Όσο κι αν στο μυαλό της ο έρωτας είχε τη μορφή του μελλοντικού καπετάνιου, η στέρεα γυναικεία λογική τής γέμιζε τ’ αυτιά με την απτή πραγματικότητα, που ήταν απολύτως έτοιμος να της προσφέρει ο Αριστοτέλης, χωρίς τις ατέλειωτες αναμονές που ο έρωτάς της απαιτούσε. Πέρασαν μήνες από εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα και η Γεωργία συνέχιζε νοερά να κουνιέται πάνω στην καρέκλα, εξακολουθώντας, με αμείωτη ένταση τις συνευρέσεις με τον αξιωματικό, παρά τον «αρραβώνα» της. Μόνο που εκείνος στο μεταξύ είχε φύγει πια για τη σχολή εμποροπλοιάρχων, με αποτέλεσμα να έχει αλλάξει τόπο και χρόνο στις συναντήσεις τους, διευκολύνοντάς την με αυτό τον τρόπο από τη μια να διατηρεί και τους δυο δεσμούς «ζεστούς» κι από την άλλη, δοκιμάζοντας την ερωτική δεξιοσύνη του καραμελοποιού στο κρεβάτι, να προσπαθεί τάχα να πάρει μια απόφαση, μια και οι πιέσεις που δεχόταν κι απ’ τους δυο ήταν αφόρητες. Τη λύση τελικά έδωσε η ίδια η μοίρα, η οποία μάλλον είχε βαρεθεί να παίζεται αυτό το παιχνίδι και να μην την υπολογίζει ή καλύτερα να τη λογίζεται κανείς. Τα τετράτροχα οχήματα είχαν αρχίσει να πληθαίνουν στους δρόμους της πρωτεύουσας και μαζί μ’ αυτά ένας μεγάλος αριθμός ανίδεων οδηγών, οι οποίοι δοκίμαζαν σε κάθε ευκαιρία τη γλύκα της ταχύτητας, ανεξάρτητα απ’ τις συνθήκες, την κατάσταση των δρόμων και την ύπαρξη άλλων οχημάτων στο διάβα τους. Ένας τέτοιος οδηγός, μ’ ένα φορτηγό γεμάτο παλιοσίδερα, βγήκε στο αντίθετο ρεύμα και σταμάτησε την καρδιά του αντίζηλου του Αριστοτέλη, που κατευθυνόταν μέσ’ τα μαύρα σκοτάδια στη Βουλιαγμένη για να συναντήσει την καλή του. Ο οδηγός δεν βρέθηκε ποτέ. Το φορτηγό είχε κλαπεί το ίδιο απόγευμα από ένα σιδηρουργείο στην Ερμού. Τελεία και παύλα. Το γεγονός έφθασε στ’ αυτιά της Γεωργίας το επόμενο πρωινό από τον αδερφό του θύματος και στάθηκε ικανό για να φτιάξει ένα μύθο που δεν θα ατονούσε ποτέ. Η ανεκπλήρωτη ολοκλήρωση της σχέσης τους εκείνο το βράδυ, θα ακολουθούσε
πάντα το υποθετικό «αν» στις μελλοντικές διαμάχες και προστριβές που θα είχε με τον Αριστοτέλη. Γιατί παρόλη την προσωπική της τραγωδία, ο γάμος τελέσθηκε πριν καλά καλά κλείσει ο νεκρός σαράντα μέρες στο υπόγειο «σπίτι» του και η δικαιολογία που έδινε η ίδια στον εαυτό της ήταν ότι αν δεν το έκανε, θα τρελαινόταν απ’ τη στεναχώρια. Υπήρχε βέβαια και το «παράδειγμα» της γιαγιάς, που ερωτεύθηκε σφόδρα έναν οδοντίατρο, ο οποίος πέθανε κι αυτός αιφνιδίως από καρδιά χωρίς να προλάβει να τον παντρευτεί. Μετέφερε λοιπόν την ανάμνησή του αλλά και τα προσωπικά του αντικείμενα στο γάμο που έκανε ύστερα από λίγους μήνες με κάποιον που την πολιορκούσε. Η τελευταία επιθυμία που είχε διαβιβάσει στην έγγονα της ήταν να θαφτεί παρέα με τη φωτογραφία του γιατρού στο σάβανο της! Σκηνές απείρου κάλλους είχαν εκτυλιχθεί όταν το φέρετρο, που κατέβαζαν απ’ το τρίτο πάτωμα, παρουσία συγγενών και γειτόνων, με τη φωτογραφία σφηνωμένη κάπου στο πλάι, μεταξύ της νεκρής και του ξύλινου τοιχώματος της κάσας, έγειρε για μια στιγμή, με τη Γεωργία να καταφέρνει βγαίνοντας απ’ το πουθενά να σώσει την κατάσταση, ξαναβάζοντας το επίμαχο αντικείμενο στη θέση του. Ο έρωτας της γιαγιάς ήταν πέρα για πέρα αληθινός και αδιάβλητος απ’ το χρόνο. Η Γεωργία πίστευε ακράδαντα ότι ήταν πραγματικά πολύ τυχερή που δεν τον έζησε ως το τέλος γιατί με αυτό τον τρόπο κράτησε την έντασή του για πάντα. Μετά το γάμο ήρθε και το παιδί, ένα κορίτσι, και μαζί μ’ αυτό η σταδιακή πτώση στη συχνότητα των ερωτικών συνευρέσεων του ζευγαριού. Ο Αριστοτέλης περίμενε υπομονετικά να περάσει ο πρώτος χρόνος, όπως του είχαν εξηγήσει φίλοι του που είχαν ζήσει την ίδια κατάσταση, αλλά η συνήθεια που είχε αποκτήσει η Γεωργία διατηρήθηκε και τα επόμενα χρόνια. Σα να μην έφτανε το γεγονός ότι ζούσε με τη γυναίκα που αγαπούσε και ποθούσε και δεν μπορούσε να τη χαρεί, ήρθε να προστεθεί και το μεγάλο κενό που του άφησε ο χαμός του πατέρα του. Ο κύριος Άνθης μετέφερε τις γνώσεις του και το καλό του γούστο στις ψυχές του κάτω κόσμου, αφήνοντας μια περιουσία γεύσεων, αλλά και χρημάτων στο νεαρό Αριστοτέλη. Κι όλα θα μπορούσαν να λειτουργούν με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που λειτουργούσαν όταν ζούσε, αν η τύχη δεν τα ’φερνε και πάλι αλλιώς. Πάνω στο χρόνο, λοιπόν, όταν αρρώστησε ο άνθρωπος που διεύθυνε την παραγωγή, εκείνος δηλαδή που ήξερε καλύτερα απ’ όλους πώς ακριβώς παρασκευάζονταν οι καραμέλες και ποιά υλικά χρειάζονταν για να έχουν αυτή την ιδιαίτερη υφή και γεύση που τις ξεχώριζε απ’ τις υπόλοιπες, ο Αριστοτέλης φάνηκε ανήμπορος να αντιδράσει. Το δεξί του χέρι, όπως τον αποκαλούσε κι ο κύριος Άνθης, έφευγε από επάρατη νόσο μέσα σε τρεις μήνες και οι καραμέλες έχαναν το δεύτερο βασικό συστατικό τους. Ο Αριστοτέλης σήκωσε τα χέρια ψηλά, ρευστοποίησε τον εξοπλισμό, τακτοποίησε
τις όποιες εκκρεμότητες είχε η επιχείρηση κι άφησε άδειο ένα χώρο που είχε ποτίσει απ’ τη ζάχαρη. Όταν έφτασαν τα νέα στ’ αυτιά της Γεωργίας, η κατάσταση βρισκόταν ήδη στο τελικό στάδιο. Γι’ αυτήν το κλείσιμο της επιχείρησης σήμαινε πιθανή υποβίβαση του υψηλού βιοτικού επιπέδου που απολάμβανε. Δεν θα ψώνιζε όπως πριν; Δεν θα έβγαιναν στα καλύτερα εστιατόρια για φαγητό; Δεν θα ταξίδευαν τουλάχιστον μια φορά το χρόνο στην Ευρώπη για διακοπές; Πού θα πήγαινε η κόρη τους σχολείο; Ποιο σεξ; Δεν την απασχολούσαν στο ελάχιστο οι ερωτικές ανησυχίες του άντρα της. Όλο το βάρος είχε πέσει στην κόρη της και στην καλή ζωή. Για τις «άλλες» ανησυχίες, φρόντιζε να ικανοποιεί μόνη τον εαυτό της, πάντα με τη βοήθεια φαντασιώσεων με πρωταγωνιστή το μακαρίτη τον αξιωματικό της. Στο μεταξύ, το πατρικό της σπίτι είχε πουληθεί κι εκείνη ούσα η μεγάλη αδυναμία του πατέρα της, είχε πάρει το μεγαλύτερο μερίδιο απ’ όλους. Τα αδέρφια της ακολούθησαν τις δικές τους πορείες κι ο πατέρας της ξεκίνησε ξαφνικά να εργάζεται με την ιδιότητα του ασφαλιστή, ενώ διένυε ήδη την έβδομη δεκαετία της ζωής του. Ο Αριστοτέλης απ’ την άλλη βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην καρέκλα του διευθυντή ενός μεγάλου ζαχαροπλαστείου των βορείων προαστίων με μέτριες απολαβές και πολλή γκρίνια απ’ τη γυναίκα του, η οποία ανέλαβε αποφασιστικά το κουμάντο του σπιτιού, πετάγοντάς του στη μούρη ότι εκείνος έφταιγε που είχε αποτύχει οικονομικά, καταστρέφοντας μια επιχείρηση με μεγάλο μέλλον. Ο Αριστοτέλης ήξερε ότι η άποψή της δεν απείχε και πολύ απ’ την αλήθεια. Αλλά αυτό μπόρεσε αυτό έκανε. Κι ήταν έτοιμος να δεχτεί τις συνέπειες. Λεφτά στα χέρια του έβλεπε μόνο την ημέρα που πληρωνόταν. Όπως τα έπαιρνε, έτσι τ’ άφηνε στη Γεωργία. Ήθελε να ’χει το κεφάλι του ήσυχο κι αυτό σήμαινε να μην ακούει την γκρίνια της γυναίκας του και να την έχει στα όπα όπα, μπας και καμιά φορά του καθόταν και τη βόλευε στο κρεβάτι. Γιατί παρά τα όσα είχαν συμβεί, εκείνος δεν έπαυε να της εκδηλώνει τις προθέσεις του. Εκείνη πάλι, φρόντιζε να τον αποκρούει με κλασικές δικαιολογίες που μπορεί να βρει κανείς σε αναρίθμητες ταινίες και ρομάντζα. Τη μια πονούσε το κεφάλι της, την άλλη ήταν πολύ κουρασμένη, την τρίτη είχε φούσκωμα. Πέρναγαν, λοιπόν, οι μέρες, οι βδομάδες και σε λίγο οι μήνες. Έφτασαν να συνουσιάζονται στις αρχές καθεμιάς απ’ τις τέσσερις εποχές. Ο Αριστοτέλης έβαζε Βιβάλντι στο πικάπ για να της υπενθυμίζει την αντίστοιχη, χαμογελώντας πονηρά, κυνηγώντας την μεσ’ το σπίτι για να πάρει αυτό που δικαιωματικά του όφειλε: λίγο σεξ. Θα μπορούσε βέβαια να ασχοληθεί με τον αγοραίο έρωτα ή με κάποια κυρία εκτός σπιτιού. Δεν έβρισκε χρόνο όμως. Ή μάλλον δεν ήξερε πώς
να τον βρει. Τα λεφτά ποτέ δεν ήταν αρκετά για να κάνει έρωτα με μια πουτάνα του γούστου του. Οι καλές ήταν οι ακριβές και με τις άλλες σιχαινόταν να πάει. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η αλήθεια ήταν πως είχε φτιάξει μόνος του ένα αδιέξοδο απ’ το οποίο είχε πείσει τον εαυτό του ότι δεν μπορούσε να βγει. Η κόρη του μεγάλωνε, δεν τον είχε πια τόσο ανάγκη. Αισθανόταν όμως ανασφάλεια και με τη δουλειά του. Όσο για τη Γεωργία; Είχε αποδειχθεί δαιμόνια σε αυτό το ζήτημα. Γιατί το οικονομικό στήριγμα που είχε οικοδομήσει με τη βοήθεια του υπέργηρου ασφαλιστή πατέρα της μεταφραζόταν πλέον σε πολλά μετρητά και αρκετά ακίνητα. Η γυναίκα του μάλιστα ασχολούταν τόσο μεγάλο διάστημα μ’ αυτά και την κόρη της που όταν πια ξύπνησε μέσα της και η αραχνιασμένη μούμια της ηδονής, τα χρόνια είχαν περάσει, η συμβίωση με τον άντρα της ήταν συμβιβασμός και οι νεαροί στους οποίους νοίκιαζε τα διαμερίσματά της, της θύμιζαν το μεγάλο παλιό της έρωτα. Ειδικά ο Κώστας, ο αδερφός της Άννας, του έμοιαζε σε τέτοιο βαθμό, που ξερογλειφόταν κάθε πρώτη του μήνα, όταν κατέβαινε να του δώσει το λογαριασμό για τα κοινόχρηστα. Ακόμα κι αυτήν τη δουλειά, εκείνη την έκανε, αφού πίστευε ότι ο άντρας της ήταν πολύ καλός και δεν θα εισέπραττε εγκαίρως τα οφειλόμενα. Άσε δηλαδή που μπορεί και να μην τα εισέπραττε και καθόλου με την τόση του καλοσύνη. «Αλήθεια; Η γυναίκα σας γούσταρε τον αδερφό μου; Πώς φαίνεται ότι ήμουν στον κόσμο μου...» είπε η Άννα, που έτυχε ν’ ακούσει τα τελευταία λόγια του Αριστοτέλη, ενώ εκείνος συνέχιζε να μιλάει με τη Δήμητρα. Το τρένο δεν έδειχνε να δυσανασχετεί απ’ την ταχύτητα που είχε αναπτύξει. Αν κοίταζε όμως κανείς έξω απ’ το παράθυρο, θα έβλεπε ή μάλλον θα προσπαθούσε να διακρίνει τους στύλους της ηλεκτρικής εταιρίας, που δεν προλάβαιναν να μπουν στο οπτικό του πεδίο και μπερδεύονταν με τους επόμενους. Όπου υπήρχαν δέντρα, έβλεπες μια ακαθόριστη πράσινη μάζα να λεκιάζει το τζάμι. Σύννεφα κι ουρανός γινόντουσαν ένα, όπως τα λεγόμενα του Αριστοτέλη στο μυαλό της Δήμητρας. Είχε εδώ και λίγη ώρα αρχίσει να κουράζεται. Δεν ήταν απ’ τους ανθρώπους που μπορεί να παραμείνει για πολύ προσηλωμένη στον εκάστοτε συνομιλητή. Συνήθιζε να κοιτάει τους ανθρώπους όπως κι η γιαγιά της. Κατ’ ευθείαν στα μάτια και πίσω απ’ αυτά. Ήταν σαν κάθε φορά να είχε μπροστά της ένα μυστηριώδη άγνωστο και να προσπαθεί να καταλάβει τι κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά που της έλεγε. Και με τον Αριστοτέλη δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Αυτός ο συμπαθητικός και γιατί όχι γοητευτικός συνταξιούχος, εξέπεμπε ένα σκοτεινό σήμα πίσω απ’ τις καφετιές κόρες του. Το προαίσθημα που φορές μετρημένες στα δάχτυλα την είχε πλημμυρίσει πριν κάτι άσχημο
συμβεί, έμοιαζε τώρα να διαμορφώνεται σιγά σιγά και να την ανησυχεί. Η εξομολόγηση του Αριστοτέλη παρόλα αυτά συνεχίστηκε, ρίχνοντας κι άλλο φως στην προσωπική του ζωή, αγνοώντας το γεγονός ότι τον άκουγαν δυο νεαρά άτομα, τα οποία ουσιαστικά δεν γνώριζε, όπως κι ένα μικρό παιδάκι που μόλις είχε εμφανιστεί απ’ το στενό διάδρομο, βγάζοντας το κεφαλάκι του πίσω από τη συρόμενη πόρτα που απομόνωνε τους επιβαίνοντες απ’ τους διερχομένους, που αναζητούσαν διέξοδο στη μονοτονία του πολύωρου ταξιδιού. Ήταν ένα μελαχρινό αγοράκι ντυμένο κάπως επίσημα, το ίδιο που είχε βρεθεί πριν από ώρες μαζί με τον μυστηριώδη λαχειοπώλη στον σταθμό του τρένου, που κοίταζε πότε εκείνους και πότε το παράθυρο. Στον ώμο του είχε περασμένο ένα σακίδιο και στο δεξί του χέρι κρατούσε σφιχτά τρεις μαρκαδόρους. «Έλα μέσα», του έκανε η Δήμητρα. «Πως σε λένε;». «Πως σε λένε;» επανέλαβε ο μικρός και εξαφανίστηκε. «Μπορεί να χάθηκε το καημένο». «Κάπου εδώ γύρω θα ’ναι οι γονείς του» πρόσθεσε λίγο ταραγμένη και έκανε να σηκωθεί. Οι υπόλοιποι δεν ασχολήθηκαν με την αιφνίδια αναχώρησή του. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε πάλι ο άντρας που καθόταν στην προηγούμενη κουκέτα. «Μήπως είδατε ένα αγοράκι;» τους ρώτησε. «Πριν λίγο εδώ ήταν. Δικό σας είναι;» του είπε ανακουφισμένη προς στιγμήν η Δήμητρα. «Όχι, όχι. Φοβάμαι ότι έχει χαθεί. Αν και δεν νομίζω ότι το ’χει καταλάβει γιατί κάνει σα να παίζει. Τον ρώτησα που είναι οι γονείς του και μου απάντησε με την ίδια ερώτηση. Επαναλαμβάνοντας», είπε, και προχώρησε βιαστικά, με σκοπό να βρει το παιδάκι. Στο επόμενο βαγόνι δεν υπήρχε κανείς. Οι βελούδινες θέσεις έμοιαζαν να μην έχουν υποχωρήσει ποτέ από ανθρώπινο βάρος. «Ντρέπεσαι να καθίσεις», μουρμούρισε στον εαυτό του εύθυμα και πέρασε δυο δάχτυλα από το αριστερό του χέρι σε μια ξύλινη επιφάνεια για να υπογραμμίσει την απουσία σκόνης. «Να δεις που αυτό θα είναι το παρθενικό του ταξίδι ύστερα από μια πρόσφατη ανακαίνιση, συνέχιζε, παρατηρώντας το αποστειρωμένο εσωτερικό. Το αγοράκι δεν ήταν πουθενά κι ο Αναστάσης επιχείρησε να ανοίξει την πόρτα για να περάσει σε άλλο βαγόνι, ανακαλύπτοντας, προς μεγάλη του έκπληξη, ότι ήταν κλειδωμένη. Έψαξε κάτω απ’ τις θέσεις, πίσω από χωρίσματα, μέχρι και ψηλά στα μπρούτζινα ράφια που έβαζαν τις χειραποσκευές, λες και το αγοράκι θα μπορούσε να σκαρφαλώσει μέχρι εκεί πάνω. Μπήκε σε μια στενόμακρη τουαλέτα, ελπίζοντας να το βρει. Αν δεν ήταν εκεί, θα έπρεπε να είχε πηδήξει έξω. Άλλη κρυψώνα δεν υπήρχε. Καθώς έκλεινε την πόρτα
απογοητευμένος, ένοιωσε να του τραβάνε το παντελόνι. «Καλέ νόμιζα ότι σας έχασα». Η δημοσιογράφος είχε βγει να τον αναζητήσει και τώρα στεκόταν πολύ κοντά του, με ένα βλέμμα ανήσυχο, που αποτελούσε μάλλον επίδειξη τεχνικής στον εαυτό της. Ο Αναστάσης γύρισε το χρόνο πίσω και θυμήθηκε την πρώτη στιγμή που την είδε. Κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο το μεγάλο ρολόι του σταθμού να σημειώνει το τέλος της αναμονής. Σε λίγα δευτερόλεπτα, τα πόδια του θα βρίσκονταν εν κινήσει, δίχως πραγματικά να κουνιούνται απ’ το σημείο που τα ’χε τοποθετήσει. Επιτέλους, θα άφηνε πίσω αυτή την ψυχαναγκαστική πρωτεύουσα και θα έφευγε για... αορίστου χρόνου διακοπές, όπως συνήθιζε έτσι κι αλλιώς να κάνει τα τελευταία χρόνια. Δεν θα μπορούσε βέβαια να μη συμπεριλάβει και μια στάση σε ένα καζίνο. Ένα καλό παιχνίδι πόκερ με δυνατούς παίκτες ήταν γι’ αυτόν απαραίτητο, ακόμα κι όταν αποζητούσε να απομακρυνθεί απ’ το μεγάλο του πάθος που ήταν τα χαρτιά, για να ξεκουραστεί. Η περιήγηση στη Βόρεια Ελλάδα με αφετηρία τη μεγαλύτερή της πόλη, θα άρχιζε σε λίγες ώρες. Με μια τόσο όμορφη γυναίκα να ετοιμάζεται να επιβιβαστεί, είχε ήδη αρχίσει να διαισθάνεται ότι όλα θα εξελίσσονταν περίφημα. Η Λίζα όμως είχε κινδυνέψει να χάσει το τρένο εξ αιτίας ενός λαχειοπώλη που τη σταμάτησε πιάνοντάς την απαλά απ’ το μπράτσο, με μια υφασμάτινη τσάντα να έχει ήδη γλιστρήσει απ’ το δεξί της ώμο, λίγο πριν ανέβει το σκαλοπατάκι του βαγονιού, σέρνοντας την κόκκινη βαλίτσα της και περιμένοντας ότι όλο και κάποιος καλοθελητής θα βρεθεί να τη βοηθήσει για να τη σηκώσει. Ο λιανός άντρας τράβηξε ένα χρωματιστό χαρτάκι απ’ το ξύλινο κοντάρι που κρατούσε και της το έδωσε. «Δεν θέλω λεφτά», της είπε πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί. «Είναι η τελευταία μου σειρά και τη δίνω πάντα τσάμπα, για γούρι. Δικό μου γούρι. Καλό ταξίδι». Ο Αναστάσης σκέφθηκε πως ο λαχειοπώλης που είχε δώσει και σ’ εκείνον ένα απ’ τα λαχεία του, είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να προσεγγίσει την άγνωστη που βρισκόταν πια ήδη στο τρένο. «Πρέπει να έχουμε το ίδιο νούμερο», της είχε πει, βγαίνοντας να τη βοηθήσει στο διάδρομο, δείχνοντάς της την ίδια στιγμή το λαχείο. «Φαντάζεστε να κερδίσουμε; Αναστάσης Αυγεράτος είναι το όνομα μου. Το δικό σας;». «Λίζα», του είπε εκείνη, που δεν της άρεσε η αμεσότητα του αγνώστου. Όταν γέμισε η κουκέτα και το τρένο ξεκίνησε, καθόταν ήδη απέναντί του, πιάνοντας κουβέντα με τις διπλανές της. Φρόντιζε ωστόσο να τον κοιτάζει πού και πού, μιας και την πρώτη άσχημη εντύπωση σύντομα διαδέχθηκε μια δεύτερη εντελώς διαφορετική και άκρως ενδιαφέρουσα.
Η ερωτική αύρα της πρώτης συνάντησης λοιπόν, ερχόταν τώρα τυλιγμένη με το έντονο άρωμα που φορούσε, να τον αναστατώσει, ενεργοποιώντας την αντρική του υπόσταση. Ο υπερφίαλος χαρακτήρας της θα μπορούσε να μείνει σε δεύτερο πλάνο αυτήν τη φορά, αφήνοντας ανεπηρέαστη την ερωτική του παρόρμηση. Γύρισε απότομα και τη φίλησε παθιασμένα στο στόμα, σπρώχνοντας την πίσω στην κλειστοφοβική τουαλέτα. Οι κινήσεις του έμοιαζαν να έχουν γίνει εκατοντάδες φορές στον ίδιο χώρο. Ακόμα και η ίδια η Λίζα αισθάνθηκε κάτι τέτοιο, που ξεκολλώντας για λίγο τα χείλη της από πάνω του, του είπε ξεψυχισμένα: «Έρχεσαι συχνά εδώ και πηδιέσαι ή μου φαίνεται;». «Μη μιλάς», της είπε εκείνος, κρατώντας την όρθια για δέκα λεπτά ακόμα, κάνοντας τις φωνές της να βγουν έξω απ’ το μικρό παράθυρο που έχασκε και να χαθούν σε μια άγνωστη λωρίδα γης.
ﭺ
Το επιτραπέζιο ημερολόγιο που βρισκόταν πάντα στην αριστερή πλευρά του γραφείου του Αριστοτέλη άδειαζε και γέμιζε καθώς τα χρόνια περνούσαν. Το ζαχαροπλαστείο δούλευε ακριβώς όπως και την πρώτη μέρα που περνούσε το κατώφλι της εισόδου, πλημμυρισμένος από μια μυρωδιά που του θύμιζε το παλιό του εργαστήριο με τις καραμέλες. Γλυκά ταψιού παρασκευάζονταν και καταναλώνονταν από ένα πιστό κοινό που έμπαινε στο μαγαζί σαν υπνωτισμένο. Σε παρόμοια κατάσταση βρισκόταν κι εκείνος, αλλά όχι από επιθυμία. Η ρουτίνα είχε εξοντώσει κάθε διάθεση να παρατηρεί τους πελάτες, να συνομιλεί με τους υπαλλήλους, να αναζητά τρόπους για να βελτιώσει την εμφάνιση του μαγαζιού που έδειχνε να γερνάει μαζί μ’ αυτόν. Για να ξεφύγει απ’ το περιβάλλον της δουλειάς αλλά και του σπιτιού του, εφηύρε το διάλειμμα του διευθυντή. Το απογευματάκι έφευγε για μισή ώρα απ’ το ζαχαροπλαστείο και πήγαινε σε ένα πάρκο που βρισκόταν λίγο πιο κάτω για να περπατήσει, να πάρει τον αέρα του. Σ’ αυτό το μέρος είδε για πρώτη φορά τη Δήμητρα μαζί με τα δυο παιδάκια που φρόντιζε. «Θυμάσαι;» τη ρώτησε κι εκείνη ένιωσε σα να τη σκούντηξε κάποιος, ενώ ετοιμαζόταν να κοιμηθεί πάνω στην Άννα. Το κεφάλι της βούιζε. «Εκείνη τη μέρα η μία από τις μικρές είχε χτυπήσει και σε βοήθησα να την ακινητοποιήσεις. Σου έκανε γυμνάσια...». Της χαμογέλασε.
«Ναι, πολύ ατίθασο κορίτσι. Σάμπως έτσι δεν είναι όμως όλα;». «Από εκείνη την ημέρα πάντως και μετά είχα πάντα κάτι να περιμένω. Ό,τι και να μου συνέβαινε στη δουλειά ή το σπίτι, ήξερα ότι στο πάρκο θα έβρισκα την ησυχία μου και λίγη παρέα από σένα και τα μικρά». Η παρένθεση ευτυχώς για τη Δήμητρα έκλεισε και η αφήγηση συνεχίστηκε με την Άννα να είναι η μοναδική απ’ τους επιβαίνοντες που έδειχνε να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα λεγόμενα του Αριστοτέλη. Ο ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου έμενε πολύ μακριά κι ερχόταν μόνο κάθε τέλος του μήνα απ’ το νησί του για να ενημερωθεί και να εισπράξει. Είχε τυφλή εμπιστοσύνη στον Αριστοτέλη επειδή ήταν αφελής και πίστευε πως κι ο διευθυντής του ήταν το ίδιο. Σε μια απ’ αυτές τις επισκέψεις τον κάλεσε να βγουν ένα βράδυ για φαγητό σε μια ταβέρνα που μαγείρευαν καλύτερα κι απ’ τον τόπο του, όπως έλεγε. Η κουβέντα στριφογυρνούσε για πολλή ώρα γύρω απ’ το θάνατο. Ήταν λίγο μεγαλύτερος απ’ τον Αριστοτέλη και αντιμετώπιζε με δέος την υπέρταση, τη χοληστερίνη και τις πιθανές γεροντικές παθήσεις που θα προέκυπταν στο μέλλον. «Γι’ αυτό», κατέληξε κλείνοντας πονηρά το μάτι, «πρέπει να το διασκεδάζουμε και λίγο. Απόψε λοιπόν θα σε πάω σ’ ένα μπαρ με ωραίες και πρόθυμες γυναίκες». Το μαγαζί βρισκόταν χωμένο σ’ έναν ημιώροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας, σε ένα προάστιο, και ήταν αδύνατον για κάποιον που δεν ήξερε, να μαντέψει την ύπαρξή του αλλά και να φανταστεί ότι πίσω από μια ξύλινη πόρτα, απλωνόταν ένα μικρό κέντρο διασκέδασης με χαμηλό φωτισμό, πλούσια κάβα και φιλήδονες παρουσίες. Όσο κι αν διαμαρτυρήθηκε ο Αριστοτέλης, στο τέλος της βραδιάς βρέθηκε με μια ξανθιά στα γόνατά του και τα χέρια του ακυβέρνητα πάνω στο κορμί της. Την άλλη μέρα, δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα. Ξύπνησε μ’ ένα κεφάλι βαρύ σαν αμόνι και πήγε στο ζαχαροπλαστείο, όπου τον περίμενε μια έκπληξη. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα καθόταν στο γραφείο του και μιλούσε με έναν υπάλληλο. «Ποια είστε εσείς;» την ρώτησε ενοχλημένος, με τον πονοκέφαλο να μεγεθύνει το θυμό του. «Α, μα θα ξέχασε ο θείος μου να σας ενημερώσει. Είμαι η ανιψιά του και μ’ έστειλε για να σας βοηθήσω». Ένα παυσίπονο χρειαζόταν επειγόντως κι ένα ζευγάρι ωτοασπίδες για να μην ακούει την τσιριχτή φωνή της. «Θα σας είπε φαντάζομαι ο θείος σας ότι είμαι ο διευθυντής του καταστήματος». «Ναι, ασφαλώς».
«Δε νομίζω πάντως να σας είπε ότι θα μοιραζόμαστε και το γραφείο μου». «Καλά, ας μην αρχίζουμε στραβά. Ο θείος μου ξέρετε μού έχει μεγάλη αδυναμία, αλλά μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να το εκμεταλλευτώ». Ο Αριστοτέλης αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η θέση της σ’ ένα περιβάλλον που στην πραγματικότητα δεν την είχε ανάγκη. Ίσως το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης απέφυγε να την αναφέρει και την παρουσίασε απ’ τη μια μέρα στην άλλη, να έκρυβε μια αλλαγή που δεν είχε σκεφτεί ότι μπορεί να συντελούταν τόσο σύντομα. Είχε χρόνια μπροστά του μέχρι να πάρει σύνταξη. Στην αρχή, αντιμετώπιζε αυτήν τη γυναίκα με συγκρατημένη επιφυλακτικότητα. Ό,τι έκανε, το έβρισκε λάθος και πίστευε πως μ’ αυτή την κακοφωνία που έβγαινε απ’ το στόμα της, αλλά και το κακό της γούστο στο ντύσιμο, θα δυσκολευόταν να κερδίσει τη συμπάθεια των μεγάλων πελατών του ζαχαροπλαστείου. Υπήρχαν εταιρίες, ξενοδοχεία, πολιτιστικοί σύλλογοι που προμηθεύονταν κατά καιρούς μεγάλες ποσότητες γλυκισμάτων για εκδηλώσεις και οι άνθρωποι που τις εκπροσωπούσαν συναλλάσσονταν μονάχα με τον Αριστοτέλη. Εξάλλου, ο ίδιος δεν θα διακινδύνευε να εμφανιστεί σε μια τέτοια συνάντηση παρέα με την τσιρίδα της βοηθού του. Εκείνη, όμως, το κατάφερε, παίρνοντας από μόνη της πρωτοβουλία, μια μέρα που ο διευθυντής ήταν αδιάθετος κι είχε αμελήσει να ακυρώσει ένα σημαντικό ραντεβού που είχε με ένα πελάτη απ’ το Σούνιο. Η ανιψιά χειρίστηκε επιδέξια την απουσία του και πήρε μια παραγγελία για την οποία θα δούλευαν με έκτακτους υπαλλήλους προκειμένου να την ετοιμάσουν σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες. Όταν ο Αριστοτέλης επέστρεψε στο γραφείο, θα έβλεπε ένα ζαχαροπλαστείο να δουλεύει σε τρελούς ρυθμούς και την ανιψιά να το κουμαντάρει άψογα. Από εκείνη τη στιγμή, η σχέση τους άρχισε ν’ αλλάζει. Η γυναίκα που πολλές φορές του θύμιζε την ανέραστη σύζυγό του διαμορφώθηκε με τον καιρό σε μια πραγματική εχθρό, έτοιμη να τον αφήσει χωρίς δουλειά. Ήταν δύσκολο να διατηρήσει μια ισορροπία, κρατώντας τη μακριά απ’ τις σημαντικές παραγγελίες και συνάμα δημιουργώντας της την εντύπωση ότι τού ήταν απαραίτητη. Παράπονα δεν έπρεπε να φθάνουν στ’ αυτιά του θείου. Ο τελευταίος πάντως δεν πρότεινε ξανά στον Αριστοτέλη να βγούνε προς αναζήτηση νυχτερινής διασκέδασης και κρατούσε απέναντι του ουδέτερη συμπεριφορά. Ένα πρωινό, κάποιος υπάλληλος που δούλευε στο πίσω μέρος του καταστήματος όπου παρασκευάζονταν τα γλυκά, έπιασε τον Αριστοτέλη και του αποκάλυψε ότι κάθε μεσημέρι, λίγο μετά την αναχώρησή του για φαγητό, η ανιψιά έβαζε έξι διαφορετικά γλυκά ταψιού σ’ ένα κουτί και τα φύλαγε σ’ ένα απ’ τα ράφια του μεγάλου ψυγείου που χρησίμευε σαν αποθήκη για τις κρέμες
και τα ευπαθή υλικά. Το απόγευμα, όταν σχόλαγε, έβγαινε απ’ την πίσω μεριά του κτιρίου, μαζί με τα γλυκά, καμουφλαρισμένα όμως σε μια μαύρη σακούλα και λίγα σκουπίδια, τα οποία πετούσε στους κάδους απορριμμάτων, δικαιολογώντας έτσι την απόφασή της να χρησιμοποιεί αυτή την έξοδο αντί για την κεντρική. Ένα μήνα αργότερα και η ανιψιά συνέχιζε να φεύγει με γλυκά, τα οποία όμως είχαν αυξηθεί πλέον σε μια ντουζίνα. Ο διευθυντής που απέφευγε να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί της όλο αυτό το διάστημα, δεν κατάφερε να κρατήσει την περιέργεια που είχε σε αδράνεια και μια μέρα που ο ουρανός είχε ντυθεί στα γκρίζα του και το ψιλόβροχο σ’ άφηνε να αναρωτιέσαι αν θα πρέπει να κουβαλάς ομπρέλα μαζί σου, την παρακολούθησε. Του άρεσε να περπατάει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Από μακριά, η ανιψιά έμοιαζε με μια ντυμένη αχυρόμπαλα που άνοιγε δρόμο σπρώχνοντας τον κόσμο στα σημεία που τα πεζοδρόμια στένευαν. Όχι, δεν ήταν τόσο παχιά. Το βάδισμά της ήταν νευρικό, με την τσάντα της να κρέμεται απ’ τη μια και το κουτί με τις πάστες να κλυδωνίζεται απ’ την άλλη. Έδειχνε να βιάζεται. Ύστερα από περπάτημα σαράντα λεπτών, κατέληξε σε ένα παραμελημένο αλσύλλιο γύρω απ’ το οποίο υπήρχαν προπολεμικές μονοκατοικίες. Σε μια απ’ αυτές, πάνω απ’ την οποία έμοιαζε να είχε κάτσει το πιο μαύρο σύννεφο της ημέρας έτοιμο να τη βομβαρδίσει με ένα χαλάζι που θα έσπαγε τους σοβάδες, έπεσε απαλά με το βάρος της πάνω στην πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Αριστοτέλης πλησίασε την οικία και κόλλησε το πρόσωπό του σ’ ένα παράθυρο πίσω απ’ το οποίο αχνόφεγγε ένα πράσινο αμπαζούρ. Η θολή φιγούρα της ανιψιάς χάθηκε στην αγκαλιά ενός μαλλιαρού πλάσματος και ύστερα έκατσε απέναντί του, ανοίγοντας το κουτί με τα γλυκά και σερβίροντας δυο απ’ αυτά σε γυάλινα πιατάκια. Το τζάμι είχε αρχίσει να θαμπώνει απ’ την ανάσα του διευθυντή και αναγκαζόταν να απομακρύνεται για να βλέπει τι συνέβαινε σε ένα δωμάτιο που πρέπει να ήταν το κυρίως καθιστικό. Το μαλλιαρό πλάσμα ήταν γυναίκα και καταβρόχθιζε γαλακτομπούρεκα, μπακλαβάδες και τα συναφή σε ρυθμούς αγώνα. Μέσα σε δέκα λεπτά ένα είχε φάει η ανιψιά τέσσερα η άγνωστη. Σαν να ήθελε να είναι σίγουρη ότι όποτε ανέβαινε στην ζυγαριά της θα έβλεπε το ίδιο τριψήφιο νούμερο. Και γελούσε. Μα τόσο όμορφο και δυνατό ακουγόταν το γέλιο της που του φάνηκε σαν ένα κάλεσμα σε κάθε περαστικό για να μπει και εκείνος μέσα και να του φτιάξει τη διάθεση. Έπιασε τον εαυτό του να χαμογελάει και να ψάχνει παράλληλα αφορμή για να βρεθεί πλάι τους, τρώγοντας κι αυτός γλυκά, μαγεμένα απ’ αυτήν τη γυναίκα. Ήταν σαν να παρακολουθούσε μια κωμική ταινία, χωρίς υπόθεση και πολλή ζάχαρη. Κάποια στιγμή η ηλικιωμένη γυναίκα σίγησε απότομα. Η ανιψιά σηκώθηκε, τη χαιρέτησε εγκάρδια κι έφυγε. Στο χαρτόκουτο θα πρέπει να είχαν μείνει άλλα
τέσσερα γλυκά. Ο διευθυντής υποχώρησε σιγά σιγά στο σκοτάδι που προστάτευε την παρανομία και τον έρωτα σε ένα μικρό δρομάκι. Σκέφθηκε να επισκεφθεί κι εκείνος τη γριά. Ξαναγύρισε στο παράθυρο και την είδε να έχει γείρει στο πλάι και να κοιμάται στην πολυθρόνα. Όνειρα γλυκά... Η ανιψιά έκανε το ίδιο δρομολόγιο πλην εορτών και Κυριακής. Αυτό το φανταζόταν ο Αριστοτέλης, αφού δεν συνήθιζε να δουλεύει τα σαββατοκύριακα. Πέρασε ο Νοέμβρης, ήρθαν οι γιορτές κι εκείνος επισκεπτόταν πού και πού την γριά, βλέποντας απ’ το παράθυρο να επαναλαμβάνονται τα ίδια πράγματα. Ακόμα ωστόσο δεν είχε τολμήσει να τη συναντήσει. Ώσπου μια μέρα έπιασε την ανιψιά και της μίλησε. Της είπε ότι έτυχε να περνάει από εκείνη τη περιοχή και να τη δει με τα γλυκά στο χέρι. Της αποκάλυψε κιόλας πως προτού συμβεί αυτό, ένας υπάλληλος του είχε προφτάσει πως κάθε μέρα έπαιρνε μια ντουζίνα γλυκά και θα ήθελε να μάθει αν τα πήγαινε σε κάποιο συγγενή. «Δεν με πειράζει που χάνουμε δώδεκα γλυκά σε κάθε βάρδια. Πες πως είναι φύρα της παραγωγής. Απλά μου κίνησε την περιέργεια και σε ρώτησα. Αν δεν θέλεις, δεν μου λες» της είπε, προσπαθώντας να την καλοπιάσει και να της δώσει να καταλάβει ότι δεν ήταν διατεθειμένος να πει τίποτα απ’ όλα αυτά στο θείο. Η ανιψιά ταράχτηκε. Στην αρχή δεν του απαντούσε, παρά μόνο στεκόταν απέναντί του, με τα μάτια της ν’ αναζητούν μια έξυπνη διαφυγή λίγο πάνω απ’ το πλατύ του μέτωπο. «Δεν μπορώ να σας πω ψέματα. Δεν λέω ποτέ ψέματα. Στην κυρία αυτή έχω μεγάλη υποχρέωση. Είναι συγγενής μας και είναι άρρωστη. Δεν έχει κάποιον να την προσέχει. Το να της γλυκαίνω τ’ απογεύματα είναι ίσως το λιγότερο που μπορώ να κάνω». Αν και δεν ήταν καλός στο να ψυχολογεί τους ανθρώπους, ο διευθυντής πίστεψε ότι άκουσε τη μισή αλήθεια. Και τι μπούρδες ήταν αυτές περί ψεμάτων; Όλοι λέμε ψέματα. Άλλοι λιγότερα, άλλοι περισσότερα. Το να λες ότι δεν το κάνεις είναι από μόνο του ένα ψέμα. Θα πήγαινε λοιπόν ο ίδιος αυτοπροσώπως να τη γνωρίσει κι ας της έλεγε ό,τι του κατέβαινε εκείνη τη στιγμή. Το πολύ πολύ να του ’κλεινε την πόρτα κατάμουτρα. Αν βέβαια κατάφερνε να σηκωθεί απ’ την καρέκλα με το βάρος που κουβαλούσε. Εξάλλου, ένιωθε πως είχε έρθει επιτέλους κι η ώρα να ανακαλύψει το μυστικό του γέλιου. Τι ήταν αυτό που την έκανε να περνάει τόσο ευχάριστα την ώρα της με την ανιψιά που ήταν ένα στριμμένο άντερο και μισό στο ζαχαροπλαστείο και δεν τη χώνευαν ούτε οι μύγες;
Τελικά, η ιστορία είχε ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Η γριά δέχτηκε μια Κυριακή απόγευμα το διευθυντή με μια φωνή: «Σπρώξτε ν’ ανοίξει. Θέλει δύναμη... Αν δεν τα καταφέρετε, δεν πειράζει. Καλή καρδιά». Μια έντονη μυρωδιά κανέλας ακολούθησε τα βήματά του μέχρι το καθιστικό. «Α μπα; Βλέπω φέρατε και γλυκά. Ωραία, πολύ ωραία. Αφήστε τα εδώ πάνω. Τώρα θα σας ρωτήσω ποιος είστε και εσείς μπορείτε να μου πείτε ότι θέλετε. Δεν θα το πιστέψω. Για μένα είστε ο Θοδωρής, ο Γιάννης, ο Δημήτρης κι ο Κάρολος». «Αριστοτέλης», τη διέκοψε εκείνος. «Ο Θοδωρής. Σπουδαία περίπτωση, αλλά την πάτησε, παντρεύτηκε εμένα». Το γέλιο που είχε ακούσει τόσες φορές πλημμύρισε το δωμάτιο, αλλοιώνοντας για λίγο την αρχική εντύπωση. Απ’ το δεξί συρτάρι του ξύλινου γραφείου που βρισκόταν ανάμεσά τους βγήκαν δυο καλογυαλισμένα ασημένια πιρουνάκια. «Ο Γιάννης. Ο Γιάννης... Α, πέστε μου εσείς. Τα ξέρετε. Τι ιστορία κι αυτή. Μα φάτε, φάτε. Δεν θα προλάβετε. Είναι εξαιρετικά αυτά τα γλυκά. Μου τα φέρνει η ανιψιά μου. Προσέξτε, δεν ντρέπομαι, θα τα φάω όλα πριν από σας. Και μετά... και μετά ΕΜΕΤΟΣ!» Νέο κύμα γέλιου, αυτήν τη φορά ακόμα πιο εύηχο από πριν, σαν να συγκρούστηκε με την ένταση της προηγούμενης λέξης και να βγήκε πανηγυρικά νικητής. Το παραλήρημα κράτησε μέχρι το έβδομο γλυκό. «Θα με συγχωρέσετε», του είπε, αφού κατέβασε δυο ποτήρια νερό. «Απ’ αυτά που έφαγα δεν πρέπει να μείνει σχεδόν τίποτα στην κοιλιά μου. Αν ήταν ο Κάρολος εδώ... Κι ο Δημήτρης, όμως, δεν συμφωνείτε;» Ο διευθυντής έσφιξε ασυναίσθητα το ντυμένο με βελούδο μπράτσο της πολυθρόνας. «Δεν θυμάστε να μου πείτε σήμερα ιστορίες απ’ το νησί; Τότε που πέσατε απ’ την κούνια;» Γέλια και πάλι. Ο Αριστοτέλης σηκώθηκε κι έφυγε τρέχοντας σχεδόν. «Πώς άντεχε η ανιψιά να έρχεται αντιμέτωπη μ’ αυτή την παράνοια κάθε μέρα;» Αυτή την ερώτηση της έκανε την άλλη μέρα το πρωί, όταν την είδε για άλλη μια φορά κοντά στο γραφείο του, έτοιμη να δοκιμάσει και πάλι την καρέκλα του.
«Θέλετε να πείτε ότι την επισκεφθήκατε; Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να ανακατεύεστε στην προσωπική μου ζωή;». «Το δικαίωμα μου το δίνουν τα διακόσια εξήντα σιροπιαστά που μας αφαιρείται κάθε μήνα. Για υπολογίστε… Είναι η γυναίκα του, έτσι δεν είναι;». Η ανιψιά τον κοίταξε θυμωμένη. «Ναι. Και την έχει παραπεταμένη σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι. Την παράτησε όταν έφτιαξε αυτό το ζαχαροπλαστείο στην Αθήνα. Είχαν έρθει μαζί εδώ και στην πορεία γνώρισε μια Αθηναία που του πήρε τα μυαλά και την άφησε εδώ ημίτρελη. Έχασε τα λογικά της, όταν της το είπε. Της σάλεψε. Δεν πρόκειται να σας έλεγε τίποτα αν μάθαινε ότι της πηγαίνω γλυκά. Είναι κι αυτός ένας απ’ τους λόγους που μ’ έστειλε. Για να την προσέχω». «Αισθάνεται τύψεις;». «Όχι, ακριβώς. Βλέπετε η θεία μου έχει μεγάλη περιουσία και ο... ». «Μην το πεις. Δεν θέλω να ξέρω. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Κάνε ό,τι θέλεις». Η περιπέτεια είχε για την ώρα τελειώσει. Το μόνο που έμεινε να κουδουνίζει πού και πού στ’ αυτιά του ήταν τα λεφτά που πίστευε ότι είχε η γριά. Η συζυγική ζωή του, που είχε μείνει για μήνες σε δεύτερο πλάνο, εμφανιζόταν δυναμικά στο προσκήνιο, μιας και η ρουτίνα του ζαχαροπλαστείου επανήλθε δριμύτερη. Η λίμπιντο αναζητούσε και πάλι ηδονική διέξοδο και ο Αριστοτέλης αποφάσισε να αγνοήσει συζυγικούς όρκους και κανόνες, να κάνει την υπέρβαση –κοινώς να καταχραστεί λεφτά απ’ τις εισπράξεις του μαγαζιού- και να επισκεφθεί για άλλη μια φορά το χώρο που τον έκανε να νιώσει και πάλι άντρας. Το νυχτερινό κέντρο που του είχε μάθει ο θείος. Η τύχη τα έφερε όμως έτσι και τη δεύτερη φορά που επέστρεψε από μια βραδιά έντονων συγκινήσεων, η Γεωργία που συνήθως κοιμόταν σαν ελέφαντας, είχε ξυπνήσει μεσ’ τη νύχτα και τον αναζητούσε. «Πού ήσουν; Τι συμβαίνει;», τον ρώτησε πλησιάζοντας τον πολύ κοντά για να τον μυρίσει. «Μπα; Άρωμα γυναίκας; Το ’σκασες νυχτιάτικα για να κάνεις αταξίες; Δεν το πιστεύω». Γελούσε υστερικά. «Σου σηκώνεται ακόμα;». «Εμ, βέβαια, εσύ πού να ξέρεις; Έχεις ξεχάσει και πώς είναι». «Δεν σ’ έχω ανάγκη».
«Σωστά, τη βρίσκεις μόνη σου, με τους πεθαμένους». «Πάντως, αν θέλεις να συνεχίζεις να ζεις μαζί μου κάτω απ’ αυτήν τη στέγη, που είναι δική μου, καλό θα ήταν να μην επαναλάβεις αυτό που έκανες σήμερα. Δεν θα μου φας τα λεφτά εσύ στις πουτάνες. Α, και το βρακί μου δεν πρόκειται να το ξαναδείς ούτε ζωγραφιστό». Σάμπως το ’βλεπε πια; Αφού υπόμεινε πρώτα τον εξάψαλμο, μετά μπήκε στην κουζίνα να ετοιμάσει καφέ. Με τον πονοκέφαλο που του είχε δημιουργήσει η φιλονικία τους, δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί. Και για να τριτώσει το κακό, όταν έφθασε στο ζαχαροπλαστείο, τον περίμενε μια έκπληξη: ο θείος είχε έρθει απ’ το νησί εκτάκτως και ήθελε να του μιλήσει. «Αριστοτέλη, καλέ μου φίλε και διευθυντή αυτού του ζαχαροπλαστείου», ξεκίνησε να του λέει. Απ’ το «στόλισμα» και το ύφος της ανιψιάς που στεκόταν δίπλα του, περίμενε κακά μαντάτα. «Ξέρω ότι έχεις δουλέψει σκληρά πολλά χρόνια για να φτάσει η επιχείρηση αυτή να στέκεται αξιοπρεπώς στα πόδια της. Τελευταίως, όμως, νομίζω ότι έχεις αρχίσει να χάνεις το ενδιαφέρον σου και να μην μπορείς να της δώσεις μια νέα πνοή, που τόσο χρειάζεται, όπως μου λέει εδώ η ανιψιά μου. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αποχωρήσεις, αφού έχεις συμπληρώσει τα χρόνια που απαιτούνται για να πάρεις σύνταξη και να δώσεις τη θέση σου σ’ αυτήν τη γυναίκα που από τότε που πάτησε το πόδι της έδειξε ζήλο και υπευθυνότητα». Ο διευθυντής έμεινε να τον κοιτάζει χωρίς να μιλάει. Για λίγο η λειτουργία του ζαχαροπλαστείου σταμάτησε. Ενός λεπτού σιγή για τον αποχωρήσαντα. Έπειτα του έσφιξε το χέρι, χαιρέτησε έναν έναν τους υπαλλήλους, έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα στην ανιψιά και βγήκε απ’ την περιστρεφόμενη γυάλινη πόρτα σε ένα κόσμο που έμοιαζε να ξέρει ότι έμεινε χωρίς δουλειά κι ότι επέστρεφε σ’ ένα σπίτι όπου η Γεωργία ήδη του τα ’χε μαζεμένα απ’ τις χθεσινοβραδινές αταξίες. Ποιος θα την άκουγε όταν θα μάθαινε ότι τον απέλυσαν και πώς θα την άντεχε τώρα που θα την είχε ακόμα πιο πολύ ανάγκη; Τέρμα οι περιπέτειες, οι γεροντοέρωτες. «Μου φαίνεται ότι θα καταντήσω σαν όλους αυτούς τους γέρους που βγαίνουν απ’ το σπίτι τους μόνο για να πάνε μέχρι το καφενείο» σκεφτόταν, ενώ γύρναγε το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματός τους. Ησυχία. «Γεωργία;», φώναξε κάπως δυνατά, σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι έλειπε, για να κερδίσει λίγο χρόνο ακόμα. Να καθίσει μόνος στο σαλόνι και να σκεφτεί τι ακριβώς θα της έλεγε. Και τότε την είδε. Είχε γλιστρήσει απ’ την
αγαπημένη της πολυθρόνα και το σώμα της ήταν μοιρασμένο σ’ αυτήν και στο πάτωμα. Στο δεξί της χέρι κρατούσε τσαλακωμένη μια φωτογραφία του αξιωματικού, της αιώνιας αγάπης της. Την πλησίασε, σα να φοβόταν μήπως κάνει θόρυβο και την ξυπνήσει. Έβαλε το χέρι του στο μέτωπό της. Ύστερα τα δάχτυλά του έψαξαν για το σφυγμό στο λαιμό της. Ήταν νεκρή! Ο Αριστοτέλης γύρισε και κοίταξε έναν πίνακα που κρεμόταν πάνω από ένα θερμαντικό σώμα. Μια χρυσή κορνίζα περιέβαλλε τον πατέρα της. Καθόταν κι αυτός σε μια πολυθρόνα και κοιτούσε απορημένος. «Γιατί άργησες;», σα να του έλεγε. «Πού ήσουν εσύ ενώ η κόρη μου ψυχορραγούσε;». Έπρεπε να λυπηθεί για το θάνατο της; Να νιώσει ένα κενό μέσα του; Αναρωτιόταν. Γιατί δεν συνέβαινε τίποτε απ’ όλα αυτά; Η μόνη του έγνοια ήταν να θυμηθεί πού ήταν το γραφείο κηδειών στη γειτονιά και να ειδοποιήσει τους συγγενείς. Να τη θάψει. Και μετά, να φύγει απ’ το σπίτι όσο πιο γρήγορα γινόταν. Να τελειώσει. «Κι όταν όλα αυτά πράγματι τέλειωσαν, τότε μονάχα ήταν που συνειδητοποίησα ότι μ’ είχε αφήσει για πάντα», συμπλήρωνε ο Αριστοτέλης με κάποια συγκίνηση, απευθυνόμενος σ’ όλους τους επιβαίνοντες. Ο Αλέξης κούνησε το κεφάλι του, νομίζοντας ότι έπρεπε να συμφωνήσει με κάτι απ’ αυτά που έλεγε ο συνταξιούχος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε ακούσει σχεδόν τίποτα, εκτός από σκόρπιες φράσεις στα κενά που άφηνε η διαδοχή των τραγουδιών. Η Άννα, απαυδισμένη με την αδιαφορία του, είχε σταματήσει να του μιλάει εδώ και ώρα και παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένη την ιστορία του Αριστοτέλη, έχοντας την εντύπωση ότι τα ρούχα του κολλούσαν από ζάχαρη, ενώ στο στόμα της έλιωναν σιγά σιγά καλά σιροπιασμένα γαλακτομπούρεκα. Όλα τ’ άλλα ήταν λεπτομέρειες. Έπρεπε σύντομα να βγει προς αναζήτηση γλυκού. «Πεινάει κανείς;» ρώτησε. Την ίδια στιγμή τα μάτια της σάρωσαν το εσωτερικό της κουκέτας για περιεχόμενο με ουσία. Ο Αλέξης πετάχτηκε σα να τον είχε τσιμπήσει μεταλλαγμένη μέλισσα που γλύτωσε το τσουχτερό κρύο του Φλεβάρη κι είχε βρει καταφύγιο πίσω απ’ το κάθισμά του. «Ναι, έχει φέρει κανείς τίποτα να φάμε;» ρώτησε σα να απευθυνόταν σε ολόκληρο το τρένο. «Έχω φέρει λίγα παξιμάδια», απάντησε η Δήμητρα, βγάζοντας από έναν ταξιδιωτικό σάκο μια νάιλον σακούλα κι έπειτα μια χαρτοσακούλα μέσα απ’ αυτήν. «Μπα, ευχαριστώ, εγώ δεν θέλω. Πάω να βρω κάτι πιο ενδιαφέρον», είπε ο Αλέξης. «Να σου δώσω λεφτά να μου φέρεις καμία σοκολάτα;» έκανε η Άννα και βάλθηκε να ψάχνει τις τσέπες της.
«Για να δω τι έχω κι εγώ» είπε κι εκείνος. Με τις «ανασκαφές», σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίστηκαν απ’ τις τσέπες τους τα λαχεία που τους είχε προσφέρει ο λαχειοπώλης στο σταθμό. «Πήρες κι εσύ; Για να δω». Η Άννα πλησίασε τον Αλέξη για να δει το νούμερο. «Είναι το ίδιο με το δικό μου». Εν τω μεταξύ, η Δήμητρα και ο Αριστοτέλης είχαν βγάλει τα δικά τους λαχεία και τα κοιτούσαν. «092753» είπε δυνατά ο Αριστοτέλης. «Αυτός δεν είναι ο αριθμός που έχουμε όλοι;». Ο Αλέξης γελούσε. Η Άννα σκεφτόταν ότι δεν πίστευε ποτέ στις συμπτώσεις και η Δήμητρα είχε ανατριχιάσει. Η ερώτηση αιωρούταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους αναπάντητη για μερικά λεπτά. «Αυτός είναι». Η απάντηση ήρθε από τον Αναστάση που στεκόταν στην είσοδο της κουκέτας κουνώντας το δικό του λαχείο, ενώ η Λίζα κρεμόταν από πάνω του αναμαλλιασμένη. «Και η Λίζα, η φίλη μου από ’δω, το ίδιο έχει». Ξαφνικά εμφανίστηκε απ’ το πουθενά και το αγοράκι με τους μαρκαδόρους στο χέρι και το σακιδιάκι στον ώμο. «Εδώ είσαι εσύ και σ’ έψαχνα», του είπε ο Αναστάσης. Το αγοράκι δεν απάντησε, μονάχα πήδηξε και πήρε το λαχείο απ’ το χέρι του και ύστερα κάθισε στο πάτωμα βγάζοντας το σακίδιό του. «Τι σκοπεύεις να κάνεις με το λαχείο μου; Μπορεί να κερδίσω, ξέρεις, και να σου πάρω ένα σωρό παιχνίδια, γι’ αυτό πρόσεχε μη μου το σκίσεις». Το αγοράκι έβγαλε ένα μπλε τετράδιο, το άνοιξε τυχαία σε μια σελίδα, και έβαλε το λαχείο από πάνω. «Μηδέν συν Εννέα συν Δύο συν Επτά συν Πέντε συν Τρία» είπε με άψογη άρθρωση. «Μας κάνουν Είκοσι Έξι, Δύο και Έξι μας κάνουν Οκτώ». «Άλφα, Βήτα, Γάμμα, Δέλτα, Έψιλον, Ζήτα, Ήτα, Θήτα», συνέχισε και μετά σχημάτισε το γράμμα Θήτα στη λευκή σελίδα που είχε μπροστά του. Έπειτα σηκώθηκε, κοίταξε γύρω του δίχως να εστιάζει σε κάποιον απ’ τους παρευρισκόμενους κι έδωσε το τετράδιο ανοιγμένο στη σελίδα που είχε γράψει, στη Δήμητρα. «Σ’ ευχαριστώ», του είπε εκείνη θορυβημένη. Ο μικρός έκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας. Ο Αναστάσης προσπάθησε να το σταματήσει, αλλά το παιδάκι πέρασε μέσα απ’ τα πόδια της σαστισμένης Λίζας, που κάτι της θύμιζε όλο αυτό, και κατευθύνθηκε προς το κατώφλι του επόμενου βαγονιού. Η πόρτα έκλεισε
ερμητικά πίσω του. Σε λίγο το τρένο σταμάτησε και πάλι απότομα σ’ ένα μέρος με τεράστιους βράχους, που θύμιζε Μετέωρα. Οι επιβαίνοντες κόλλησαν τα πρόσωπά τους στα τζάμια. Μπροστά τους, ένα μικρό σπιτάκι-σταθμός και μια σκουριασμένη ταμπέλα που κρεμόταν σ’ έναν πράσινο στύλο, γραμμένη με γράμματα που δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει. Ο μοναδικός επιβάτης που κατέβηκε ήταν το αγοράκι. Μόλις πάτησε τα κοντά του ποδαράκια στο έδαφος, γύρισε και κοίταξε προς το μέρος τους και ύστερα προς τον ουρανό, που ήταν φορτωμένος μαύρα σύννεφα. Κούνησε το χεράκι του χαιρετώντας κι έπειτα χάθηκε, σα να μην είχε υπάρξει ποτέ, μέσα στο άγριο τοπίο. Το τρένο ξεκίνησε ξανά, αναπτύσσοντας νέες δαιμονισμένες ταχύτητες. Μια φωτεινή ένδειξη σαν κι αυτές των αεροπλάνων άναψε απρόσμενα πάνω απ’ τα καθίσματα. «Δέστε τις ζώνες σας». Κι οι έξι αναγκάστηκαν να στριμωχτούν σ’ αυτήν την ίδια κουκέτα, αφού δεν είχαν χρόνο για μετακινήσεις. Αλλά και να είχαν, με τέτοια ασύλληπτη ταχύτητα, ήταν αδύνατο να κρατηθούν όρθιοι και να μη φάνε κάπου τα μούτρα τους. «Νομίζω ότι είμαστε όλοι παγιδευμένοι σ’ αυτό το αναθεματισμένο τρένο» είπε ο Αναστάσης. «Ας μην τα δραματοποιούμε τα πράγματα. Απλά βρισκόμαστε σ’ ένα υπερμοντέρνο όχημα, που όμοιό του δεν είχαμε ξαναδεί στη χώρα μας κι ούτε ήμασταν σε θέση να φανταστούμε την ταχύτητα με την οποίο θα μπορούσε να κινηθεί. Δεν γνωρίζετε για τα επιτεύγματα της Ιαπωνίας και της Γαλλίας που συναγωνίζονται η μια την άλλη σ’ αυτό τον τομέα;» τοποθετήθηκε με ψύχραιμη ευγένεια ο Αριστοτέλης. «Κι εμένα πάντως δεν μου φαίνεται φυσιολογικό όλο αυτό. Έτσι όπως πάμε, θα διαλυθούμε στο τέλος. Το δίκτυό μας δεν είναι φτιαγμένο για τέτοιες ταχύτητες. Κάτι συμβαίνει. Έχω την εντύπωση ότι δεν έχει μείνει άλλος εκτός από εμάς τους έξι στο τρένο», είπε ο Αλέξης με φωνή που πρόδιδε ένα μικρό πανικό. «Ανοησίες. Επειδή βρισκόμαστε σ’ ένα άδειο βαγόνι το λες αυτό...», συνέχισε το ίδιο ψύχραιμα ο Αριστοτέλης. «Πάντως κατέβηκε ένα σωρό κόσμος στις πρώτες στάσεις. Πόσους ακόμα να χωράει ένα τρένο;» πετάχτηκε ανήσυχη η Άννα. Η Δήμητρα δεν μιλούσε. Προσπαθούσε να εκλογικεύσει τα γεγονότα, να
ξεκολλήσει εκείνο το «Θ» από το μυαλό της και να σβήσει το κακό προαίσθημα που την είχε κυριεύσει, καθώς το σκοτάδι έσβηνε σιγά σιγά το τοπίο έξω απ’ το παράθυρο. Είχε βραδιάσει πια και το ταξίδι έμοιαζε να συνεχίζεται, χωρίς το εμπόδιο της βαρύτητας, κάπου στο Διάστημα. Εκτός από τον Αριστοτέλη, που αντιμετώπιζε με λογική ό,τι συνέβαινε, οι υπόλοιποι κάθονταν σφιγμένοι στις θέσεις τους, ανταλλάσοντας ματιές και ψάχνοντας απεγνωσμένα απαντήσεις. Ένα γερό τράνταγμα όμως και μια προσωρινή διακοπή ρεύματος στην κουκέτα, κορύφωσε την ένταση ανάμεσά τους. «Τι συμβαίνει;». Η Λίζα άφησε μια στριγκλιά. «Ηρέμησε, μια διακοπή είναι. Συμβαίνουν αυτά. Θα ξανάρθει το φως», προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Αναστάσης, που της έσφιξε το χέρι, παίρνοντας με αυτό τον τρόπο κι ο ίδιος κουράγιο. «Ω, μα ηρεμήστε. Αν συνεχίσουμε να ταξιδεύουμε έτσι, θα είναι πολύ ρομαντικά, δε νομίζετε;», αστειεύτηκε ο Αριστοτέλης. «Όχι, δεν θα είναι. Είτε έρθει το φως είτε δεν έρθει. Δεν θα είναι καθόλου ρομαντικά». Οι λάμπες φθορίου που είχαν αρχίσει να κρυώνουν απ’ την απουσία ηλεκτρισμού, δέχτηκαν μια ξαφνική εκκένωση και επανήλθαν, ρίχνοντας φως πάνω στο συνοφρυωμένο πρόσωπο της Δήμητρας. «Τι εννοείτε;» ρώτησε η Άννα. «Το αγοράκι που ήρθε μου έγραψε ένα “Θ” πάνω σε μια σελίδα, αφού πρώτα έκανε κάποιους υπολογισμούς. Πρόσθεσε τα ψηφία κι ύστερα έψαξε στην αλφάβητο το γράμμα που αντιστοιχούσε στο άθροισμα που είχε βγάλει». «Ε, και λοιπόν;» ρώτησε η Άννα, προσπαθώντας να συγκρατήσει το τρέμουλο στη φωνή της. «Από τότε που ξεκινήσαμε, το τρένο αναπτύσσει όλο και μεγαλύτερες ταχύτητες, ενώ παράλληλα αδειάζει τους επιβάτες του, αφήνοντας μονάχα εμάς τους έξι εγκλωβισμένους σ’ αυτή την κουκέτα, δεμένους στα καθίσματα, χωρίς να μπορούμε καν να σηκωθούμε πια, γιατί κινδυνεύουμε να χτυπήσουμε απ’ τα πέρα δώθε των βαγονιών, που έτσι όπως πάει, καμιά ώρα θα φύγουν απ’ τις ράγες». «Δεν καταλήξατε...», πίεσε ο Αναστάσης.
«Όχι, δεν κατέληξα. Προσπαθώ να σκεφτώ τι άλλο μπορεί να συμβαίνει εκτός απ’ αυτό που μου αποκάλυψε το αγοράκι, αλλά ίσως το πιο παράλογο για όλους εμάς εδώ μέσα να δίνει τη μόνη λογική εξήγηση». «Δεν καταλαβαίνω», διαμαρτυρήθηκε μαλακά ο Αριστοτέλης. «Θάνατος. Το “Θ” σημαίνει θάνατος, αυτό δεν σκέφτεστε;» της είπε ήρεμα ο Αλέξης.
Πέντε.
Η Λίζα χλόμιασε. Δεν ήταν μονάχα η παρουσία του αγοριού που την είχε αποσυντονίσει. Αυτά που άκουγε απ’ τη Δήμητρα έμοιαζαν με μια καλοστημένη φάρσα από κάποιον που ήξερε πολύ καλά για ποιo λόγο ταξίδευε. Αλλά και φάρσα να ήταν, έλπιζε τουλάχιστον να τελειώνει όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Για να φθάσει στον προορισμό της. Έναν προορισμό που είχε στόχο εδώ και χρόνια, οπλισμένη με υπομονή που θα τη βοηθούσε να βάλει σε εφαρμογή ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. Βρισκόταν σ’ ένα τρένο, στο μοναδικό μέσο στο οποίο αισθανόταν ασφαλής, όπως τότε που πήγαινε για μια συνέντευξη ενός συγγραφέα στο Γκέτεμποργκ. Είχε γίνει ολόκληρη φασαρία γι’ αυτή της την επιλογή. Το τι είχε ακούσει απ’ τον αρχισυντάκτη και τους συναδέλφους της δεν λέγεται. «Τι θα πει φοβάσαι το αεροπλάνο;» της είχαν πετάξει κατάμουτρα. «Ποια είσαι εσύ που δεν μπαίνεις σε αυτοκίνητο;» Η αλήθεια είναι ότι το είχε παρατραβήξει. Μια δευτεροκλασάτη δημοσιογράφος, αυτό ήταν, που της παρουσιαζόταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεφύγει απ’ τη μετριότητα, με μια συνέντευξη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της. Κι αυτή, αντί ν’ αρπάξει την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά, χωρίς πολλά πολλά, είχε προβάλλει παράλογες αξιώσεις από ένα απ’ τα μεγαλύτερα σε κυκλοφορία περιοδικά ποικίλης ύλης! Είχε βλέπετε αποφασίσει να τα παίξει όλα για όλα, να το διακινδυνεύσει. Αισθανόταν κουρασμένη απ’ το συνεχές κυνήγι της δόξας. Τόση ταλαιπωρία, τόσα χιλιόμετρα. Αμέτρητα ανούσια λεπτά συνεντεύξεων από επίδοξους άσημους, ανεγκέφαλους πολιτικούς (μα τέτοιοι δεν είναι άλλωστε όλοι;), μεγάλους αθλητές στη δύση τους, γερασμένους καλλιτέχνες που τα ’χουν χαμένα, ατάλαντες λολίτες και ζιγκολό. Και να είναι υποχρεωμένη να ανεβοκατεβαίνει με αεροπλάνα, πλοία, αυτοκίνητα που στο τιμόνι τους βρίσκονταν εθισμένα στον κίνδυνο αρσενικά. Ναι, λοιπόν, θα την έκανε τη συνέντευξη, αλλά το μέσο μεταφοράς της δεν θα το διαπραγματευόταν. Όλη αυτή η κοινωνική σαβούρα με την οποία είχε συναναστραφεί από τότε που ξεκίνησε να δουλεύει σ’ αυτό το περιοδικό, δεν θα μπορούσε να μην αφήσει τα σημάδια της επάνω της. Υπήρχε όμως και το οικογενειακό της περιβάλλον που
είχε φροντίσει να την μπολιάσει με αντικρουόμενες ιδέες. Ιδέες που κατέρρεαν σαν πύργοι φτιαγμένοι στην άμμο όταν αποκολλήθηκε απ’ τη γονική εστία και ήρθε αντιμέτωπη με το σκληρό πρόσωπο της επιβίωσης. Το νοίκι έπρεπε να πληρωθεί, οι λογαριασμοί επίσης. Βοήθεια δεν περίμενε απ’ τη μια σύνταξη που έπαιρνε ο πατέρας της. Η μητέρα της είχε «αναχωρήσει» εσπευσμένα απ’ τη ζωή, ίσως για να γνωρίσει από κοντά τον Λένιν που τόσο θαύμαζε. Μεγαλώνοντας η Λίζα, άλλαξε το πρόσωπο, τον τρόπο ομιλίας της, τις απαιτήσεις που είχε απ’ τους ανθρώπους που την περιτριγύριζαν. «Δεν φτάνει να κάνεις την ηλίθια, πρέπει να γίνεις κιόλας για να πετύχεις», της έλεγε μια φίλη με μεγαλύτερη εμπειρία και σχεδόν το πέτυχε. Σχεδόν, γιατί πίστευε ότι οι κρίσεις μελαγχολίας που την κατέκλυζαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, ήταν απομεινάρια του παλιού σκεπτόμενου εαυτού της που ακόμα αμυνόταν. Υπήρχε άλλωστε η επιθυμία και η ελπίδα ότι θα ερχόταν μια μέρα που οι σελίδες των εντύπων και της ψυχής της θα γέμιζαν με περιεχόμενο, για το οποίο θα ήταν περήφανη. Εκείνη η συνέντευξη του συγγραφέα ήταν ένα ταξίδι μέσα στο σκοτάδι που απλωνόταν το χειμώνα στις σκανδιναβικές χώρες, όπως τώρα που το τρένο διέσχιζε το πουθενά και το μυαλό της ιχνηλατούσε το παρελθόν, για να προστατευθεί απ’ το φόβο του παρόντος. Βρισκόταν λοιπόν και πάλι σ’ ένα τρένο που συνέδεε την Κοπεγχάγη με το Γκέτεμποργκ, βράδυ... Ή μάλλον πρωί, που με το ελάχιστο ηλιακό φως που υπήρχε, νόμιζε κανείς ότι ο χρόνος είχε σταματήσει δευτερόλεπτα πριν νυχτώσει, σε μια γέφυρα που ένωνε τη Δανία με τη Σουηδία, διασχίζοντας ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής πάνω από τη θάλασσα. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευε τόσο μακριά, χειμώνα, με θερμοκρασίες που δεν έφεραν θετικό πρόσημο. Μια μουσική παιγμένη από βιολί και κιθάρα, σα να ήταν γραμμένη αποκλειστικά γι’ αυτό το ταξίδι, ξέφευγε απ’ τα μικροσκοπικά ηχεία που αναπαύονταν στην αγκαλιά της, ανακατεύοντας τη σιωπή της καμπίνας με τους κραδασμούς που μυρμήγκιαζαν τα πόδια της. Θα μπορούσε να φοράει όλα τα ρούχα που είχε πάρει μαζί της για τις τρεις μέρες που θα παρέμενε στο Γκέτεμποργκ και να συνεχίζει ακόμα να κρυώνει. Μπορεί η τεχνολογία να είχε προχωρήσει, μερικές φορές όμως δυσλειτουργούσε ακόμα και σε χώρες όπως η Σουηδία. Από κάπου έμπαινε κρύος αέρας και η Λίζα αναγκαζόταν να σηκώνεται κάθε τόσο και να κάνει βόλτες στο διάδρομο για να τροφοδοτήσει με ζεστό αίμα τα κάτω άκρα. Πολλοί απ’ τους επιβάτες έκαναν το
ίδιο και σε συνδυασμό με τη μουσική που θύμιζε κάτι από ταγκό έμοιαζαν σα να «χόρευαν» με μια βραδύτητα που έβγαζε τη γλώσσα στην ιλιγγιώδη ταχύτητα του τρένου. Οι ώρες τότε, σ’ εκείνο το ταξίδι που της φαινόταν πια μακρινό, δεν ήταν πολλές, ούτε φάνταζαν ατελείωτες κάτω απ’ τη σκιά ενός φόβου σαν κι αυτόν που πλανιόταν τώρα από πάνω της. Τότε σκεφτόταν πώς θα εξελισσόταν η συνάντηση με το διανοούμενο, η φήμη του οποίου είχε περάσει τα σύνορα της χώρας του κι είχε απλωθεί σε όλο τον κόσμο. Δύσκολα χωρούσε στο μυαλό της, που ήταν ρυθμισμένο να επεξεργάζεται εικόνες και να ζει μέσα απ’ αυτές, ότι ένας μεσήλικας με αδιάφορη εμφάνιση, είχε γεμίσει χιλιόμετρα με γράμματα και σημεία στίξης, φτιάχνοντας ιστορίες που άρεσαν σ’ όλους. Τα βιβλία δεν ήταν το φόρτε της. Βαριόταν να διαβάζει, προτιμούσε να βλέπει και όχι να «βλέπει» μέσα απ’ τη φαντασία της. Γι’ αυτήν τη συνάντηση όμως τα πράγματα θα άλλαζαν. Ο διευθυντής των εκδόσεων επιχειρούσε μια προσθήκη ποιοτικής ύλης, με παρουσιάσεις βιβλίων λογοτεχνικού περιεχομένου και συνεντεύξεις, που σκοπό είχαν να βολιδοσκοπήσουν τις αντιδράσεις των αναγνωστών για μια μελλοντική περαιτέρω αύξηση αυτού του είδους περιεχομένου. Αυτή η αύξηση ενδεχομένως να προσέλκυε ένα κοινό που δεν έπαιρνε εύκολα την απόφαση να ξεφυλλίσει το περιοδικό. Έτσι, ένα πρωινό, το γραφείο της Λίζας γέμισε από βιβλία του συγγραφέα που θα συναντούσε, καθώς και με άρθρα που τον αφορούσαν κι είχαν δημοσιευθεί τον τελευταίο καιρό. Ο κόσμος των ανεικονικών σελίδων τής θύμισε τις απέλπιδες προσπάθειες που έκανε για να περάσει το μάθημα των Νέων στα μαθητικά της χρόνια. Τελικά διάβασε μόνο τα συναφή άρθρα και τις περιλήψεις που έβρισκε στα οπισθόφυλλα και αναχώρησε για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Όταν έφθασε στο Γκέτεμποργκ, το κεφάλι της είχε αποκτήσει μια «κινητικότητα» που θύμιζε μαριονέτες. Ένιωθε ότι η ήσυχη πόλη που απλωνόταν γύρω της τελούσε υπό σεισμική διέγερση κι ότι σε κάθε βήμα της είχε να αντιμετωπίσει τις απότομες εναλλαγές του οδοστρώματος, που έμοιαζε με ασφάλτινη θάλασσα. Στην πραγματικότητα, η ώρα ήταν έξι τ’ απόγευμα και οι δρόμοι ταράσσονταν μονάχα απ’ την αραιή διέλευση των τραμ. Το ξενοδοχείο βρισκόταν δίπλα στο Haga, μια συνοικία από παλιά ξύλινα σπίτια, διαφόρων ειδών μαγαζιά, κουκλίστικα καφέ και πλακόστρωτους πεζόδρομους που είχαν ήδη στολιστεί για τα Χριστούγεννα που έφταναν σε λιγότερο από ένα μήνα.
Σε ένα απ’ αυτά τα καφέ επιχείρησε να καθίσει, αφού πρώτα τακτοποίησε τις λιγοστές αποσκευές της στο ξενοδοχείο. Οι τοίχοι του ήταν βαμμένοι λευκοί, έτοιμοι να παλέψουν με το εποχιακό σκοτάδι, οι ξύλινες καρέκλες χρωματίζονταν από ξεθωριασμένο μωβ, ενώ τα τραπεζάκια, διαφορετικά ζωγραφισμένο το καθένα, ήταν γεμάτα πολύχρωμες παραστάσεις λουλουδιών. Απ’ αυτήν τη φαινομενικά χαρούμενη ατμόσφαιρα, οι θαμώνες ετοιμάζονταν να φύγουν πειθαρχημένα μόλις το τεράστιο ρολόι που κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο έδειχνε οκτώ. Σε λίγα λεπτά δηλαδή. Κι έφυγαν. Η Λίζα απέμεινε μόνη να κοιτάζει την κοπέλα που μάζευε τα πιατάκια και τα φλιτζάνια απ’ τα τραπέζια, πιστεύοντας ότι εκείνο το βράδυ έπαιζε μπάλα η εθνική ομάδα της Σουηδίας. Αλλιώς πώς να εξηγιόταν τέτοια ομαδική αποχώρηση; «Πρέπει να φύγω;» είχε ρωτήσει στ’ αγγλικά την ψιλόλιγνη σερβιτόρα. «Φοβάμαι πως ναι», της είχε απαντήσει εκείνη πολύ ευγενικά και τόσο σιγά, σα να φοβόταν μήπως ξυπνούσε έναν κάτασπρο γάτο που είχε κουλουριαστεί εδώ και ώρα πάνω σε μια νικέλινη μπάρα. «Αύριο όμως μπορείτε να ξανάρθετε και να δοκιμάσετε το πρωινό μας. Ανοίγουμε στις οκτώ». «Εμ, βέβαια, αν πάω από τώρα για ύπνο, θα σου ’ρθω στις έξι όχι στις οκτώ!» σκέφθηκε. «Πώς να μην παθαίνουν διαταραχές οι τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα στο ξεκίνημα του χειμώνα; Σκοτάδια όταν πέφτεις στο κρεβάτι, σκοτάδια όταν σηκώνεσαι». Ευτυχώς το χιόνι που έπεσε κατά τη διάρκεια της νύχτας αντανακλούσε τώρα τις αδύναμες ακτίνες του ήλιου για κάποια λεπτά της ημέρας, θυμίζοντάς της ότι στις δώδεκα είχε ραντεβού με το συγγραφέα. Τελικά, χρειάστηκε να περάσουν άλλα δυο εικοσιτετράωρα μέχρι να τον δει, αφού αρρώστησε ξαφνικά, αφήνοντάς της έτσι αρκετό χρόνο να γυρίσει την πόλη και να συνηθίσει τους ρυθμούς της, να γευτεί την ησυχία της. Όταν πήγε στο ζωολογικό κήπο για να συναντήσει τον Στιγκ, περίμενε να βρει έναν άνθρωπο ψηλό, ξανθό με μυτερά χαρακτηριστικά που ενέπνεαν αυστηρότητα. Στις φωτογραφίες που είχε δει σε περιοδικά και βιβλία έδειχνε πάντα σοβαρός. Σα να ήταν θυμωμένος. Τώρα στεκόταν μπροστά από μια όμορφη άλκη, τα κέρατα της οποίας εξείχαν πίσω απ’ το κεφάλι του, χαμογελαστός, με αρκετά παραπανίσια κιλά και δυο τρεις πόντους παραπάνω απ’ τους εκατόν εξήντα δυο που μετρούσε η δική της σιλουέτα.
Μ’ αυτό το παρουσιαστικό και μ’ έναν εγκάρδιο χαιρετισμό, το άγχος της Λίζας διαλύθηκε στον παγωμένο αέρα. Η διαχυτικότητα του Στιγκ συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του περιπάτου στο πάρκο της πόλης, όπου μιλούσαν για τη ζωή στη Σουηδία, τους ανθρώπους και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ακόμα κι εκείνοι απ’ την έλλειψη του ήλιου κατά τη χειμερινή περίοδο. Αν οι συγγραφείς ήταν τόσο γοητευτικοί και ενδιαφέροντες όπως ο Στιγκ, η Λίζα υποσχέθηκε στον εαυτό της να ασχοληθεί σοβαρά με τη λογοτεχνία και να επιδιώκει στο εξής να τους συναντά από κοντά. Βιαστική όπως συνήθιζε να είναι όταν έβγαζε τα συμπεράσματά της, επέστρεψε στο ξενοδοχείο κι έβγαλε απ’ το σάκο της το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα: «Ανιχνεύοντας την παιδική ηλικία του Μίκυ». Τα μαύρα ανάγλυφα γράμματα γέμιζαν το πάνω μέρος του εξώφυλλου. Λίγο πιο κάτω, η σκιά μιας φιγούρας που θύμιζε το γνωστό παιδικό ήρωα, συμπλήρωνε το ντεκόρ. Ο Στιγκ της είχε μιλήσει για ένα παιδί που είχε γνωρίσει σε μια διάλεξη που είχε δώσει στην Ιταλία. Ήταν ένα αγοράκι που κανείς δεν ήξερε, κανένας όμως δεν έδειχνε και να παραξενεύεται με την παρουσία του στο χώρο όπου έγινε μετά η δεξίωση. Όταν τον πλησίασε για να του μιλήσει, εκείνο τον πήρε απ’ το χέρι, τον έβγαλε σε ένα μπαλκόνι με θέα την πόλη κι άρχισε να του χωρίζει το εικονικό κάδρο σε περιοχές, εξηγώντας του απλοϊκά τα αξιοθέατα της καθεμίας και προσθέτοντας πάντα στο τέλος τη φράση: «εγώ κι ο Μίκυ έχουμε παίξει σ’ αυτό το μέρος». «Ποιος είναι ο Μίκυ;» τον είχε ρωτήσει στο τέλος ο συγγραφέας. «Ξέρετε ποιος είναι, μη με ρωτάτε βλακείες», του είχε απαντήσει ο μικρός με σοβαρό ύφος. Για δυο μέρες το αγοράκι εμφανιζόταν απ’ το πουθενά στα σημεία που επισκεπτόταν ο Στιγκ και λίγο πριν το βάλει κάθε φορά στα πόδια, τον χαιρετούσε. «Ο Μίκυ πού είναι;» κατάφερε να του πει την τελευταία φορά που τον είδε. Εκείνος σταμάτησε, έκατσε κάτω στο δρόμο και ξέσπασε σε κλάματα. «Δεν μπορεί, θα ’ρθει» του απάντησε με λυγμούς, ενώ ο συγγραφέας τον κάθιζε σε μια καρέκλα. Κι έπειτα σιωπή. Ο μικρός, σα να έχασε την ψυχή του, υπήρχε δίχως να υπάρχει σ’ εκείνη την πλατεία. Ο άνθρωπος που συνόδευε τον Στιγκ στις περιηγήσεις του στη Ρώμη, τον τράβηξε σχεδόν με το ζόρι γιατί θα έχαναν την πτήση της επιστροφής του. εκείνος, αμέσως μετά την επιβίβασή του στο αεροπλάνο, άρχισε να γράφει την ιστορία, που ξετυλιγόταν με κινηματογραφική ταχύτητα στο μυαλό του. Το βιβλίο θα τελείωνε έπειτα από τρεις μήνες γεμάτους ξενύχτια, ένταση και τύψεις. Πριν δώσει το πόνημά του στον εκδότη,
επέστρεψε στη Ρώμη, αναζητώντας το μικρό. Ήταν μάταιο και το ήξερε, αλλά και μια φθηνή δικαιολογία για τον εαυτό του. Το βιβλίο δεν πήρε καλές κριτικές, πούλησε όμως σαν τρελό σε όλο τον κόσμο. Ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του. Η Λίζα άφηνε τη μια σελίδα πίσω απ’ την άλλη, έχοντας σε πρώτο πλάνο την εξαρτημένη σχέση ενός παιδιού που ζούσε σ’ ένα δικό του κόσμο, είχε για σπίτι το βαγόνι μιας εγκαταλειμμένης αμαξοστοιχίας κι έπαιζε μ’ ένα χαρακτήρα καρτούν. Η ιστορία εκτυλισσόταν στη Ρώμη, με φόντο τα πολυάριθμα αξιοθέατα που αποτελούσαν το πεδίο δράσης του μικρού, ο οποίος εμφανιζόταν ανάμεσα σε ομάδες τουριστών και παπαγάλιζε αυτά που τόσες και τόσες φορές είχε ακούσει απ’ τους ξεναγούς. Το βιβλίο τελείωσε ύστερα από ένα λίτρο καφέ κάτω απ’ τις διεσταλμένες κόρες της δημοσιογράφου, με το αγοράκι να έχει μεγαλώσει και να συζεί στη Σουηδία με μια κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερή του ψυχολόγο. Η ιστορία αυτού του παιδιού αποτέλεσε ουσιαστικά την αιτία επανένταξης της Λίζας στο μαγικό κόσμο των βιβλίων. Γι’ αυτό και θυμόταν τόσο καθαρά μια σκηνή που περιέγραφε ο Στιγκ, στην οποία το αγοράκι βρίσκεται μέσα στο βαγόνι όπου ζούσε, παρέα με αγνώστους που είχαν αναλάβει να επαναφέρουν το παλιό τρένο στην κυκλοφορία, τοποθετώντας το σ’ έναν άλλο σταθμό για να ξεκινήσει να κάνει και πάλι δρομολόγια. Η έκπληξη όμως και ο φόβος που προκλήθηκε απ’ αυτό το γεγονός, έκαναν το μικρό να βάλει τα κλάματα και να φύγει τρέχοντας μέσα στην ομίχλη που είχε σκεπάσει την πόλη. Και τώρα, στο παρόν, οι λέξεις ξανάγιναν εικόνα και μάλιστα αυτήν τη φορά αληθινή, μόλις, ενώπιον των έξι επιβατών του τρένου, που συνέχιζε την ξέφρενη πορεία του, εμφανίστηκε το ίδιο αγοράκι, που παρέα με τους μαρκαδόρους του, άρχισε να υπολογίζει τα νούμερα του λαχείου. Η Λίζα δεν ήταν σίγουρη αν αυτό που την είχε κάνει τότε να ολοκληρώσει το διάβασμα του βιβλίου ήταν η πρωτότυπη ιστορία του ή το γεγονός ότι ήταν γραμμένο από τον Στιγκ. Την άλλη μέρα συναντήθηκαν και πάλι στο χιονισμένο πάρκο και πέρασαν την περισσότερη ώρα μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε τις ιδέες του για να τις μεταφέρει σιγά σιγά στο χαρτί. Η συνέντευξη γινόταν ουσιαστικά από κείνον. Ξεκινούσε να μιλάει σα του είχε γίνει κάποια ερώτηση και καθοδηγούσε τη Λίζα, χωρίς εκείνη να το αντιλαμβάνεται παρά μονάχα όταν όλα είχαν τελειώσει και καθόταν πια μπροστά από ένα χαρτί, σ’ ένα τραπέζι, για να απομαγνητοφωνήσει όσα της είχε πει. Το τελευταίο βράδυ την κάλεσε για δείπνο στο σπίτι του. Έμενε σε ένα μοντέρνο κτίριο στην άλλη μεριά της πόλης και το διαμέρισμά του ήταν διακοσμημένο με ελάχιστα έπιπλα και
μεγάλες γυμνές επιφάνειες. Η Λίζα άνοιξε το σάκο της κι έβγαλε τα ρούχα που προόριζε για τις βραδινές εξόδους της. Κάτω από μια συνθετική γούνα φόρεσε μια πλεκτή ζακέτα και από μέσα μια λευκή μπλούζα με τόσο βαθύ ντεκολτέ που δεν άφηνε και πολλά στη φαντασία του οικοδεσπότη. Ένα φαρδύ βελούδινο παντελόνι κι ένα ζευγάρι ψηλές μάλλινες κάλτσες θα φρόντιζαν να την κρατήσουν ζεστή μέχρι το λεωφορείο να την αφήσει λίγα μέτρα πριν απ’ το σπίτι του. Εκείνος εμφανίστηκε πίσω από μια πράσινη πόρτα σα να είχε μόλις επιστρέψει από άλλη μια βόλτα στο πάρκο, φορώντας ένα πράσινο πουλόβερ, αξύριστος, αναμαλλιασμένος, με ένα λεπτό πούρο στο στόμα κι ένα ζευγάρι βελούδινες παντόφλες στα πόδια. Εντύπωση συνέχιζε να της προκαλεί ότι ο ίδιος δεν έδειχνε να προσέχει την έντονη παρουσία της. Γιατί αντί να θαυμάζει την ίδια, περισσότερο φαινόταν να δίνει προσοχή στους μελωδικούς αυτοσχεδιασμούς που ξεκίνησε να κάνει μια τρομπέτα, η οποία είχε πρωτακουστεί στη δεκαετία του πενήντα από ένα μαύρο που, από τότε, είχε μεταφέρει τον ήχο του και στον κάτω κόσμο. Η Λίζα που είχε συνηθίσει να γίνεται αντικείμενο παρατήρησης και θαυμασμού απ’ τους άντρες, καθώς κανένας δεν έμενε ασυγκίνητος όταν έβγαζε τη ζακέτα της, αυτήν τη φορά αποφάσισε τελικά να μην προβεί στην ίδια κίνηση, μιας και δεν κατάφερε να παραβλέψει το γεγονός ότι ο άνθρωπος που ήταν τόσο ευγενικός και περιποιητικός μαζί της, δεν σκέφτηκε να ντυθεί λίγο καλύτερα. Κι ας έκανε ζέστη. «Τι θα πιείς;» τη ρώτησε με χαλαρότητα. «Βότκα;». «Ό,τι και εσύ», του απάντησε αφηρημένα, εστιάζοντας σ’ ένα τεράστιο γυάλινο αντικείμενο που δεν έμοιαζε με τίποτα. «Μοντέρνα τέχνη, σε καταλαβαίνω. Ούτε κι εμένα μου άρεσε όταν μου το ’φεραν. Δώρο από μια μακρινή μου συγγενή που διαπραγματεύεται έργα διάσημων καλλιτεχνών, ζωγράφων, γλυπτών... Το ’κλεισε σε μια δημοπρασία σε τιμή για γέλια, όπως μου είπε, και ήταν βέβαιη ότι θα μου άρεσε. Τώρα τι σχέση είχε με το γούστο μου; Ας πούμε ότι με γνώριζε λίγο καλύτερα απ’ ό,τι εσύ. Δηλαδή σχεδόν καθόλου. Μ’ αγαπάει εξ αποστάσεως. Τέλος πάντων, το δέχτηκα, γιατί δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς και μετά έκατσα και σκέφτηκα ή μάλλον προσπάθησα να παραλληλίσω τις δυο τέχνες. Τη δική μου και τη δική του, του δημιουργού. Ίσως αυτή η διαδικασία να ξεκίνησε απ’ το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσω. Ναι μεν η ξαδέρφη μου θα έκανε πολύ καιρό να
ξαναφανεί απ’ τα μέρη μας, η αδερφή της όμως, θα το έβλεπε τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα. Είναι συνάδελφος βλέπεις. Γράφει παιδικά βιβλία. Εκεί να δεις ταλέντο...». Τα παγάκια κουτούλαγαν ήδη τα χείλη της Λίζας. Η πρώτη βότκα είχε κάψει τα σωθικά της και χρειαζόταν πάση θυσία μια δεύτερη για ν’ αντέξει τον οίστρο του Στιγκ που ετοιμαζόταν να κάνει διάλογο με τον εαυτό του. Πήρε το κρυστάλλινο μπουκάλι που μετά δυσκολίας το σήκωνε και γέμισε το ποτήρι της μέχρι να ξεχειλίσει. Εκείνος συνέχιζε. «Σ’ όλες τις τέχνες έχει συμβεί το ίδιο. Με την εξέλιξή τους έφθασαν σε ένα σημείο που έγιναν εντελώς δυσνόητες και απρόσιτες. Πάρε τη ζωγραφική... Μέχρι και ο λευκός καμβάς θεωρήθηκε Τέχνη. Στη μουσική, η αρμονία μετατράπηκε σε μη αρμονία, με τις νότες να μη γνωρίζουν κλίμακες και τις συγχορδίες να ακούγονται εντελώς παράφωνες. Στη λογοτεχνία, η Γερτρούδη Στάιν έδωσε νόημα στην ασυναρτησία. Άρα; Άρα κι αυτό το έργο που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του εξήντα μάλλον έχει κάποιο νόημα και πρέπει να το σεβαστώ. Και το σέβομαι εδώ και δυο χρόνια, όπως σέβομαι την ιστορία της Τέχνης». «Αφού αντέχεις... Αφού μπορείς και το δικαιολογείς μ’ αυτό τον τρόπο. Εμένα πάντως δεν μου αρέσει καθόλου ή για να το πω με δικά σου λόγια, δεν το καταλαβαίνω και θα συμβιβαζόμουνα με μια καλή δικαιολογία στην ξαδέρφη μου. Ήρθαν φίλοι με παιδιά και το ’σπασαν! Πώς σου φαίνεται;». Ο Στιγκ γέλασε και το έκανε μ’ έναν τρόπο επιτηδευμένο, που μαρτυρούσε ότι είχε ενοχληθεί κάπως. «Απαγορεύω στους φίλους με παιδιά να έρχονται εδώ. Πηγαίνω ο ίδιος και τους επισκέπτομαι. Η ακαταστασία και η πολλή φασαρία είναι δικά μου μειονεκτήματα. Δεν τα ανέχομαι στο χώρο μου από άλλους. Το στερεότυπο του καλλιτέχνη δεν προστάζει έναν άνθρωπο με ιδιοτροπίες; Ε, πες ότι μπροστά σου έχεις άλλον έναν. Αν και δεν με θεωρώ και τόσο ιδιότροπο. Μπορώ να σου πω ιστορίες για κάτι άλλους…». «Νομίζω ότι αυτή την εντύπωση για τους καλλιτέχνες την καλλιεργείτε κι εσείς οι ίδιοι γιατί σας βολεύει. Κάνεις μια τρέλα και μετά τη δικαιολογείς σαν απόρροια της ιδιότητάς σου». «Αυτό το ’χεις καταλάβει απ’ τη δουλειά σου; Αλήθεια, πώς κατέληξες να γίνεις
δημοσιογράφος; Ήταν παιδικό όνειρο;». Κάθε άλλο. Η εικόνα που είχε για εκείνα τα χρόνια, τα παιδικά, περιελάμβανε καθρέφτες που περικύκλωναν το χώρο, περιστρεφόμενες μαύρες καρέκλες, διάφανα κουβούκλια που κατέβαιναν στα κεφάλια των γυναικών, τρίχες που βρισκόντουσαν και στα πιο απίθανα σημεία, μέσα σε συρτάρια, μαζεμένες σαν κουβάρι από κλωστή στους νεροχύτες, διάσπαρτες πάνω στα ρούχα όλης της οικογένειας, πολύχρωμα περιοδικά που παρουσίαζαν καλοσχηματισμένες και καλοντυμένες γυναίκες που σπάνια έβλεπες να κυκλοφορούν έξω απ’ το κομμωτήριο, έντονη ξένη και ελληνική μουσική... Η Λίζα έπαιζε με τις κούκλες της δίπλα στις πελάτισσες, έτρωγε παρέα με την ταμειακή μηχανή, διάβαζε τα μαθήματά της πίσω απ’ τη βιτρίνα που έβλεπε στο ταχυδρομείο. Ο κόσμος ήταν παντού και πάντα παρών. Οι πελάτισσες μιλούσαν με τους γονείς της για πράγματα που στην αρχή δεν καταλάβαινε, έπειτα άρχισε να αντιλαμβάνεται με το δικό της τρόπο και στην εφηβεία να συνειδητοποιεί. Μια βοή την ακολουθούσε παντού και την ωθούσε να αναζητεί την ησυχία σε απομακρυσμένες συνοικίες, όπου δεν χρειαζόταν να χαιρετά και να μιλάει σε κανένα. Ακόμα κι εκεί όμως ο μουγκός της εαυτός αδυνατούσε να αποβάλλει την περιέργεια για τη ζωή των άγνωστων προσώπων που συναντούσε. Ύστερα επαναλάμβανε τη διαδρομή την ίδια ώρα, μεσημεράκι αργά, ψάχνοντας για τον άντρα που την είχε σκουντήσει άθελά του την προηγούμενη μέρα, για τη μητέρα που έψαχνε κάποιον και ρωτούσε τους γείτονες, για το νεαρό που πρέπει να ήταν κοντά με εκείνη στα χρόνια και ζωγράφιζε με σπρέι μια ξερολιθιά σ’ ένα χωράφι, πίσω από ένα καμένο εργοστάσιο. Η κοινωνικότητά της άρχισε να ξεχειλίζει μέσα στο σχολικό περιβάλλον, έγινε πρόεδρος του δεκαπενταμελούς συμβούλιου των μαθητών. Ξαναέγινε πρόεδρος την επόμενη χρονιά. Τα αγόρια άρχισαν να την κυνηγάνε και εκείνη ανακάλυψε το δεύτερο χαρακτηριστικό της: μια θηλυκότητα με την οποία άνοιγε πόρτες, αναστάτωνε γραφεία, σπίτια, οικογένειες. Οι επιδόσεις στο σχολείο ήταν από μέτριες ως κακές. Και τότε γνώρισε τον Μπράιαν και μαζί μ’ αυτόν τον έρωτα που μέχρι εκείνο τον καιρό νόμιζε πως ήταν ένα παιχνίδι με κανόνες που έφτιαχνε η ίδια. Ικανή να το κερδίζει σε κάθε περίπτωση και να απορεί με τα δράματα που ζούσαν οι φίλες της. Ο Μπράιαν ήταν ένας Ιρλανδός που ήρθε στην Ελλάδα για να θαυμάσει τα αρχαία μας μνημεία, να περπατήσει κάτω απ’ τον ιερό βράχο της Ακρόπολης και να χαθεί στα στενά της Πλάκας... Του έμενε ωστόσο και χρόνος να ασχοληθεί
και με το μεταπτυχιακό πρόγραμμα που είχε επιλέξει. Εννέα μήνες θα έμενε στην Ελλάδα, για να διδαχθεί την αρχαία παράδοση του λαού που δεν γνώριζε, αλλά τόσο θαύμαζε. Μια μέρα, σε έναν απ’ τους δρόμους που μυρμηγκιάζουν οι Αθηναίοι, έπεσε πάνω στη Λίζα. Έβρεχε καρεκλοπόδαρα κι όλοι έτρεχαν να μαζευτούν κάτω απ’ τα υπόστεγα των κτιρίων. Εκείνος απλά χαιρόταν τη βροχή που γλιστρούσε μέσα στα ρούχα του, διασκεδάζοντας με τους διαβάτες που δεν είχαν προβλέψει το ξαφνικό ξέσπασμα των ουρανών. «Μα πώς κάνετε έτσι; Μια βροχούλα είναι...» πρόλαβε και της είπε, καθώς η ομπρέλα της τού έκλεισε απότομα το οπτικό πεδίο κι ο αγκώνας της χτύπησε με δύναμη τη δεξιά πλευρά του, σε μια προσπάθεια να μη χάσει την ισορροπία της. «Συγγνώμη», του είπε στ’ αγγλικά. Εκείνος την τράβηξε απαλά και βρέθηκαν κάτω από ένα υπόστεγο ανάμεσα σε ανθρώπους που κοιτούσαν τη βροχή θυμωμένοι σα να είχαν πληροφορηθεί ότι κάποιος δικός τους εχθρός δημιούργησε επίτηδες αυτό το καιρικό φαινόμενο για να τους κάνει τη ζωή δύσκολη. Το πρόσωπό της αποκαλύφθηκε μόλις έκλεισε την ομπρέλα, σπρώχνοντας μια κυρία που ήταν φορτωμένη με πολύχρωμες τσάντες και μονολογούσε στα αγγλικά. Ο Μπράιαν εντυπωσιάστηκε με την ομορφιά της νεαρής κι έκανε ένα βήμα προς τα έξω στον κατακλυσμό για να βρεθεί μπροστά της. «Αν δεν σας αρέσει αυτή η χώρα, γυρίστε στη δική σας. Εκεί κάθε μέρα είναι έτσι και κανέναν δεν τον νοιάζει γιατί ξέρει ότι ο ήλιος θα του κάνει λίγες φορές τη χάρη να εμφανισθεί», γύρισε κι είπε στην κυρία, που συνέχιζε να μουρμουρίζει. Εκείνη του ’ριξε μια ματιά γεμάτη μίσος, άνοιξε μια καρό ομπρέλα και του πέταξε φεύγοντας: «Irish? I thought so...». «Ναι, είμαι Ιρλανδός», απευθύνθηκε στη Λίζα. «Και δεν με νοιάζει να γίνω μούσκεμα, φτάνει να κοιτάζω τα μάτια σου...» της είπε κάνοντας μια χαριτωμένη υπόκλιση. Ο κόσμος που παρακολουθούσε τη σκηνή χαμογέλασε κι εκείνη ταίριαξε τα μάγουλα και τ’ αυτιά της με το χρώμα των μαλλιών του Μπράιαν. «Να, έχουμε κάτι κοινό», της είπε πιάνοντας μια τούφα με κόκκινες τρίχες. Η Λίζα για πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι βρέθηκε μπροστά σ’ έναν άντρα που μπορούσε να της επιβληθεί. Κι αυτή η ενστικτώδης πρώτη εντύπωση
επαληθεύτηκε πολύ γρήγορα, όσο γρήγορα προχωρούσε και η γνωριμία τους. Ο Μπράιαν ήταν ένας άνθρωπος που ξεχείλιζε από ζωή, σ’ αυτό έμοιαζαν. Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά του χαρακτήρα του που την έφερε σε επαφή με έναν κόσμο που δεν είχε ως τότε εξερευνήσει. Τα γράμματα. Ο Ιρλανδός φοιτητής οδηγούσε ένα παλιό ανοικτό Triumph που ακόμα και με την κουκούλα έμπαζε από παντού, γεμάτο ουίσκι, ρούχα και βιβλία. Κάθε φορά που έπιανε ένα απ’ αυτά και το άνοιγε σε κάποια σελίδα, σα να το έκανε στην τύχη, της μιλούσε για τους κλασσικούς συγγραφείς, κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα βαριόταν θανάσιμα. Για τη ζωή του καθενός και το έργο του αφού για ανεξήγητους λόγους δεν υπήρχαν λογοτεχνικά έργα στη συλλογή του παρά μονάχα βιογραφίες και μελέτες τρίτων, φτιάχνοντας υπέροχες ιστορίες που δεν είχαν να κάνουν με τη λογοτεχνική τους αξία ή τεχνική, αλλά με την ανθρώπινη καθημερινή εικόνα τους. Ήταν σα να μελετούσε τα βιβλία για να γνωρίσει αυτούς που τα έγραψαν και να αποκωδικοποιήσει το χαρακτήρα τους. Κι όλα αυτά γινόντουσαν έπειτα από μερικά έως αρκετά ποτήρια αλκοόλ. Στο πρώτο τους ραντεβού, πέρασε και την πήρε απ’ το σπίτι της, με ένα ύφος σοβαρό, που στο επόμενο τετράγωνο κι ενώ εκείνη εκδήλωνε την αμηχανία της, είχε μετατραπεί σε υστερικό γέλιο. Πήγαν σ’ ένα μπαρ, μετά σε δεύτερο και κατέληξαν μισομεθυσμένοι να βγάζουν τα ρούχα τους, πολλά μέτρα πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, με θέα μια άλλη, διαφορετική, γεμάτη φωτάκια. «Είσαι παρθένα;» την είχε ρωτήσει γελώντας. «Όχι», του είχε απαντήσει εκείνη, βάζοντας το χέρι της ανάμεσα στα πόδια του. «Για να δούμε αν λες αλήθεια...». Έπειτα από μια «άγρια συμπλοκή», όπως χαρακτήρισε το ερωτικό τους σμίξιμο ο Μπράιαν, έπιασε ένα βιβλίο στην τύχη και άρχισε να της εξηγεί. Το τελετουργικό θα επαναλαμβανόταν κάθε φορά έπειτα απ’ τις ερωτικές τους συνευρέσεις και η Λίζα θα μάθαινε μέσα σε εννέα μήνες να μιλάει μέχρι και τοπικές διαλέκτους στ’ αγγλικά. Όσο για τις βιογραφίες των μεγάλων συγγραφέων; Θα παρέμεναν μόνο στο υποσυνείδητό της ύστερα απ’ την αιφνίδια αναχώρηση του καλού της, αφού μαζί μ’ αυτόν έχασε και την όρεξη να ασχολείται με τις βιογραφίες των κλασικών και τις ιδιομορφίες των χαρακτήρων τους. Ο Μπράιαν έφυγε απ’ την Ελλάδα όταν τελείωσε το μεταπτυχιακό και αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν είχε ομολογήσει ποτέ στη Λίζα ότι είχε σκοπό να γυρίσει τον κόσμο δουλεύοντας
από δω κι από κει. Ήταν ο πρώτος και μοναδικός της έρωτας, όπως του έγραφε για αρκετό καιρό μετά το χωρισμό τους, σε σπαραξικάρδιες επιστολές που γυρνούσαν ανέγγιχτες στην αποστολέα. Ο Μπράιαν δεν ξαναγύρισε ποτέ στην Ελλάδα, ούτε στην Ιρλανδία. Ύστερα από χρόνια κι ενώ η Λίζα έμενε μόνη, έφθασε στο πατρικό της ένα γράμμα απ’ την αδερφή του που έλεγε ότι είχε χάσει τα ίχνη του και ότι την τελευταία φορά που είχε νέα του ήταν απ’ τη Βραζιλία. Με τη φυγή του Μπράιαν, οι σκέψεις της άδειασαν απ’ τη φιλολογική παρουσία του και γέμισαν και πάλι με τον καιρό απ’ τη ματαιοδοξία και την εφήμερη λάμψη των δημοσίων προσώπων που συναντούσε καθημερινά στα μοντέρνα τραπεζάκια του κομμωτηρίου. Η επιθυμία που είχε να μην ακολουθήσει τη δουλειά του πατέρα της αλλά και να βρεθεί στα παρασκήνια των έγχρωμων φωτογραφιών που κατέκλυζαν τα κουτσομπολίστικα περιοδικά, την έσπρωξε προς τη δημοσιογραφία, που πίστευε ότι θα τη βοηθούσε να βρει επιτέλους τον εαυτό της. «Ώστε οι γονείς σου είχαν κομμωτήριο κι εσένα σε κέρδισε η τέταρτη εξουσία; Πολύ ενδιαφέρον, αν και πίστεψέ με, και τα κομμωτήρια είναι μεγάλα σχολεία, φτάνει να έχεις γερό στομάχι και ν’ αντέχεις τις ιδιοτροπίες του καθενός. Είτε αφεντικού, είτε πελάτισσας. Βέβαια εσύ θα γινόσουν τ’ αφεντικό ύστερα από λίγο καιρό...» της είπε ο Στιγκ. «Ναι, θα μπορούσα. Τελικά η επιχείρηση πουλήθηκε για ένα κομμάτι ψωμί σ’ έναν αετονύχη, που κατάφερε να φάει λεφτά απ’ τον πατέρα μου, όταν πια πενθούσε το χαμό της μητέρας μου». Το βράδυ κυλούσε πλέον πιο χαλαρά. Τα μάτια της Λίζας σκεπάστηκαν από μια ελαφριά ομίχλη και η φιγούρα του Στιγκ αλλοιώθηκε ευχάριστα. Έγινε γοητευτικός κι ο μονόλογός του που συνεχίστηκε για κάμποση ώρα, ακολουθώντας μια διαδρομή μέσα από έντονη τζαζ, γεμάτη ιστορικά και καλλιτεχνικά γεγονότα που στιγμάτισαν τους δυο τελευταίους αιώνες και σχόλια που έχαναν τη συνοχή τους, καθώς το αλκοόλ εμπόδιζε και τη δική του διαύγεια. Κάπως έτσι οι δείχτες του ρολογιού παρασύρθηκαν πέρα απ’ τα μεσάνυχτα. Οι δύο τους βρέθηκαν αγκαλιασμένοι να ακούνε ένα υπέροχο βινύλιο με διασκευές του Τσάρλι Πάρκερ σε τραγούδια εποχής με συνοδεία βιολιών, σα να ήταν δυο παλιοί συμμαθητές που ξαναβρέθηκαν ύστερα από καιρό, ανακαλύπτοντας μια τρυφερή σχέση που τότε δεν είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους.
«Ξέρεις...» γύρισε και της είπε ο Στιγκ «νομίζω πως εμείς οι δυο έχουμε κάτι κοινό». «Αλήθεια; Και ποιο είναι αυτό;» τον ρώτησε μισοκοιμισμένη. «Είμαστε υπέρμετρα φιλόδοξοι». «Και πού το κατάλαβες εσύ αυτό για μένα;». «Απ’ αυτά που μου είπες για τη ζωή σου. Απ’ τον τρόπο που με αντιμετωπίζεις. Έχεις δίπλα σου ένα δημόσιο πρόσωπο, προσπαθείς να του πάρεις όσα περισσότερα μπορείς και θα αναζητήσεις τον τρόπο να τα εκμεταλλευτείς, για να πετύχεις αυτό που θέλεις. Μονάχα πρόσεξε, γιατί είμαι κι εγώ έτσι». Της έπιασε το πρόσωπο και έτσι απροσδόκητα έχωσε τη γλώσσα του στο στόμα της, που εκείνη τη στιγμή έχασκε κάτω απ’ τον κρυφό φωτισμό του ταβανιού. Τελικά, ήταν πολύ μεθυσμένη για να αντισταθεί σε έναν άνθρωπο που μια μπουκάλα βότκα νωρίτερα, της προκαλούσε ανάμικτα συναισθήματα. Απ’ τη μια, η ιδιότητά του και το κρυφοκοίταγμα στον εσωτερικό του κόσμο μέσα απ’ τις σελίδες του πρώτου ουσιαστικά δικού του βιβλίου που διάβασε στη ζωή της, έχτιζε μια εικόνα που ενέπνεε γοητεία. Απ’ την άλλη, η εγωπάθειά του, η αίσθηση ότι όποιος βρισκόταν δίπλα του αποτελούσε μονάχα δέκτη της κοσμοθεωρίας του, την είχε μπερδέψει, μην αφήνοντας περιθώρια γι’ αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.
ج
Η κρεβατοκάμαρα, λεπτομέρειες της οποίας δεν θα ήταν σε θέση να διακρίνει παρά μονάχα το πρωί, όταν θα ξυπνούσε δίπλα σ’ ένα άψυχο σώμα, θα μπορούσε να είναι ένα δωμάτιο που μόλις είχαν αφήσει διαρρήκτες. Χαρτιά και ρούχα κάλυπταν το ξύλινο πάτωμα, στοίβες από βιβλία εξαντλούσαν τη μοριακή αντοχή των ραφιών. Ακόμα και τα λιγοστά κάδρα που διακοσμούσαν δυο απ’ τους τέσσερις τοίχους ήταν στραβά, με το αφηρημένο σε τόνους γκρι περιεχόμενό τους να δοκιμάζει την αισθητική και του πλέον μυημένου στη μοντέρνα τέχνη. Ένας στενόμακρος καθρέφτης απλωνόταν από άκρη σε άκρη απέναντι απ’ το λευκό κεφαλάρι του κρεβατιού, δίνοντας μια πανοραμική εικόνα απ’ το σκηνικό που θα διαδραματιζόταν η ερωτική πράξη. Ο Στιγκ ήθελε να
βλέπει τις γυναίκες του γυμνές, να κολλάνε πάνω του και να περνάνε απ’ την επιθυμία στην έξαψη, σα να παίρνει μέρος σε μια ταινία, όπου όλα βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του. Η Λίζα χάθηκε μέσα στην ηδονή και το μεθύσι απ’ τη βότκα, νιώθοντας μονάχα μέρος της πραγματικότητας έπειτα από έναν οργασμό που την έφερε γλυκά κουρασμένη, μια ανάσα πριν από τον ύπνο. Μια στοίβα από δακτυλογραφημένα χαρτιά γέμιζε το οπτικό της πεδίο, λίγο πριν τα μάτια της κλείσουν, αλλά κι όταν, πολλές ώρες αργότερα, ξανάνοιγαν, επαναφέροντας στη μνήμη την προηγούμενη βραδιά. Ανακάθισε στο κρεβάτι, έριξε μια ματιά στον Στιγκ, που της φάνηκε πως κοιμόταν του καλού καιρού κι έπειτα έφερε τα πρώτα φύλλα στα γόνατά της. Ένας τίτλος στην πρώτη σελίδα, πιθανότατα μια περίληψη στην επόμενη και το κυρίως κείμενο που ξεκινούσε στην τρίτη, σε μια γλώσσα με πολλά σύμφωνα, άγνωστη. Έπιασε το τελευταίο φύλλο απ’ τη στοίβα, κοίταξε το νούμερο της σελίδας που μαρτυρούσε ότι φλέρταρε με την έκτη εκατοντάδα και κάτω από μια μικρή παράγραφο μια λέξη με κεφαλαία γράμματα. «Τέλος», μουρμούρισε, «εδώ πρέπει να γράφει τέλος». «Στιγκ;», του φώναξε σκουντώντας τον. «Ξύπνα, καιρός να μου μιλήσεις για το καινούργιο σου βιβλίο...» Το κορμί του συγγραφέα ήταν ζεστό. Η Λίζα πλησίασε έντρομη το πρόσωπό της στο δικό του. Η αναπνοή του είχε σταματήσει. Η παρουσία του διαλύθηκε σε νεκρική σιγή. Τον κοιτούσε μ’ ανοιχτό το στόμα, όπως ήταν και το δικό του. Αν έκλεινε τα μάτια και ξάπλωνε θα μπορούσε να τον μιμηθεί. Αυτό δεν ήταν πια ο ξανθός άντρας που κατέβαζε ιδέες στο χαρτί, ανακατεύοντας την πραγματικότητα με τη γοητεία των σκέψεών του. Ήταν κάτι ξένο, κάτι καινούργιο, κάτι «άδειο» – κι εντελώς ανώφελο. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε έξω στη χιονισμένη πόλη που κοιμόταν ακόμα. Ήταν Κυριακή. Έπρεπε να βρει την αστυνομία. Γλίστρησε κάνα δυο φορές σε σημεία που είχαν πιάσει πάγο. Σκέφτηκε ότι καλύτερα θα ήταν να είχε χτυπήσει την πόρτα σε ένα απ’ τα υπόλοιπα διαμερίσματα του κτιρίου και γύρισε πίσω. Ανέβηκε στον όροφο όπου βρισκόταν το πτώμα του Στιγκ κι ενώ ετοιμαζόταν να πατήσει το πρώτο κουδούνι που βρήκε μπροστά της, κοντοστάθηκε σα να τη χτύπησε κεραυνός. «Το βιβλίο. Άραγε ξέρει κανείς γι’ αυτό το βιβλίο;». Ο χρόνος κόλλησε. Το σκηνικό του ορόφου έγινε μια φωτογραφία σε ένα άλμπουμ κι εκείνη είδε τον εαυτό της να ξεφυλλίζει τις στιγμές σε ένα μπαλκόνι πάνω απ’ τη θάλασσα, μ’ ένα βιβλίο πάνω σε ένα λευκό τραπεζάκι, ανοιγμένο στο εσώφυλλο και την ίδια να χαμογελάει ασπρόμαυρη, πάνω από ένα βιογραφικό σημείωμα. Για λίγο η πραγματικότητα έμοιαζε σα να είχε καεί απ’ το δυνατό
ήλιο. Έπειτα, τα πόδια της πήραν πρωτοβουλία, τα χέρια της έσπρωξαν την πόρτα του διαμερίσματος και σε λίγο βρέθηκε να κοιτάζει και πάλι το άψυχο σώμα σα να προσπαθούσε να καταλάβει αν την παρατηρούσε κι εκείνο. Έτρεξε μέχρι το κομοδίνο, άρπαξε τα χαρτιά, τα έχωσε όπως όπως στην τσάντα της κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Στον όροφο επικρατούσε ησυχία. Αμφιταλαντεύτηκε. «Μα τι πάω να κάνω;» αναρωτήθηκε. Την ώρα που στριφογυρνούσε στο μυαλό της τέσσερα πέντε διαφορετικά σενάρια αναλογιζόμενη τι θα συνέβαινε αν έπαιρνε τελικά το σύγγραμμα μαζί της, ανήμπορη να αποφασίσει, άκουσε μια γυναικεία φωνή από πίσω της, να της μιλάει σουηδικά. Μετά την απαραίτητη μετάφραση, η κυρία αυτή επέμενε ότι κάποιος της είχε χτυπήσει το κουδούνι και μήπως ήταν αυτή που το είχε κάνει; «Ποιον ψάχνετε;» τη ρώτησε. Η Λίζα αποφάσισε ότι έπρεπε τουλάχιστον να αναφέρει το περιστατικό του θανάτου. Έτσι κι αλλιώς, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να μάθει η αστυνομία πως είχε βρεθεί στη χώρα τους για μια συνέντευξη μ’ έναν απ’ τους πιο γνωστούς της λόγιους. «Ο κύριος Μπλέκβιστ...», είπε με δυσκολία. «Ο Στιγκ;» τη ρώτησε πάλι η κυρία «τι συνέβη;». «Πέθανε...» κατάφερε να πει η Λίζα ύστερα από αρκετά δευτερόλεπτα, αδυνατώντας να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά της γυναίκας που ήταν θαμμένα πίσω από αμέτρητες ξανθές μπούκλες. «Δεν είναι δυνατόν!» είπε « Ήσασταν μαζί του;». Τρεις μέρες αργότερα η δημοσιογράφος ταξίδευε με το αεροπλάνο και την ψυχή στο στόμα με προορισμό την Αθήνα. Είχε καθυστερήσει να επιστρέψει στην δουλειά της κι αυτήν τη φορά έφερνε μια συνέντευξη που την είχαν ήδη δημοσιεύσει δυο περιοδικά στη Σουηδία. Λίγα εκατοστά πάνω απ’ το κεφάλι της, μέσα σ’ ένα συνθετικό κουτί για χειραποσκευές, ταξίδευε και το τελευταίο μυθιστόρημα του Στιγκ. Την αγωνία που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της δεν αντιλήφθηκε ο ξένος που καθόταν στο διπλανό κάθισμα. «Φοβάστε;» τη ρώτησε την ώρα που το αεροπλάνο ετοιμαζόταν να ξεκολλήσει απ’ τον παγωμένο διάδρομο, αψηφώντας την βαρύτητα. Γύρισε και τον κοίταξε σαστισμένη. Ήταν η πρώτη φορά που μια πτήση, κάτω μάλιστα από τόσο
αντίξοες συνθήκες, δεν την απασχολούσε καθόλου. Ο φόβος μήπως κάποιος ή κάτι βοηθήσει στο να την ανακαλύψουν, έφτανε και περίσσευε για να κλειδώσει τις σκέψεις της σ’ αυτό που είχε ήδη κάνει. Ο ξένος δεν πτοήθηκε απ’ το βλέμμα της που γύρισε απότομα προς το μικροσκοπικό παράθυρο, αντικρίζοντας αδιάφορα το γκρίζο πέπλο που είχε τυλίξει το αεροσκάφος. «Με λένε Καρλ», της συστήθηκε. Δεν θα άφηνε τις ώρες να κυλήσουν χωρίς κουβέντα. Του άρεσε να μιλάει με αγνώστους. Γυναίκες, άντρες, παιδιά. Οποιονδήποτε, για να σβήσει τη δίψα του για επαφή και να γνωρίσει ένα κομμάτι απ’ τη ζωή τους. Δεν ήταν τυχαίο ότι δούλευε στο τμήμα δημοσίων σχέσεων μιας εταιρίας τροφίμων. Αν και εκεί οι επαφές ήταν καθαρά επαγγελματικές, εκείνος πάντα προσπαθούσε να προσθέσει άλλη μια γνωριμία στην ατζέντα του. Θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή, όταν θα αισθανόταν μόνος. Και τέτοιες προέκυπταν αρκετές, αφού δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που μπορούσαν να τον αντέξουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δίχως να το θέλει, γινόταν φορτικός και η συναισθηματική του ανασφάλεια ξεχείλιζε μέσα απ’ το γλοιώδες παρουσιαστικό του. Για τη Λίζα όλα αυτά έμειναν σε δεύτερο πλάνο, αφού το γεγονός ότι ο άντρας που βρισκόταν δίπλα της έκανε ως πάρεργο μεταφράσεις από τα σουηδικά στα αγγλικά, την έκανε να σκεφτεί ότι οι συγκυρίες δεν πρέπει παρά να ήταν ευνοϊκές γι’ αυτό που δεν τολμούσε να ομολογήσει σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο της τον εαυτό. Θα μπορούσε να της μεταφράσει το τελευταίο βιβλίο του Στίγκ και έπειτα να το πουλήσει έναντι αδρής αμοιβής σε ένα εκδοτικό οίκο. Αυτή ήταν και η επικρατέστερη σκέψη της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η αναπάντεχη γνωριμία με τον Καρλ έσπρωξε στην επιφάνεια μια απόκρυφη επιθυμία της που φάνταζε ακόμα πιο δύσκολη αλλά και συνάμα εξοργιστική, να παρουσιάσει το βιβλίο αυτό σαν δικό της. Θα το διάβαζε και αν πράγματι άξιζε, πράγμα για το οποίο ήταν σχεδόν βέβαιη θα το έστελνε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για να εκδοθεί. Μια μεγαλειώδης είσοδος στον χώρο της λογοτεχνίας. Κατά πάσα πιθανότητα και η μοναδική αλλά αυτό δεν την πείραζε καθόλου. Πόσοι και πόσοι δεν έγραψαν ένα βιβλίο και έπειτα δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ με την γραφομηχανή τους. Για την καριέρα της ως δημοσιογράφου θα έφτανε και θα περίσσευε. Ο Καρλ έμαθε πετώντας στους αιθέρες για την επαγγελματική ιδιότητα της γοητευτικής συνταξιδιώτισσας, την γνωριμία της με τον Μπλέκβιστ στην πατρίδα του και ολίγα απ’ το παρελθόν της για να περάσει γρήγορα γρήγορα στην δική του ιστορία, έχοντας κατά νου ότι αυτή η γυναίκα θα του χρησίμευε για τα πρώτα βήματά του στην Ελλάδα όπου η θέση που του πρόσφερε η εταιρία στην οποία εργαζόταν ήταν επισφαλής.
«Έχετε διαβάσει Μπλέκβιστ;» τον διέκοψε κάποτε. «Έεε … η αλήθεια είναι πως όχι. Ξέρω, θα ’πρεπε, αλλά νομίζω ότι δεν είναι του γούστου μου. Είχα διαβάσει αποσπάσματα από ένα βιβλίο που μου δάνεισε ένας φίλος και μου φάνηκε στρυφνό, αργό το γράψιμο του. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι συγγραφείς για να διαβάσει κανείς. Εσάς πως σας φάνηκε; Αλλά φαντάζομαι θα είστε επηρεασμένη κι απ’ το γεγονός του θανάτου του. Έλεγαν ότι ήταν αρκετά παράξενος άνθρωπος» «Ναι, είμαι ακόμα επηρεασμένη. Αλλά και πριν πεθάνει, διάβασα το πιο πρόσφατο βιβλίο του, το βρήκα πολύ ενδιαφέρον». «Πείτε μου τώρα, στ’ αλήθεια δεν κοιμηθήκατε μαζί του εκείνο το βράδυ;» της είπε με νόημα. «Οι εφημερίδες και η τηλεόραση έδωσαν μια απάντηση. Από κει και πέρα ο καθένας πιστεύει ότι θέλει». «Πολύ βολικό. Και έτσι θα γυρίσετε στην Αθήνα με μια πικάντικη αμφιβολία να πλανάται πάνω απ’ την επίσκεψη σας στον τόπο μας». ‘Πολύ βολικό’ σκέφτηκε και εκείνη αναλογιζόμενη ότι ο Καρλ δεν είχε ασχοληθεί με το έργο του Μπλέκβιστ. Είχε ελπίδες ότι δεν θα καταλάβαινε ποιος είχε γράψει αυτό που αργότερα θα μετέφραζε. Βέβαια έπρεπε να περάσει αρκετός καιρός απ’ τον θάνατο του συγγραφέα και παράλληλα να φροντίσει να κρατήσει επαφή μαζί του για να βρει επιτέλους την κατάλληλη στιγμή που θα του το ανέθετε. Όταν πια λοιπόν βρέθηκαν στην Αθήνα, για να του κεντρίσει το ενδιαφέρον και να μην τον αφήσει από τα μάτια της, είχε βάλει ήδη το μυαλό της να δουλεύει υπερωρίες, εφευρίσκοντας μάλιστα έναν αδερφό, που δεν υπήρχε, και μια Σουηδή κουνιάδα, την οποία εκείνος τάχα είχε ερωτευτεί θυελλωδώς κατά τη διάρκεια κάποιων καλοκαιρινών διακοπών. Σε τι θα χρησίμευε αυτή η... εφεύρεση; Στο ότι με αυτό το παραμύθι θα εξασφάλιζε στον Καρλ μικρές δουλειές από μεταφράσεις που θα έκανε για χάρη της ερωτοχτυπημένης συμπατριώτισσάς του που θα διέθετε και συγγραφικές ανησυχίες. Πανεύκολο! Χρόνια τώρα άλλωστε, στο χώρο που δούλευε, της είχαν μάθει καλά πώς να λέει ψέματα και να σκαρφίζεται ιστορίες από το τίποτα. Το μόνο δύσκολο στην υπόθεση ήταν το πώς θα κατάφερνε να μην τους εμφανίσει ποτέ, εάν τυχόν ο Καρλ επέμενε κάποτε να τους γνωρίσει.
Γι αυτό τον λόγο αποφάσισε ότι ο υποτιθέμενος αδερφός θα είναι διπλωματικός ακόλουθος κι έτσι από τότε και σε κάθε τους συνάντηση ή τηλεφωνική επικοινωνία απαντούσε είτε ότι λείπει είτε ότι ετοιμαζόταν να φύγει. Ταξίδια, μεγάλες παραμονές στο εξωτερικό έθρεφαν το μυστήριο. Το γεγονός ότι η Λίζα δεν έβρισκε κάποιον άλλο στη χώρα της, ο οποίος να μπορεί να μεταφράζει απ’ ευθείας στα ελληνικά τα κείμενα της κουνιάδας της, η οποία υποτίθεται ότι κατάφερνε και δημοσίευε διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά, δεν έδειχνε να βάζει τον Καρλ σε υποψίες. Άλλωστε η ζωή στην Αθήνα για εκείνον κυλούσε ωραία. Με τον καιρό είχε αποκτήσει φιλίες και μερικούς εραστές είχε μάθει τα στέκια της πόλης και είχε εξερευνήσει ένα μέρος της χώρας. Ναι, η Ελλάδα του πήγαινε πολύ, γι’ αυτό και θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να παρατείνει την παραμονή του και να μάθει να μιλάει τη γλώσσα όπως οι ντόπιοι. Έτσι καθόλου δεν ενοχλούταν από τις διευκολύνσεις που του ζητούσε η Λίζα. Οι μεταφράσεις άλλωστε τον ευχαριστούσαν και τον γοήτευαν σε τέτοιο βαθμό που στο πίσω μέρος του μυαλού του έκρυβε πάντα την επιθυμία να καταφέρει κάποια στιγμή να βιοπορίζεται μονάχα απ’ αυτές. Ένα ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα σε μια Αθήνα όπου οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν εξαφανισμένοι σε μέρη που τα πολιορκούσε το Αιγαίο, ο Καρλ ένιωσε πως βρισκόταν μόλις ένα βήμα πιο κοντά στην πραγματοποίηση του ονείρου του. Όταν άνοιγε το λευκό χαρτόκουτο που του είχε φέρει η Λίζα, το μέτωπό του έσταζε απ’ τον ιδρώτα που είχε γεμίσει το γυμνό του κρανίο, ενώ οι σταγόνες κυλούσαν στο πρόσωπό του και στα μυωπικά γυαλιά, παραμορφώνοντας τον τίτλο της πρώτης σελίδας. Τα χέρια του έτρεμαν. Η Λίζα φοβήθηκε ότι θα πάθαινε θερμοπληξία έτσι όπως ήταν ντυμένος. «Βγάλ’ το σακάκι σου βρε Καρλ». «Δεν μπορώ», της απαντούσε εκείνος , «αισθάνομαι γυμνός χωρίς αυτό». «Αν αισθανόσουν έτσι όπως λες, δεν θα ίδρωνες σα να αναβλύζει νερό από πάνω σου. Αυτό λοιπόν που κρατάς είναι το πρώτο μυθιστόρημα της κουνιάδας μου. Θέλω να το προσέξεις, να το μεταφράσεις όσο καλύτερα και πιο πιστά γίνεται. Δεν βιαζόμαστε. Καθόλου». Ο Καρλ διάβασε μερικά αποσπάσματα μεγαλόφωνα. «Χμμ, πυκνό φαίνεται. Πώς τα καταφέρνει αυτή η γυναίκα και αλλάζει στυλ κάθε φορά... Και τι υπόθεση έχει;».
«Ιδέα δεν έχω, δεν μου είπε. Ήρθε και μου τ’ άφησε χθες στο γραφείο και σήμερα βρίσκεται κάπου στη Νότια Αφρική. Τρέλα σου λέω. Αν έκανα τόσες μετακινήσεις στη ζωή μου, νομίζω ότι όταν θα ερχόταν ο καιρός να πάρει σύνταξη ο άντρας μου θα κόλλαγα σε μια πολυθρόνα μέχρι να πεθάνω». «Καλά, εκείνη δεν σου είπε τίποτα. Ο αδερφός σου;» «Ο αδερφός μου δεν έχει διαβάσει ποτέ του λογοτεχνία και δεν βλέπει με καλό μάτι την ενασχόληση της γυναίκας του». «Μπα; Γιατί; Φοβάται μη γίνει διάσημη και του φύγει;». «Πολύ πιθανό Καρλ. Λοιπόν πότε θα το αναλάβεις; Τα χρήματα θα είναι καλά, μην ανησυχείς». «Το ξέρεις ότι δεν με απασχολεί πολύ αυτό. Θέλω να γίνει καλή δουλειά. Δεν ξέρω αν μπορώ να ανταπεξέλθω». «Θα μπορέσεις, είμαι βέβαιη. Είναι μια πρόκληση για σένα και θα τα καταφέρεις», του είπε εμφατικά. «Είσαι πολύ γλυκιά Λίζα μου. Το ελπίζω». Ο Καρλ ξεκίνησε να δουλεύει το μυθιστόρημα το ίδιο κιόλας βράδυ. Εδώ και καιρό διαισθανόταν πως κάτι του έκρυβε η Λίζα, μα είχε επιλέξει να μη δώσει περισσότερη σημασία. Στο κάτω κάτω ήταν φίλη του, τον είχε βοηθήσει, του είχε γνωρίσει κόσμο, τον πρόσεχε. Μόνο να, όλη αυτή η ιστορία με την κουνιάδα της, απλά δεν κολλούσε με την υπόλοιπη ζωή της. Ο Καρλ δεν την είχε συναντήσει ποτέ όλο αυτό το διάστημα και κάθε φορά που ρωτούσε περισσότερες λεπτομέρειες για εκείνη ή για τα διηγήματα που του έδινε, ερχόταν αντιμέτωπος μ’ έναν τοίχο χτισμένο από αρνήσεις. Μήπως ο αδερφός της ήταν ένα φαιδρό πρόσωπο μπλεγμένο με τον υπόκοσμο και η γυναίκα του έβρισκε διέξοδο στο γράψιμο; Επιπλέον, την είχε ρωτήσει ποια ήταν τα σουηδικά έντυπα που δημοσίευαν κατά καιρούς τα κείμενά της, αλλά η Λίζα κάθε φορά ισχυριζόταν πως ξεχνούσε να τη ρωτήσει κι άλλαζε αμέσως κουβέντα. Και να που τώρα του έφερε να μεταφράσει ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, δίχως να έχει ούτε ιδέα για το περιεχόμενό του. Θα τον βοηθούσε πολύ ωστόσο αν ερχόταν σε επαφή με την ακριβοθώρητη σύζυγο για να συζητήσει μαζί της για κομμάτια του βιβλίου που είχαν τυχόν ιδιαιτερότητες ή δυσκολίες. Ούτε αυτή η έκκλησή του όμως εισακούστηκε, όσο δικαιολογημένη κι αν ήταν. «Είναι απλά αδύνατον αυτό που ζητάς», του είχε επαναλάβει για πολλοστή φορά η δημοσιογράφος, καταρρίπτοντας και πάλι τις
διαμαρτυρίες του. Μόνο που αυτήν τη φορά ο Καρλ ήταν αποφασισμένος: μόλις τελείωνε, θα την πίεζε να μάθει περισσότερα.
Τρία.
Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, απαλλαγμένο απ’ το φυσικό του βάρος και την παραδοσιακή του μορφή, το βιβλίο ταξίδευε και πάλι για τη συμπρωτεύουσα, αυτήν τη φορά χωμένο στην εσωτερική τσέπη μιας υφασμάτινης τσάντας που κρατούσε σφιχτά η Λίζα στα γόνατά της. Το ψηφιοποιημένο πλέον μυθιστόρημα, μεταφρασμένο στα ελληνικά, με πολύ κόπο απ’ την ίδια, θα κατέληγε σύντομα σε ένα εκδότη που θα αναλάμβανε να το τυπώσει και να το τοποθετήσει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων όλης της χώρας. Στο εξώφυλλο θα φιγουράριζε το ονοματεπώνυμό της ή μήπως θα διάλεγε τελικά ένα ψευδώνυμο; Τι σημασία όμως είχαν όλα αυτά όταν τώρα η πιθανότητα να μην καταφέρει να φτάσει στον προορισμό της σώα και αβλαβής, για να μην πούμε σε οριζόντια στάση, είχε αρχίσει να γίνεται ορατή; Στην κουκέτα είχε απλωθεί απόκοσμη σιωπή ύστερα απ’ τη λέξη που είχε προφέρει ο Αλέξης. Οι έξι κοιτάζονταν μεταξύ τους άλλοτε τρομαγμένοι άλλοτε εκνευρισμένοι και δεν τολμούσαν να σχολιάσουν όσα είχε συμπεράνει η Δήμητρα σχετικά με το μικρό αγοράκι και το λαχείο. Η λέξη «θάνατος» χόρευε πάνω απ’ τα κεφάλια τους σα να την είχαν προσκαλέσει για να τους διασκεδάσει μακάβρια. «Δεν καταλαβαίνω πού το πάτε», είπε η Λίζα απευθυνόμενη στη Δήμητρα, που είχε σφίξει τα χείλη σα να ήθελε να τα σφραγίσει, ώστε να τα εμποδίσει να ξεστομίσουν λέξεις που θα επαλήθευαν το συμπέρασμά της. «Δεν ήξερα ότι έχεις μεταφυσικές ανησυχίες...» είπε ο Αριστοτέλης σα να μιλούσε σε όλους, απευθυνόμενος όμως κι εκείνος στην πρώην νταντά. «Γιατί πρέπει μια σειρά από συμπτώσεις να μας οδηγήσει σε ένα συμπέρασμα πέρα από κάθε λογική;». «Γιατί μερικές φορές προκύπτουν καταστάσεις πέρα απ’ αυτήν...» απάντησε ο Αλέξης. Οι γραμμές κάτω απ’ το τρένο άρχισαν να τσιρίζουν. Ο ήχος που αναδυόταν ήταν ανατριχιαστικός και τόσο δυνατός που σκέπαζε κάθε άλλον, κάνοντας παντελώς αδύνατον να ακουστεί οτιδήποτε. Αυτό κράτησε για πέντε περίπου
λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ένας κοιτούσε τον άλλον αμήχανα αλλά και με τρόμο. Ο Αναστάσης πήγε κάτι να πει, αλλά μονάχα το στόμα του κουνιόταν, χωρίς να παράγει τον παραμικρό ήχο. Μόλις ο θόρυβος σταμάτησε, το τρένο άρχισε να πηγαίνει δεξιά-αριστερά σα φίδι. Σα να προσπαθούσε να συγκρατήσει τους τροχούς, που ήθελαν να ακολουθήσουν δική τους ανεξάρτητη πορεία ο καθένας πάνω στις ράγες. Εκστατικοί οι έξι άρχισαν να πιστεύουν πως από στιγμή σε στιγμή θα εκτροχιαζόταν. Ξαφνικά, όμως, η αμαξοστοιχία σταμάτησε τις εκτροπές, συνεχίζοντας την πορεία της. Μόνο που τώρα φλέρταρε με αδιανόητες ταχύτητες. «Σας φαίνεται τυχαίο ότι έξι άνθρωποι αγοράσαμε το ίδιο λαχείο και ότι το άθροισμα των αριθμών του υποδεικνύει το γράμμα “Θ”; Σας φαίνεται τυχαίο ότι έχουμε μείνει μονάχα εμείς σε ένα τρένο που είναι ζήτημα χρόνου να αρχίσει να διαλύεται και να πέσει στον γκρεμό; Μπορεί, εμένα πάντως όχι πια. Είμαι δεμένος σ’ αυτήν τη θέση, κατουριέμαι και δεν μπορώ να κουνηθώ. Το βαγόνι ετοιμάζεται να ξεβιδωθεί. Πήρα αυτό το τρένο για να φύγω απ’ την πόλη, απ’ τη ζωή που έκανα μέχρι σήμερα μήπως και καταφέρω να ξεχάσω...» είπε ο Αλέξης. «Να ξεχάσεις τι;» τον ρώτησε η Άννα. «Άστο», απάντησε εκείνος. «Ο καθένας έχει τα μυστικά του. Δεν θα τα βγάλει τώρα στη φόρα επειδή βρέθηκε με άλλους πέντε στο ίδιο βαγόνι...», είπε ο Αναστάσης ενοχλημένος, ενώ προσπαθούσε να ελευθερώσει το αριστερό του χέρι απ’ τη σφιχτή λαβή της Λίζας, που έμοιαζε να θέλει να του λιώσει τα κόκκαλα. «Φοβάμαι», δικαιολογήθηκε εκείνη. «Κι εγώ», της απάντησε εκείνος «γι’ αυτό όσο κι αν με σφίγγεις, δεν πρόκειται να σου δώσω τη λύση που θα σε κάνει να σταματήσεις». «Ο Αλέξης δεν είναι απ’ τους τύπους που θα τα πει στον καθένα», πετάχτηκε η Άννα. «Όλοι είμαστε σε δύσκολη θέση. Αν αυτό όμως τον βοηθήσει να αισθανθεί καλύτερα, ας το κάνει». Ένα μικρό μενταγιόν κρεμόταν μέσα απ’ το πουκάμισο του Αναστάση. Απάνω σε ένα οβάλ κομμάτι από ασήμι ήταν χαραγμένο ένα δεντράκι. Η Άννα ξανακοίταξε με προσοχή. Μα πού το είχε ξαναδεί; «Και εσύ; Τι θα κάνεις με τα μυστικά σου;» τη ρώτησε ο Αναστάσης,
διακόπτοντας την αναζήτηση στα άδυτα της μνήμης της. Η Άννα κατέβασε το κεφάλι σα να έψαχνε πάνω στα ρούχα της για να βρει αυτό που ήθελε να βγάλει από μέσα της. «Δε βλέπω αυτή η διαδρομή να έχει αίσιο τέλος. Είμαι ζωγράφος, αύριο ξεκινάει μια πολύ σημαντική ομαδική έκθεση για μένα. Έφτιαξα εννέα πίνακες οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι απ’ τη γνωριμία μου με μια γυναίκα που είναι τυφλή, αλλά αντιλαμβάνεται πολύ καλύτερα τη ζωή απ’ όλους εμάς». Έπειτα ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Η Μαργαρίτα», φώναξε χωρίς να το θέλει. «Μα βέβαια! Αυτό το μενταγιόν το φορούσε η Μαργαρίτα κι εσύ πρέπει να είσαι ο Πάρης». Ο Αναστάσης την κοίταξε έκπληκτος. Όχι, δεν είχε ξεχάσει τη γυναίκα που τον είχε βοηθήσει σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής του. Και της ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Για κλάσματα του δευτερολέπτου έπρεπε να αποφασίσει αν θα παραδεχόταν αυτό που μόλις την είχε ακούσει να ξεστομίζει ή θα διάλεγε την ανυποχώρητη άρνηση. «Μόνο που δε με λένε Πάρη», της είπε τελικά. Για μια στιγμή, οι παρευρισκόμενοι είχαν ξεχάσει τον κίνδυνο που διέτρεχαν και περίμεναν να ακούσουν τη συνέχεια. «Ήταν ψεύτικο τ’ όνομα μου, όπως και κάποια άλλα πράγματα που είχα πει στη Μαργαρίτα. Τότε δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δεν έπρεπε να μάθει, για δικούς μου λόγους. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Εσύ πώς τη γνώρισες;». «Από μια φίλη. Έψαχνε μια συγκάτοικο για να μοιραστεί τα έξοδα. Λίγο καιρό πριν έφυγε και δεν ξέρω πού ακριβώς βρίσκεται. Μου είπε ότι πήγε σε μια φίλη της στην Πελοπόννησο, αλλά από τότε δεν έχω νέα της. Εσύ; Γιατί την άφησες έτσι ξαφνικά;» τον ρώτησε επιθετικά η Άννα. «Έγινα καλά. Οι ρευματισμοί που είχα στα μάτια υποχώρησαν και οι γιατροί με διαβεβαίωσαν ότι είχα διαφύγει τον κίνδυνο της τύφλωσης. Αντέδρασα σπασμωδικά. Ήξερα ότι η Μαργαρίτα μού είχε μεγάλη αδυναμία, αλλά ξαναβρέθηκα στον κόσμο που ήξερα και ένιωσα ανακούφιση. Δεν ήθελα υποχρεώσεις. Σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω μαζί της. Θα μου μαύριζε την ψυχή. Ήθελα την ελευθερία μου και δεν είχα το κουράγιο να της το πω γιατί ήξερα ότι θα την πλήγωνα». «Μα έτσι κι αλλιώς την πλήγωσες και την άφησες και μ’ ένα ερωτηματικό από
πάνω που θα το κουβαλάει όπως φαίνεται για καιρό μαζί της, αν όχι για όλη της τη ζωή». «Όλοι ζούμε με μυστικά, δεν θα είναι η πρώτη ούτε η τελευταία. Η Μαργαρίτα είναι πολύ δυνατός άνθρωπος, ξέρει να επιβιώνει. Και να ξέρεις ότι δεν έφυγε απλά επειδή ήθελε να πάει να δει μια φίλη. Κάτι είχε στο μυαλό της σε σχέση με σένα...», είπε ο Αναστάσης. «Ναι, μου είπε πως ήθελε να μ’ αφήσει να δουλέψω για να τελειώσω τους πίνακες που είχα να κάνω για την έκθεση. Δεν κατάλαβα γιατί δεν επέστρεψε όμως...». «Ίσως να μην πρόλαβε...» της είπε εκείνος. Ο Αλέξης που ένιωθε το τρένο να ταλαιπωρείται απ’ την τρελή πορεία μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι και πίστευε ότι ήταν αργά πια για όλους, καθώς το ταξίδι θα τελείωνε απότομα, αισθάνθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του την επιθυμία να μιλήσει και να ξεκολλήσει ένα μέρος του παρελθόντος που παραμόνευε σε κάθε γωνιά του μυαλού του. «Πριν από χρόνια» ξεκίνησε να λέει στην Άννα, κοιτάζοντας παράλληλα και τη Δήμητρα που καθόταν δίπλα της, «μια Κυριακή πρωί, ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο των γονιών μου να πάμε εκδρομή. Ήμουν αρκετά εκνευρισμένος επειδή το προηγούμενο βράδυ αναγκάστηκα να φύγω από ένα πάρτυ που μόλις είχε ξεκινήσει. Ο πατέρας μου παρουσιάστηκε αιφνιδιαστικά και με έσυρε μπροστά στα μάτια όλων των παιδιών μέχρι το αυτοκίνητο για να επιστρέψουμε σπίτι εγκαίρως, έτσι ώστε να μπορέσω να ξυπνήσω απ’ τα χαράματα για να φύγουμε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχα γίνει ρεζίλι μπροστά στους συμμαθητές μου. Η αντιμετώπιση του πατέρα μου ήταν πάντα ακραία και πολλές φορές άδικη. Είχα φτάσει στο σημείο να του πω ακόμα και ότι τον μισώ. Η μητέρα μου πάντα σε ρόλο πυροσβέστη μου εξηγούσε ότι ο ρόλος του γονιού είναι δύσκολος και άγνωστος. Το πώς τον αντιλαμβάνεται ο καθένας δεν έχει να κάνει με τα πραγματικά αισθήματα που νοιώθει για το παιδί του. Εγώ απ’ την άλλη, περνούσα μια εφηβεία που εξ αιτίας του κλειστού μου χαρακτήρα γινόταν δυσβάσταχτη. Μετέφερα με τη σειρά μου τα προβλήματα που αντιμετώπιζα στο σχολείο αντιδρώντας και κοντράροντας τον πατέρα μου στο σπίτι. Πολλές φορές δίχως λόγο και ουσία. Είχαν λοιπόν μαζευτεί πολλά κι απ’ τις δυο μεριές. Εκείνο το πρωινό που φεύγαμε απ’ την Αθήνα είχα κατεβάσει τα μούτρα μου μέχρι το πάτωμα και δεν μίλαγα. Φθάσαμε στο Μαραθώνα, περπατήσαμε κατά μήκος του
φράγματος, κατεβήκαμε κοντά στη λίμνη και το μεσημεράκι φάγαμε σε μια ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα. Η μητέρα μου προσπαθούσε να φτιάξει το κλίμα και θα το είχε καταφέρει αν δεν είχε εμφανιστεί μια γλυκιά κοπελίτσα απ’ το πουθενά και δεν με κοιτούσε επίμονα από ένα τραπέζι όπου έκατσε με τους δικούς της γονείς. «Έλα, πήγαινε μίλα της» με παρότρυνε ο πατέρας μου φροντίζοντας να υψώσει τη φωνή του τόσο όσο χρειαζόταν για να φτάσει στα αυτιά της. Αλλά και στα αυτιά των υπολοίπων που καθόντουσαν τριγύρω. «Πήγαινε, δεν θα σε φάει» συνέχιζε σκασμένος στα γέλια. Εγώ βέβαια άλλαξα εκατό χρώματα, του φώναξα να σταματήσει και σηκώθηκα και έφυγα απ’ το μαγαζί. Σε λίγο ήρθε και με βρήκε στο αυτοκίνητο ζητώντας μου συγγνώμη. Η ζημιά μέσα μου είχε γίνει. Με έβαλε να κάτσω στο μπροστινό κάθισμα, δίπλα του γιατί ήξερε ότι μου άρεσε να τον βλέπω να οδηγάει. Εγώ όμως έβραζα. Έβραζα τόσο πολύ που όταν είδα το αυτοκίνητο από την απέναντι μεριά του δρόμου να μπαίνει στο δικό μας ρεύμα, έπιασα με όλη μου την δύναμη το τιμόνι που ετοιμαζόταν να στρίψει ο πατέρας μου για να αποφύγει την σύγκρουση και το ακινητοποίησα εμποδίζοντας το αυτοκίνητο να αλλάξει πορεία. Ήξερα ένα δευτερόλεπτο αργότερα ότι έκανα ένα ολέθριο λάθος μα δεν το απέτρεψα και το αυτοκίνητο πετάχτηκε μισοδιαλυμένο σε ένα χωράφι. Άνοιξα την πόρτα για να βγω και μια έκρηξη με έστειλε μερικά μέτρα πιο πέρα, με τα ρούχα μου σκισμένα μέσα στα αίματα, καθισμένο στο έδαφος να παρατηρώ αποσβολωμένος το αποτέλεσμα της ανοησίας μου. Οι γονείς μου ήταν ήδη τυλιγμένοι στις φλόγες. Χρόνια τώρα προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν ήμουν εγώ αυτός που σκότωσε τους γονείς μου». Και ενώ όλοι έδειχναν σαν να αναζητούσαν τη λύση που θα ελάφραινε τους κυρτούς ώμους του Αλέξη και θα τον απάλλασσε απ’ τις ενοχές, το τρένο έκοψε ξαφνικά ταχύτητα. Η αλλαγή ήταν πολύ μικρή αλλά έγινε αντιληπτή από τους ταξιδιώτες. Το ηθικό τους αναπτερώθηκε εκτός απ’ την Δήμητρα που φαινόταν σκεπτική. «Τι έχεις να πεις γι αυτό;» την ρώτησε ο Αριστοτέλης γυρνώντας το κεφάλι του προς το μέρος της. «Οι υπολογισμοί του μικρού αγοριού και τα συμπεράσματα σου μάλλον δεν έχουν νόημα». «Κι όμως. Τώρα είναι που έχουν» του απάντησε. «Τι εννοείς;». Η Δήμητρα άφησε ένα λεπτό σαν να ήθελε να κρατήσει σε αγωνία τους υπόλοιπους. Στην πραγματικότητα όμως σκεφτόταν πως θα καταφέρει να τους πείσει ότι αυτό που ένοιωθε και είδε μέσα της ήταν η αλήθεια και η μόνη
τους σωτηρία. «Θέλετε να ελαττώσουμε κι άλλο την ταχύτητα;» τους είπε. «Θα κάνεις κανένα μαγικό;» της είπε ειρωνικά ο Αναστάσης. «Αυτό που θα κάνω είναι αυτό που έκανε ο Αλέξης. Και αυτό που θα πρέπει να το κάνουμε όλοι μας αν θέλουμε στ’ αλήθεια να σωθούμε». «Δεν καταλαβαίνω» είπε ο Αναστάσης. «Εσείς δεν ήσασταν εδώ όταν μίλησα στον Αριστοτέλη και στην Άννα για την απαγωγή των κοριτσιών απ’ τον γιο μου» είπε κοιτάζοντας την Λίζα και εκείνον. «Τα τελευταία χρόνια δουλεύω κρατώντας παιδάκια. Ο γιός μου έμπλεξε με μια τσιγγάνα και μαζί αποφάσισαν ότι με το να κλέψουν τα παιδιά που φύλαγα θα εξασφάλιζαν μπόλικα χρήματα από τους πλούσιους γονείς τους. Βέβαια τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά γι αυτούς. Μια μέρα που πήγα στο σπίτι που έμενε για να τον βρω επειδή ήταν καιρό εξαφανισμένος, άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα μπροστά σε ένα αναστατωμένο δωμάτιο. Μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο βρήκα παιχνίδια των κοριτσιών και έτσι κατάλαβα ότι ήταν μπλεγμένος και εκείνος στην απαγωγή. Οι τσιγγάνοι και η φιλενάδα του γιού μου ανακαλύφθηκαν απ’ την αστυνομία, ο Αντρέας όμως είχε διαφύγει την σύλληψη. Ήρθε και με βρήκε ζητώντας μου βοήθεια. Ξέρετε ότι μια μάνα δεν θα δώσει ποτέ το σπλάχνο της. Κι όμως. Ύστερα από δυο μέρες που έμεινε στο σπίτι μου, διαβεβαιώνοντας με ότι δεν είχε καμία σχέση με την απαγωγή και ότι είχε προσπαθήσει να την αποτρέψει, δεν άντεξα και τον κατέδωσα στην αστυνομία. Φοβήθηκα ότι αν δεν έμπαινε φυλακή θα έκανε κακό. Σε μένα ίσως όχι. Σε κάποιον άλλο σίγουρα. Τώρα βλέπω ότι βιάστηκα, έκανα λάθος, έπρεπε να τον είχα βοηθήσει». Η Δήμητρα σταμάτησε απότομα την αφήγηση της σαν να περίμενε ότι κάτι θα συνέβαινε. Το τρένο έκοψε και πάλι ταχύτητα. «Το τρένο ελάττωσε κι άλλο την ταχύτητα του, το καταλάβατε;» τους είπε. «Φαίνεται ότι η βλάβη που είχε πάθει, αποκαθίσταται σιγά σιγά», είπε ο Αναστάσης. «Όχι, όχι. Δεν είναι αυτό. Δεν υπάρχει βλάβη. Το τρένο μάς οδηγεί ολοταχώς στο θάνατο κι ο μόνος τρόπος για να το σταματήσουμε είναι να ομολογήσει ο καθένας από εμάς αυτό που κουβαλάει μέσα του και τον κατατρώει. Όλοι έχουμε μελανές κηλίδες. Υπάρχουν όμως κάποιες που δεν μας αφήνουν σε ησυχία. Ο Αλέξης έκανε τυχαία την αρχή κι εγώ συνέχισα, για να σας το
αποδείξω. Το τρένο θα σταματήσει αν συνεχίσουμε. Ελάτε, ποιος έχει σειρά;», τους παρότρυνε η Δήμητρα. Ο Αριστοτέλης δεν πίστευε στ’ αυτιά του. «Τι την έπιασε αυτήν τη γυναίκα και τι κάθεται και μας λέει στα καλά καθούμενα;» αναρωτιόταν. Την ίδια στιγμή η Άννα συλλογιζόταν αν έπρεπε να αποκαλύψει το μυστικό της σ’ αυτούς τους αγνώστους για να σωθεί, ενώ ο Αλέξης αισθανόταν ανακουφισμένος, σίγουρος για την ορθότητα της λύσης που είχε δώσει η Δήμητρα. «Αν είναι έτσι όπως τα λες...», είπε ο Αναστάσης, «τότε θα πάρω εγώ το λόγο κι αυτά που θα σας πω μπορεί να κάνουν το τρένο ακόμα και να σταματήσει εντελώς. Ας με κρίνει ο Θεός λοιπόν ή μάλλον... αυτό το τρένο! Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ σπαρμένη με τριαντάφυλλα, κάτι για το οποίο φρόντιζα ανελλιπώς κι εγώ ο ίδιος. Από μικρός βλέπετε είχα την τάση να μπλέκομαι εκεί όπου δεν έπρεπε. Οι παρέες μου ήταν παιδιά από φτωχογειτονιές που δεν έβλεπαν τους γονείς τους παρά μονάχα αργά το βράδυ, όταν επέστρεφαν ψόφιοι απ’ τη δουλειά. Ήταν από οικογένειες όπως η δική μου, με πολλά αδέρφια και καθόλου λεφτά. Η μητέρα μου δούλευε σε σπίτια καθαρίζοντας και ράβοντας κι ο πατέρας μου κατέστρεφε με τα χρόνια τη σπονδυλική του στήλη σε οικοδομές. Πού καιρός για να μεγαλώσουν τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Εκτός από ένα πιάτο φαί και λίγα ρούχα, δεν κατάφεραν να μας προσφέρουν τίποτα παραπάνω εκτός ίσως από... ξύλο. Μπόλικο! Κάθε φορά που πήγαιναν σχολείο και μάθαιναν για τις κοπάνες και τους βαθμούς μου ή όταν κάποια γειτόνισσα τους σφύραγε τα κατορθώματά μου, όπως μικροκλοπές σε μαγαζάκια της περιοχής, το βαρύ χέρι του πατέρα μου έπεφτε στην πλάτη μου, υποδεικνύοντάς μου, με τον καιρό κι άθελά του, την έξοδο απ’ το σπίτι μας. Με το που την κοπάνησα από το πατρικό, άρχισα να κλέβω και μηχανάκια και μετά αυτοκίνητα για λογαριασμό κάποιου τύπου που ποτέ δεν έβλεπα κι έτσι έβγαινε παραδάκι για να μένω σε μια τρύπα μαζί μ’ ένα απ’ τα αδέρφια μου. Αργότερα γνωρίστηκα με δυο αγόρια μεγαλύτερα από μένα κι ανέλαβα να φιλάω τσίλιες μαζί τους σε μια καφετέρια που είχε παράνομα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Μόλις βλέπαμε καμιά ύποπτη φιγούρα που θα μπορούσε να έχει σχέσεις με το νόμο, κάναμε νόημα κι ένας από μας, που βρισκόταν μέσα στο μαγαζί, άλλαζε μ’ ένα τηλεκοντρόλ τις οθόνες. Έτσι από ρουλέτες και μπλακ τζακ εμφανίζονταν αθώα παιχνιδάκια με διαστημόπλοια και ανθρωπάκια, που χοροπηδούσαν πάνω σε βαρέλια. Απ’ αυτήν τη δουλειά έβγαλα αρκετά χρήματα, ευτυχώς χωρίς να με πιάσουν ποτέ. Δούλεψα επτά χρόνια. Με αυτές τις ιστορίες, γνωρίστηκα με ακόμα πιο σκοτεινούς τύπους κι άρχισα να παίρνω μέρος σε
εκφοβισμούς ανθρώπων που χρωστούσαν. Ήταν το επόμενο βήμα. Χωνόμουν όλο και πιο βαθιά στα σκατά σε μια πορεία χωρίς επιστροφή ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά δεν μπορούσαν να συνεχιστούν επ’ άπειρον... Έπρεπε να αποφασίσω αν θα παρέμενα σ’ αυτά τα κυκλώματα ή θα επιχειρούσα να ξεκόψω όσο υπήρχε ακόμα καιρός. Και τότε ήρθε και με βρήκε απ’ το πουθενά η αδερφή μου, που κόντευα να την ξεχάσω και που ακόμα νόμιζα πως ήταν το μικρό κοριτσάκι που καμάρωνα και πίστευα ότι αυτή τουλάχιστον θα έκανε προκοπή μιας και παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν σπίτι, διέπρεψε στο σχολείο, έφυγε για σπουδές στο πανεπιστήμιο της Κρήτης κι από κει συνέχισε με υποτροφία για την Αμερική. Δεν είχα πάει ποτέ να τη δω όσο σπούδαζε, ούτε όσο βρισκόταν στην Κρήτη ούτε βέβαια και στο εξωτερικό. Απλά κάπου στο βάθος του μυαλού μου όπου την είχα λησμονήσει, πίστευα πως ίσως κάποια μέρα επέστρεφε στην Ελλάδα για να φτιάξει οικογένεια. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όμως έτσι. Ένας ντόπιος της έκλεψε την καρδιά και την έπεισε να βγάλει ρίζες σε ξένη χώρα. Αυτά ωστόσο δεν τα έμαθα παρά εκείνο το καλοκαίρι που εμφανίστηκε αιφνιδίως μπροστά μου, όταν είχε πια ήδη παντρευτεί και η κοιλιά της έδειχνε δυσανάλογα φουσκωμένη. “Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας στο Σαν Φραντσίσκο; Θα ξεφύγεις απ’ όλη αυτήν τη μαυρίλα και θα κάνεις μια καινούργια αρχή. Δουλειά θα σου βρει ο Γουίλ”, είχε γυρίσει και μου είχε πει, δίχως να το περιμένω. Αυτός ο Γουίλ είχε δυο μεγάλες μάντρες με αυτοκίνητα λίγο έξω απ’ την πόλη κι έψαχνε πωλητές που θα τους έδινε ψίχουλα και θα τους έλιωνε στη δουλειά. Ούτε αυτό βέβαια το ήξερα όταν δεχόμουν την πρόταση κι ακολουθούσα την αδερφή μου στην Αμερική. Εκεί όπου με περίμενε ένα κοστούμι δευτέρας διαλογής και η αδερφή του Γουίλ που θα μου μάθαινε αγγλικά μέσα σε λίγους μήνες, γιατί τα ’παιρνα κι εύκολα. Τόσο ήταν και το διάστημα που κατάφερα να ζήσω ανέμελος σε μια πόλη που δεν γνώριζα, ανάμεσα σε ανθρώπους που φάνταζαν διαφορετικοί επειδή μιλούσαν άλλη γλώσσα, προστατευόμενος στην πραγματικότητα της αδερφής μου, η οποία έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να με βάλει στο κλίμα. Έτσι φρόντιζε να με συστήνει σε φίλους και γνωστούς και να μου δείχνει τα πιο όμορφα σημεία της περιοχής. Τρεις μήνες αργότερα και τα αγγλικά μου είχαν βελτιωθεί θεαματικά, το Σαν Φραντσίσκο έμοιαζε πια με μια μεγάλη γειτονιά και η θέα της Μωρίν, της αδερφής του Γουίλ, χωρίς τα ρούχα της, ήταν μέρος της καθημερινότητας μου. Ο καιρός όμως είχε περάσει πολύ γρήγορα και η ανεμελιά έπρεπε να τελειώνει πια. Είχε φτάσει η ώρα της δουλειάς. Κι έμενα δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα.
Δεν είχα ποτέ ως τότε δουλέψει με ωράριο και οι ως τότε “προϊστάμενοί” μου, αυτά τα καλόπαιδα που σας περιέγραψα πριν, του υποκόσμου, καμία σχέση με διευθυντές είχαν. Αφήστε που δεν τους έβλεπα σχεδόν ποτέ. Αυτά όμως ανήκαν στον παρελθόν. Τώρα η ζωή μου έδειχνε ν’ αλλάζει. Με τον Γουίλ ως τότε, τους πρώτους δηλαδή μήνες της ανεμελιάς, τα πηγαίναμε περίφημα. Μόνο σφαλιάρες δεν παίζαμε σαν παλιοί καλοί φίλοι. Μόλις όμως πάτησα το πόδι μου στο μαγαζί, η συμπεριφορά του άλλαξε εκατόν ογδόντα μοίρες. Τέτοιος τύπος ήταν, ύπουλος. Η αδυναμία που είχα όμως στην αδερφή μου μ’ έκανε να βάλω νερό στο κρασί και να υπομένω για ένα διάστημα τις προσβολές και τις ειρωνείες του, οι οποίες δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Το άτομο ήταν κομπλεξικό. Ίσως κιόλας να μην περίμενε ότι μετά την πρώτη μου βδομάδα στη μάντρα θα πούλαγα ήδη το πρώτο μου αυτοκίνητο. Και ύστερα από ένα μήνα θα είχα σπρώξει άλλα δεκαπέντε. Και πάλι όμως έβρισκε αφορμές για να με εκνευρίζει σα να ήθελε να με φέρει στα όριά μου. Να κάνω κάτι ακραίο για να έχει μετά δικαιολογία να με διώξει. Μια μέρα, λίγο πριν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο, έκατσα και τα κουβέντιασα με την αδερφή μου κι εκείνη απόρησε με τη συμπεριφορά του άντρα της, διαβεβαιώνοντάς με πως δεν της είχε αναφέρει το παραμικρό αρνητικό για μένα. Έπειτα απ’ αυτήν τη συζήτηση άρχισα να πιστεύω πως είχε κάποιο σχέδιο στο μυαλό του και πως αυτό δεν ήταν άλλο από το να με διώξει τελείως απ’ τη χώρα του, ώστε να του αδειάσω τη γωνιά και να τον αφήσω στην ησυχία του. Δεν ξέρω, ίσως και να καταπιεζόταν απ’ την παρουσία μου. Ως συνήθως όμως λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Κι αυτός δεν ήταν η αδερφή μου, αλλά η δικιά του που είχε τσιμπηθεί για τα καλά μαζί μου κι ονειρευόταν γαμήλιες τελετές και κουτσούβελα. Τη Μωρίν τη συμπαθούσα πολύ είναι η αλήθεια. Ήταν μια όμορφη ξανθιά Αμερικανίδα με ατίθασο χαρακτήρα, που δεν έπαυε να δηλώνει αυτό που σκεφτόταν χωρίς περιστροφές και χωρίς να αναλογίζεται τις συνέπειες. Ήταν και πολύ αθυρόστομη. Γυναίκα που θα μου έβαζε κουλούρα βέβαια δεν ήταν. Περνούσαμε καλά μαζί, αλλά μου είχε ζητήσει αρκετές φορές να την παντρευτώ και είχαν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια πλέον από δυο μεριές. Για να κερδίσω λοιπόν χρόνο και να δω τι άλλο θα μπορούσα να κάνω σ’ εκείνη τη χώρα, δήλωσα ότι ήμουν έτοιμος να την παντρευτώ, κάτι που εξαγρίωσε βέβαια τον Γουίλ κι έκανε τη σχέση του με την αδερφή μου να θυμίζει πεδίο μάχης. Αυτό ωστόσο δεν κράτησε πολύ καιρό. Ένα μήνα αργότερα είχα μετακομίσει στο διαμέρισμα της Μωρίν, που βρισκόταν στο ίδιο κτίριο όπου έμενε ο Γουίλ με την αδερφή μου, και μετά δυσκολίας ανταλλάσαμε μια καλημέρα. Στο γραφείο, πάντως, η συμπεριφορά
του είχε μαλακώσει. Βλέπετε, ήταν πια αντιμέτωπος με δυο γυναίκες, τη δική του και τη Μωρίν, κι έτσι μ’ άφηνε εμένα στην ησυχία μου. Κι εγώ από την πλευρά μου όμως έπρεπε να βρίσκω δικαιολογίες κάθε τρεις και λίγο για να σπρώχνω την ημερομηνία του γάμου όλο και πιο μακριά. Στο μεταξύ, ένα απόγευμα εμφανίστηκε στο μαγαζί ένας τύπος με τον οποίο λέγαμε μερικές κουβέντες παραπάνω. Ήταν ο ιδιοκτήτης της έκτασης που εκμεταλλευόταν ο Γουίλ για την επιχείρησή του. Αυτός ο άνθρωπος μιλούσε αργά κι έλεγε πάντα πράγματα ενδιαφέροντα. Ιστορίες απ’ τη ζωή τη δική του κι άλλων που παρέλασαν μέσα σ’ αυτήν. Και πάντα μ’ ένα καπέλο που δεν έβγαινε ποτέ απ’ το μακρόστενο κρανίο του κι ένα κομμάτι καπνού που ετοιμαζόταν να γλιστρήσει απ’ τα χείλια του. Μ’ ένα πρόσωπο γεμάτο από τις εκπλήξεις που είχαν χαραχτεί με τα χρόνια στο δέρμα του. Παρόλο που είμαι άνθρωπος της δράσης και δεν κάθομαι εύκολα να ακούσω αυτά που έχει να μου πει ο καθένας, έπιανα τον εαυτό μου πολλές φορές να περιμένει να τον δει λίγο πριν κλείσουμε το μαγαζί, γιατί τέτοια ώρα ερχόταν, και να φύγουμε μαζί για να πιούμε καμιά μπύρα σε ένα μπαρ κοντά στο λιμάνι της πόλης. Ίσως να με τραβούσε και το γεγονός πως ήταν χαρτοπαίκτης. Ένα “άθλημα” με το οποίο δεν είχα ασχοληθεί μέχρι τότε. Μου κινούσε το ενδιαφέρον όμως κι έτσι του ζήτησα να μου μάθει πόκερ. Άλλο που δεν ήθελε. Ήταν εθισμένος στο παιχνίδι, είχε χάσει κι είχε κερδίσει τόσα λεφτά που δεν έπαιζε πια παρά μόνο με στενούς φίλους, απολαμβάνοντας την ουσία του παιχνιδιού, απαλλαγμένος από το άγχος των υπέρογκων χρεών που έβαζε στο κεφάλι του συχνά στο παρελθόν. Δυστυχώς, όπως αποδείχθηκε, είχα έφεση στα χαρτιά. Έπιασα το νόημα του παιχνιδιού γρήγορα, το μυαλό μου έκοβε σε τέτοια πράγματα όπως και σε οτιδήποτε μπορεί να έχει στενές σχέσεις με την παρανομία. Εκείνος όμως με το έμπειρο μάτι του άρχισε να βλέπει μέσα από μένα μια επανάληψη της δικής του πορείας κι έτσι εξαφανίστηκε απ’ τη ζωή μου. Όσο κι αν τον αναζήτησα δεν στάθηκε δυνατό να τον ξαναδώ. Ένας καλός του φίλος μου εξομολογήθηκε ότι φοβόταν πως αν συνέχιζε να με βλέπει, θα με κατέστρεφε. Το κακό όμως είχε ήδη γίνει. Τα χαρτιά έδειχναν να είναι για μένα η διέξοδος που αναζητούσα από τα δεσμά της οικογένειας του Γουίλ και της μέλλουσας γυναίκα μου. Θα μάζευα ένα καλό ποσό και θα έφευγα απ’ το Σαν Φραντσίσκο για άλλα μέρη. Είχα αρχίσει μάλιστα να σκέπτομαι και την επιστροφή στην Ελλάδα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα σκοπό να μείνω για πάντα εκεί. Στα πρώτα παιχνίδια είχα τρομερή ρέντα κι όσο περνούσε ο καιρός έψαχνα ανθρώπους που θα μ’ έβαζαν σε πιο μεγάλα τραπέζια, με περισσότερα λεφτά.
Και τότε, όταν αισθάνθηκα ότι ήμουν σχεδόν έτοιμος να τους αφήσω όλους στα κρύα του λουτρού, άρχισα να χάνω. Να χάνω πολλά και να έχω την ψευδαίσθηση ότι την επόμενη φορά θα ρεφάρω. Δεν γινόταν να μου συμβαίνει μια τέτοια καταστροφή έτσι ξαφνικά. Ήμουν τόσο καλός. Θα τα κατάφερνα. Και τα κατάφερα. Κατάφερα να χρεωθώ χιλιάδες δολάρια σε αγνώστους που ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Σχεδόν τα πάντα αναγκάστηκα να κάνω κι εγώ. Πούλησα αυτοκίνητα και κράτησα τα λεφτά. Διέρρηξα το χρηματοκιβώτιο του Γουίλ, κάλυψα όσες τρύπες μπορούσα κι έφυγα απ’ το Σαν Φραντσίσκο νύχτα. Ναι, έφυγα τελικά, σαν κυνηγημένος. Φοβόμουν ακόμα και τη σκιά μου. Όλος ο κόσμος ξαφνικά ένιωθα σαν να με παρακολουθεί και να θέλει να με καταδώσει στην αστυνομία ή στον υπόκοσμο. Είχα καταφέρει να κρατήσω όσα χρήματα χρειαζόντουσαν για να επιστρέψω πίσω». Ο Αναστάσης σταμάτησε έτσι απότομα την αφήγησή του, όπως ακριβώς την είχε ξεκινήσει. «Και; Μετά τι έγινε;» τον ρώτησε η Άννα. «Δεν έχει μετά. Αυτή ήταν η ιστορία μου...» απάντησε εκείνος. «Τι είναι λοιπόν αυτό που σε βαραίνει; Που δεν μπορείς να το βγάλεις από πάνω σου;», τον ενθάρρυνε η Δήμητρα, βλέποντας ότι η εξομολόγηση του Αναστάση δεν είχε καταλήξει κάπου. «Άφησα ένα παιδί πίσω... Η Μωρίν ήταν έγκυος όταν το ’σκασα σαν κλέφτης και ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε. Η αδερφή μου χώρισε κι έφυγε για τη Νέα Υόρκη, διακόπτοντας κάθε επικοινωνία με τον Γουίλ, ο οποίος φρόντιζε να την ξυλοφορτώνει με κάθε ευκαιρία από τότε που εξαφανίστηκα, υπενθυμίζοντάς της μ’ αυτό τον τρόπο πως έφερε κι εκείνη μέρος απ’ την ευθύνη της απερίγραπτης ανακατωσούρας που άφησα πίσω». Βουβαμάρα απλώθηκε στην κουκέτα. Οι ταξιδιώτες περίμεναν να δουν αν θα επαληθεύονταν όσα υποστήριζε η Δήμητρα. Το τρένο όμως συνέχισε για λίγο με τον ίδιο ρυθμό, σαν ένας υπολογιστής που επεξεργάζεται τα τελευταία δεδομένα με τα οποία μόλις τον τροφοδότησαν κι ετοιμάζεται μηχανικά να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Σκληρός μεταλλικός θόρυβος ακούστηκε κι έπειτα το ογκώδες μεταφορικό μέσο, βγάζοντας μια βοή που τους πάγωσε το αίμα, ξεχύθηκε προς τα μπρος δίχως αύριο. Κραδασμοί ήρθαν να προστεθούν στην ηχητική επένδυση, οι οποίοι, περνώντας μέσα απ’ τα καθίσματα, διοχετεύονταν στο ευαίσθητο πλέον νευρικό σύστημα των έξι τρομοκρατημένων επιβαινόντων.
«Ορίστε!» φώναξε ο Αριστοτέλης γελώντας μακάβρια, «η θεωρία σου καταρρίφθηκε! Το τρένο όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά τώρα τρέχει πιο γρήγορα από ποτέ». Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Η Λίζα είχε αρπάξει και πάλι το χέρι του Αναστάση κι ο Αλέξης κοίταζε στο ταβάνι τα φώτα που τρεμόσβηναν σα να περίμενε ότι από εκεί θα ερχόταν η λύτρωση. Η Άννα από την πλευρά της πάλευε με μια απόφαση. Να ομολογούσε αυτό που κατέτρωγε τα σωθικά της μπροστά σε όλους ή μήπως ήταν μάταιο; Η θεωρία της Δήμητρας δεν θα είχε καμία τύχη αν ήταν μέρος μιας αφήγησης ενός προσώπου σε μια παρέα, σε ένα όμορφο μέρος της χώρας με κυρίαρχο στοιχείο το γαλάζιο ή την επιβλητική μάζα ενός γυμνού βουνού. Δεν είχε μεταφυσικές ανησυχίες και πάντοτε προσπαθούσε να καταλάβει αυτούς που είτε υποστήριζαν ότι είχαν βιώσει κάτι που ξέφευγε απ’ την κοινή λογική είτε πίστευαν και ας μην ερευνούσαν. Με το φόβο να έχει ριζώσει για τα καλά μέσα της, βλέποντας και τους άλλους, εκτός ίσως απ’ τον Αριστοτέλη, να δείχνουν σα να περιμένουν με δέος την κατάληξη αυτής της ξέφρενης πορείας, αποφάσισε τελικά να ξεφύγει απ’ την απτή πραγματικότητα, για να κρεμαστεί απ’ την απίθανη εκδοχή που φάνταζε ως η μόνη διέξοδος απ’ την καταστροφή. «Ήθελα να σκοτώσω τον αδερφό μου. Ήθελα να τον σκοτώσω. Έβαλα κάποιον να τον σακατέψει γιατί τον μισούσα», φώναξε τελικά τρομαγμένη, έχοντας πάρει με μια ανάσα την απόφαση να μοιραστεί το μυστικό της. «Τον μισούσα και συνέχισα να ζω, χωρίς να μάθω τι έπαθε. Δεν μ’ ένοιαζε. Ακόμα δεν με νοιάζει …». Η φωνή της χάθηκε. Η εξομολόγηση διακόπηκε απ’ τον εκτροχιασμό της αμαξοστοιχίας που έγινε μέσα σε δευτερόλεπτα. Τα βαγόνια τράβηξαν το ένα το άλλο σα να χόρευαν το χορό του Ζαλόγγου, φεύγοντας οριστικά και αμετάκλητα απ’ τις βιασμένες μεταλλικές ράγες, που προσπαθούσαν μάταια πια να τα κρατήσουν, ακολουθώντας μια κατηφορική πορεία πάνω σε βράχια που άλλοτε έσπαγαν απ’ την ορμή τους κι άλλοτε έκοβαν μεγάλα κομμάτια απ’ τη μαύρη μάζα που τα χτυπούσε. Δεκάδες μέτρα πιο κάτω ένα φουσκωμένο ποτάμι δέχτηκε τα περισσότερα βαγόνια που, καθώς καρφώνονταν στο ρηχό πυθμένα, σήκωναν λάσπη και νερό, πλημμυρίζοντας την πυκνή βλάστηση γύρω απ’ το σημείο πρόσκρουσης. Παρά όμως αυτόν το χαοτικό τρόμο, οι ζώνες ασφαλείας κρατούσαν για αρκετά λεπτά γερά δεμένους στις θέσεις τους τούς ταξιδιώτες, που σα να βρίσκονταν σ’ ένα πραγματικό τρενάκι του τρόμου, ένιωσαν το ταβάνι να γίνεται πάτωμα και να επιστρέφει στη θέση του αμέτρητες φορές, την ίδια στιγμή που τα κεφάλια τους χτυπούσαν στα χωρίσματα της κουκέτας κι έπειτα μεταξύ τους, προσθέτοντας ζαλάδα και πόνο στην ήδη πρωτόγνωρη
εμπειρία. Μέχρις ότου ένα γερό τράνταγμα, ξερίζωσε τις τρεις απ’ τις έξι θέσεις και τσαλάκωσε την οροφή, εκτοξεύοντας το θρυμματισμένο τζάμι του παραθύρου μέσα στην κουκέτα. Το εσωτερικό άρχισε να συρρικνώνεται και να βάφεται κόκκινο, ενώ ένα άψυχο σώμα δραπέτευε απ’ το βαγόνι, για μια απροσδόκητα γρήγορη μοναχική ταφή. Κανείς δεν είχε πια τις αισθήσεις του, εκτός απ’ τη Δήμητρα, που, σαν από θαύμα, έβλεπε το ατύχημα να εκτυλίσσεται κινηματογραφικά, σα να βρισκόταν σε μια αίθουσα προβολής που βασάνιζε το μοναδικό θεατή της, κάνοντας τον να πονάει τόσο όσο χρειαζόταν για να αμφιβάλλει για την επιβίωση του, τοποθετώντας στο μυαλό του εικόνες φρίκης και αγωνίας από οικεία πρόσωπα, που θα τον ακολουθούσαν για πάντα. «Ας τελειώσει και ας γίνει ό,τι είναι να γίνει», πρόλαβε να πει στον εαυτό της, ενώ κρατιόταν από ένα πυροσβεστήρα που είχε σφηνώσει ανάμεσα σε λαμαρίνες και κομμάτια από ξύλο, καθώς το βάρος του αναίσθητου Αριστοτέλη πίεζε αφόρητα τη μέση της. Το βαγόνι ή μάλλον ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτό κατέληξε σ’ ένα χαντάκι, γερμένο στο πλάι, με την οροφή να έχει σκιστεί στη μέση και τη βροχή που μόλις είχε ξεσπάσει, να τρυπώνει μέσα μουλιάζοντας τον Αλέξη, τον Αριστοτέλη και το πάνω μέρος του κορμιού της. Το σημείο του ατυχήματος σύντομα τυλίχτηκε από το θόρυβο του νερού που έπεφτε πια με ορμή, νοτίζοντας τη γη ξεπλένοντας το φόβο που είχε κυριεύσει τη Δήμητρα. Το πρόσωπο του γιού της επανερχόταν τώρα μπροστά της, θλιμμένο και καταβεβλημένο μέσα σε ένα ανήλιαγο δωμάτιο. Την πήραν τα κλάματα. Έπειτα, μουσκεμένη όπως ήταν, προσπάθησε να κουνηθεί. Να βγάλει από πάνω της το σώμα του Αριστοτέλη. Προσπαθώντας, στην αρχή τής φάνηκε πως έσπρωχνε έναν τοίχο, έπειτα από λίγο όμως κατάφερε να τραβήξει τα πόδια της και να συρθεί έξω απ’ το βαγόνι. Κάθισε σε μια πέτρα, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά ότι έκανε πολύ κρύο. Άρχισε να τρέμει. Το κεφάλι της βούιζε. Δεν θα μπορούσε να μείνει για πολλή ώρα στο ίδιο μέρος κι έτσι αποφάσισε να ξαναμπεί στο βαγόνι όπου θα ήταν τουλάχιστον προστατευμένη μέχρις ότου τελειώσει η νεροποντή. Ποιος άλλος είχε μείνει μέσα; Το μυαλό της, εξαιτίας και της κρύας βροχής που έπεσε στο κεφάλι της, ξυπνώντας θέλοντας και μη τις αισθήσεις της, άρχιζε να λειτουργεί και πάλι λογικά πλέον. Έπρεπε να βοηθήσει τους υπόλοιπους και μόλις σταματούσε η βροχή να τρέξει για βοήθεια. Καθώς όμως έσκυβε για να τραβήξει το σώμα του Αλέξη που ήταν γεμάτο αίματα, της ήρθε ζαλάδα. Έχασε την ισορροπία της και βούτηξε σε μια μαύρη τρύπα απ’ την οποία δεν κατάφερε να βγει μέχρι την ώρα που ο ήλιος σηκώθηκε μέσα απ’ τα βουνά, σα να είχε μόλις δώσει την ύστατη μάχη με το σκοτάδι και ετοιμαζόταν να διατυμπανίσει την κυριαρχία του στη φύση.
«Είστε καλά; Μ’ ακούτε; Μ’ ακούτε; Ελάτε, σηκωθείτε, με το μαλακό, μη βιάζεστε». Μια σκούρα μορφή άρχισε να σχηματίζεται στα μάτια της, να ξεθολώνει και να παίρνει τελικά τη μορφή της ανθρώπινης φιγούρας. Ένα στόμα που χαμογελούσε μέσα από ψαρά γένια. Ένας διασώστης τη βοήθησε να ανακαθίσει. Το φως της ημέρας ζάρωσε τα μάτια της που πάσχιζαν να αντιληφθούν την πραγματικότητα. «Που είναι οι άλλοι;» κατάφερε να ρωτήσει.
Μετά.
Πρωί. «Είναι άραγε πρωί;». Η Μαργαρίτα τεντώθηκε πάνω στα λευκά σεντόνια. «Τι άσχημη αίσθηση να κοιμάται κανείς σ’ ένα κρεβάτι που το στρώμα του φλερτάρει με το πάτωμα και τα υφάσματα απ’ τις τόσες φορές που έχουν πλυθεί, έχουν γαριάσει κι είναι σαν τσιγαρόχαρτα έτοιμα να σε γδάρουν...» σκεφτόταν. Το χέρι της έψαξε για την τηλεφωνική συσκευή. Από ποια μεριά να ήταν; Δοκίμασε το δεξί κομοδίνο. Διάνα. «Σας παρακαλώ, μου λέτε τι ώρα είναι;» . Απ’ την άλλη άκρη της γραμμής, δύο ορόφους πιο κάτω, ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή. «Δέκα και τέταρτο. Μόλις χάσατε το πρωινό». «Δεν πειράζει, δεν θα έτρωγα ούτως ή άλλως», απάντησε η Μαργαρίτα. Ανακάθισε στο κρεβάτι κι άφησε τα μακριά της πόδια να ακουμπήσουν στο πάτωμα. «Μοκέτα. Γύρευε πόσο καιρό έχουν να την αλλάξουν», μουρμούρισε. «Αλλά ό,τι πληρώνεις παίρνεις». Το παλιό ξενοδοχείο βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της συμπρωτεύουσας, λίγα μέτρα από τον τερματικό σταθμό, στον οποίο πριν από έξι ώρες κατέφθανε το πούλμαν απ’ την Αθήνα. Η Μαργαρίτα δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί στο ταξίδι. Δίπλα της καθόταν ένας ιερέας που δεν έπαυε με κάθε ευκαιρία να της πιάνει το χέρι και να την ευλογεί, σιγοψέλνοντας εδάφια απ’ την Καινή Διαθήκη. Όχι ότι εκείνη καταλάβαινε από πού προέρχονταν όσα της έλεγε μέσα απ’ τα δόντια του... Έσπευδε από μόνος του να της αποκαλύπτει την προέλευσή τους. Η αλήθεια είναι ότι τελικά αυτούς που κάθονταν μπροστά τους, κατάφερε να τους νανουρίσει. Αν μπορούσε, η Μαργαρίτα θα άνοιγε το παράθυρο και θα πήδαγε στο πουθενά. Δυο φορές τού είπε ότι νύσταζε και ότι θα ήθελε να κοιμηθεί, απτόητος όμως εκείνος φρόντισε να πυκνώσει τις ψαλμωδίες του, χαμηλώνοντας απλώς τόσο τη φωνή του, που έφτασε στο σημείο να ψιθυρίζει. Το έκανε με τέτοιο τρόπο όμως που ήταν σα να σφυρίζει μέσα απ’ τα δόντια του, κάτι που εν τέλει ήταν ακόμα πιο ενοχλητικό. Μέχρι και οι προσφάτως αποκοιμισμένοι ξύπνησαν. Η Μαργαρίτα, μη βρίσκοντας άλλη λύση, κατέφυγε σε μια ριζοσπαστική κίνηση: άνοιξε μέχρι κάτω το παράθυρο δίπλα της, ελπίζοντας ότι τα στοιχεία
της φύσης, δηλαδή ο παγωμένος αέρας του Φλεβάρη, θα γέμιζε το αναπνευστικό σύστημα του παπά και θα τον ανάγκαζε να σταματήσει. Τόση ήταν η αποφασιστικότητά της, που ακόμα κι όταν ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε έντονα, γαντζώθηκε στο διπλό κρύσταλλο του παραθύρου και δεν έλεγε να μετακινηθεί ούτε εκατοστό από εκεί. Ο κρύος αέρας απλώθηκε και στο υπόλοιπο εσωτερικό του λεωφορείου. Οι διαμαρτυρίες πολλαπλασιάστηκαν. Κανείς δεν τολμούσε όμως να την ξεκολλήσει απ’ τη θέση της. «Άμα δεν κατέβει ο παπάς, θα παγώσετε όλοι σας εδώ μέσα. Κι εγώ μαζί», τους φώναζε. Για καλή τύχη όλων, είχαν φτάσει στο σημείο όπου ο ιερέας όντως έπρεπε να κατέβει. Έτσι, μισή ώρα πριν αντικρύσουν το έμπα της Θεσσαλονίκης, το εσωτερικό του πούλμαν έμοιαζε με καρέ από βουβή ταινία. Η Μαργαρίτα ετοιμαζόταν να κάνει μια έκπληξη στην Άννα. Δεν θα μπορούσε να μην παρευρεθεί στα εγκαίνια της έκθεσης της συγκατοίκου της. Της το είχε υποσχεθεί άλλωστε πριν φύγει για την Πελοπόννησο. Η πρόσκληση που είχε φυλάξει διπλωμένη μέσα στην πάνινη τσάντα της ήταν για το απόγευμα στις έξι και μέχρι εκείνη την ώρα θα έκανε στάσεις δίπλα στη θάλασσα, τρώγοντας, πίνοντας, παρατηρώντας μέσα απ’ τους θορύβους και τις μυρωδιές τους περαστικούς, αλλάζοντας το σκοτάδι του Μοριά μ’ εκείνο του μακεδονικού Βορρά. Η ταραχή και ο ενθουσιασμός που της έφερνε η σκέψη ότι θα βρισκόταν και πάλι με τη φίλη της, έκανε το χρόνο να κυλήσει πιο δύσκολα, φέρνοντάς της μια κούραση ξεχασμένη, συσσωρευμένη απ’ το πολύωρο ταξίδι. Σταμάτησε ένα ταξί με τη βοήθεια ενός νεαρού που έκανε ποδήλατο κι έφτασε στην γκαλερί κάπως αργοπορημένη και παρ’ ολίγο κοιμισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Ο οδηγός την άφησε καμιά δεκαριά μέτρα πιο μακριά απ’ την κεντρική είσοδο, έξω από ένα καφενείο γεμάτο με άδεια τσόχινα τραπέζια και μια τηλεοπτική συσκευή που κόντευε να εκραγεί απ’ την ένταση στην οποία την είχε βάλει ο υπέργηρος ιδιοκτήτης της. Καθόταν δίπλα της, έτοιμος λες να την πάρει αγκαλιά, μπας κι ακούσει καλύτερα αυτά που σχεδόν δεν έβλεπε. Ήταν η πρώτη είδηση της ημέρας για το κρατικό τοπικό κανάλι. Η Μαργαρίτα κοντοστάθηκε περισσότερο ενοχλημένη που η φασαρία ξαναχτυπούσε το νευρικό της σύστημα μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο, παρά από περιέργεια για να μάθει τι συνέβαινε. Ένα τρένο είχε εκτροχιαστεί κάτω απ’ τον Όλυμπο και υπήρχαν νεκροί και τραυματίες. Μέσα σ’ αυτούς ξεχώρισε το ονοματεπώνυμο της φίλης της. Πάγωσε. Άπλωσε μηχανικά το πτυσσόμενο μπαστουνάκι της και πλησίασε την ηχητική πηγή. «Ακούσατε μήπως το όνομα Άννα Μ.;» φώναξε προς τον γέρο, ενώ εκείνος αναρωτιόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που ζύγωσε θηλυκό στο μαγαζί του. Η
Μαργαρίτα τον ξαναρώτησε με πιο δυνατή φωνή. «Μάλλον, δεν ακούω και πολύ καλά» κατάφερε να της πει. Έκανε μεταβολή, σκουντουφλώντας στη μεταλλική κάσα της εισόδου και βγήκε. Έξω απ’ το κτίριο που γινόταν η έκθεση μαζευόταν νεαρόκοσμος. Χώθηκε ανάμεσά τους, σπρώχνοντας το θυμό και τη θλίψη της προς τη γυάλινη πόρτα. «Η Άννα Μ. πού είναι;» ρωτούσε στον αέρα. Μια λεπτοκαμωμένη μελαχρινή γυναίκα τής έπιασε το χέρι και την οδήγησε σ’ ένα πράσινο παγκάκι έξω από μια αίθουσα γεμάτη ζωγραφική. «Πού είναι η Άννα;» ξαναρώτησε. «Φαντάζομαι ότι εσύ είσαι η Μαργαρίτα. Η Άννα μου είχε μιλήσει για σένα. Είμαι η Δάφνη, μια φίλη της». «Ζει;» «Ναι, είναι στο νοσοκομείο, έχει σπάσει το δεξί της πόδι και μερικά πλευρά. Της μίλησα. Από κει ήρθα κατ’ ευθείαν εδώ. Της είχα πει ότι δεν θα ερχόμουν στα εγκαίνια, αλλά άλλαξα γνώμη. Ευτυχώς. Αισθάνεται ήδη πολύ καλύτερα που είναι κάποιος γνωστός της εδώ. Επέμενε να έρθω στην έκθεση για να δω πώς έστησαν τους πίνακές της. Οι γονείς της ειδοποιήθηκαν και έρχονται σήμερα το βράδυ». «Ο αδερφός της;» ρώτησε η Μαργαρίτα. «Δεν ξέρω. Δεν τον έχουν βρει. Έλα, πάμε μέσα. Θα δούμε την Άννα μετά, στο νοσοκομείο. Ξέρεις, από εσένα εμπνεύστηκε και τα έφτιαξε όλα αυτά. Από εσένα και τις φωτογραφίες που έβγαζε ο πατέρας σου». Η Μαργαρίτα ήρεμη πλέον, άφηνε το μυαλό της να επεξεργάζεται τις εικόνες που τις περιέγραφε με μια έκδηλη νευρικότητα η Δάφνη, δημιουργώντας καθώς περνούσε μπροστά απ’ τους πίνακες, τα δικά της έργα. Αργότερα, ρώτησε τη Δάφνη αν της έκρυβε την αλήθεια για την κατάσταση της φίλης της. «Όχι, σε διαβεβαιώνω ότι είναι καλά». «Αν όντως δεν συμβαίνει κάτι σε εκείνη, τότε μάλλον κάτι τρέχει μ’ εσένα», επέμεινε εκείνη. «Μέσα στο τρένο ήταν έξι επιβάτες. Ανάμεσά τους κι ένας παλιός μου φίλος. Ο Αλέξης. Τυχαία βρέθηκε με την Άννα στο ίδιο βαγόνι. Είχαμε τσακωθεί πρόσφατα. Έχει χτυπήσει άσχημα και ανησυχώ». «Αυτό πάντως δεν σε εμπόδισε απ’ το να τους αφήσεις και τους δύο και να
έρθεις εδώ». «Πολλές φορές θες να ξορκίσεις το κακό, δίνοντάς του μικρότερη σημασία». «Οι υπόλοιποι τέσσερις τι απέγιναν;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια. «Ένας νεκρός, τρείς τραυματίες». Κατά τις έντεκα το βράδυ βγήκαν απ’ το κτίριο και έπιασαν να περπατάνε στο μεγάλο πεζόδρομο που οδηγούσε στην κεντρική πλατεία. «Το νοσοκομείο είναι δέκα λεπτά με το πόδι από εδώ» είπε η Δάφνη. «Έχεις ξανάρθει εδώ;». «Ναι, μ’ αρέσει πολύ η Θεσσαλονίκη. Είναι πιο ανθρώπινη απ’ το τέρας μέσα στο οποίο έχω μάθει να ζω. Σκέφτομαι να ψάξω για δουλειά, αλλά δεν έχω και κανένα γνωστό εδώ. Ούτε συγγενείς». «Δύσκολο να ξεφύγεις απ’ το περιβάλλον σου. Αλλά είσαι νέα. Αν δεν τολμήσεις τώρα, αργότερα θα είναι ακόμα πιο ζόρικα. Ρώτα κι εμένα. Τι δουλειά κάνεις;» «Μέχρι στιγμής τίποτα ιδιαίτερο. Μπαργούμαν. Κάτι που δεν έχει μέλλον αν δεν φτιάξεις το δικό σου στέκι κάποια στιγμή. Δεν έχω σπουδάσει. Δεν ήθελα. Ξέρω, βλακεία μου. Οι γονείς μου δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι με τις επιλογές μου. Τέλος πάντων. Εσύ με τι ασχολείσαι;». «Έχω σπουδάσει νομικά και βοηθάω συνανθρώπους μου που αντιμετωπίζουν πολύ συχνά τις συνέπειες ενός άτυπου ρατσισμού που ισχύει σε άτομα με οποιαδήποτε μορφή αναπηρίας σ’ αυτήν τη χώρα. Το είπα λίγο σοβαρά, ξέρω. Έτσι το νιώθω όμως...». Σταμάτησε για λίγο σα να ήθελε να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. «Νομίζω ότι θα έπρεπε ν’ ακολουθήσεις το ένστικτό σου και να μη σκέφτεσαι αν οι επιλογές σου είναι σωστές. Αν ανησυχούσες αρκετά, θα έμπαινες στη διαδικασία να αναζητήσεις κάτι διαφορετικό. Κάνε αυτό που σου αρέσει για την ώρα. Εγώ αυτό πιστεύω». Οι δυο γυναίκες συνέχισαν να μιλάνε για τη ζωή και τον τρόπο που την αντιλαμβάνονταν, πλησιάζοντας ολοένα και πιο πολύ σ’ αυτό που είχαν αφήσει εδώ και ώρα στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Έξω απ’ το πρόσφατα ανακαινισμένο νοσοκομείο ήταν σταθμευμένα δυο
φορτηγάκια που ανήκαν σε τηλεοπτικά κανάλια. «Μπα, για φαντάσου. Αυτά δεν ήταν εδώ όταν είχα έρθει», μουρμούρισε η Δάφνη. Στην υποδοχή ήταν μαζεμένος κόσμος. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε η Μαργαρίτα. «Λαός, πολύς», της απάντησε, προσπαθώντας να καταλάβει αν όλοι αυτοί είχαν μαζευτεί για να μάθουν για το ατύχημα του τρένου. Ένας ψηλός νεαρός με κοντοκομμένο γενάκι τις πλησίασε. «Είστε συγγενείς του θύματος;». «Ποιανού θύματος;», ρώτησε παραξενεμένη η Δάφνη. «Του Αναστάση Αυγεράτου». «Και ποιος είναι αυτός;» «Ένας διαβόητος απατεώνας. Ήταν μέσα στο τρένο που εκτροχιάστηκε χθες βράδυ. Τον κυνηγούσε η αστυνομία εδώ και χρόνια. Άλλαζε εμφάνιση, ονόματα, τόπο διαμονής. Κατάφερε να μην μπλεχτεί ποτέ σε υποθέσεις ανθρωποκτονίας, παρόλο που τον κυνηγούσαν άνθρωποι του υποκόσμου. Ήταν δεινός χαρτοπαίκτης. Πόκερ έπαιζε. Λένε ότι πριν από τρία χρόνια είχε σκοτώσει ένα συγγενή του στην Αμερική», είπε με ενθουσιασμό ο νεαρός. «Τον θαυμάζετε;» ρώτησε η Μαργαρίτα. «Κι εσείς πού το καταλάβατε; Ξέρετε, αυτός ο άνθρωπος ζούσε απ’ το χαρτί και πριν λίγο καιρό έπαθε ρευματισμούς στα μάτια. Κόντεψε να καταστραφεί. Βρήκε όμως έναν τρόπο να παρακάμψει αυτήν τη δυσκολία, συνεχίζοντας με επιτυχία αυτό που ήξερε τόσο καλά να κάνει. Όποιος έχει ακούσει ή διαβάσει γι’ αυτόν, γνωρίζει την ιστορία με την αδερφή του που τον βοηθούσε να παίζει στα τραπέζια. Ο τύπος είχε φτιάξει μια αυτοσχέδια ανάγλυφη τράπουλα, πάνω στην οποία είχε αντιστοιχίσει τις άχρωμες κουκίδες κι ευθείες που στριμώχνονταν πάνω στα λευκά χαρτιά, με τις κούπες, τα σπαθιά, τα καρό και τα μπαστούνια της συμβατικής. Η αδερφή του τού έδινε να ψηλαφήσει σε κάθε παρτίδα τα χαρτιά που αντιστοιχούσαν μ’ αυτά που του μοίραζαν, όπως κι εκείνα μ’ αυτά που έπεφταν στο τραπέζι. Έτσι ο Αυγεράτος έπαιζε καλύτερα από ποτέ. Και όχι μόνο δεν καταστράφηκε, αλλά κατάφερε να μαζέψει, όπως λένε, τα περισσότερα κέρδη που είχε βγάλει από τότε που ξεκίνησε να παίζει».
«Πράγματι πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία», είπε η Δάφνη, γυρίζοντας το κεφάλι της προς τη Μαργαρίτα. «Μα εσύ είσαι χλωμή...» της είπε. «Έλα να κάτσουμε κάπου. Μήπως είσαι κουρασμένη απ’ το ταξίδι;». Εκείνη δεν μιλούσε. Μακάρι το σκοτάδι να γινότανε πιο πυκνό και να ’κλεινε τις χαραμάδες απ’ τις οποίες ξέφευγαν ανεξέλεγκτες οι αναμνήσεις από εκείνη τη σχέση. Ο Πάρης. Ήταν ο Πάρης. Αναμφίβολα. Θυμήθηκε ένα πρωινό που είχαν ξυπνήσει μαζί, σε ένα ξύλινο σπιτάκι στο βουνό. Μια μεγάλη παρέα από τυφλούς και συγγενείς τους είχαν οργανώσει μια τριήμερη εκδρομή στο Πήλιο. Ήταν ξημερώματα όταν τη σκούντηξε λέγοντάς της ότι ήθελε να της δείξει κάτι σημαντικό. Είχε ενθουσιαστεί με μια ιδέα που του πήρε ένα μήνα για να την υλοποιήσει. Οι διαμαρτυρίες της για την ξαφνική έγερση δεν στάθηκαν αρκετά ικανές για να τον σταματήσουν. Έβαλε στα χέρια της μια τράπουλα και την άφησε να την επεξεργαστεί. «Είναι φτιαγμένη όπως η κανονική. Πάρε το πρώτο χαρτί κι άσε τα υπόλοιπα στο πάτωμα». «Μα, τι ώρα είναι;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Δεν έχει σημασία. Λοιπόν, αυτό είναι Άσος σπαθί», της ανακοίνωσε αρπάζοντας αδέξια το τραπουλόχαρτο απ’ την παλάμη της. Ο χρόνος κυλούσε, το σπίτι είχε αδειάσει κι είχαν μείνει οι δυο τους να παίζουν χαρτιά ώσπου κουράστηκαν, έγειρε ο ένας πάνω στον άλλο και τους πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησαν κανείς δεν είχε επιστρέψει. Ήταν απόγευμα. Βγήκαν έξω και κάθισαν σε ένα ξύλινο παγκάκι που βρισκόταν δίπλα στην εξώπορτα. «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η τράπουλά μου;» τη ρώτησε ολοφάνερα ενθουσιασμένος από τον εαυτό του. «Δε νομίζω ότι θα ξαναπαίξω ποτέ χαρτιά. Εκτός κι αν...», σταμάτησε για λίγο. «Εκτός κι αν;» επέμεινε εκείνος. «Αν αναλάβεις να με μυήσεις στα μυστικά της χαρτοπαιξίας με τέτοιον τρόπο που να με κάνει να την αποζητάω». «Και πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;». «Ε, άντρας είσαι. Όλο και κάτι θα σκεφθείς». «Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα είμαι δίπλα σου και θα προσπαθώ να το βρω αυτό το κάτι», της είχε υποσχεθεί αγκαλιάζοντάς την. Λόγια, μονάχα λόγια και μετά φυγή. Τώρα καταλάβαινε. Ο Πάρης ή μάλλον ο Αναστάσης ήταν ερωτευμένος με την τύχη. Όχι με εκείνη. Γι’ αυτό εξαφανίστηκε απ’ τη ζωή της ακριβώς με τον τρόπο που εμφανίστηκε. Εντελώς ξαφνικά. Διάτων αστέρας. Έτσι αμέσως
μόλις άρθηκε η προσωρινή του αναπηρία, επέστρεψε στην αγκαλιά της μοιραίας ερωμένης. Οι θύμισες την έφεραν σαν υπνωτισμένη, μπροστά απ’ την Άννα, σε ένα δωμάτιο με άλλες δυο γυναίκες. «Εδώ είναι η φίλη μας», της είπε η Δάφνη. «Ξύπνησε». Η Μαργαρίτα κάθισε πάνω στο κρεβάτι και αναζήτησε το χέρι της. «Άννα;». Εκείνη γύρισε και την κοίταξε, λίγο ζαλισμένη. Τη δεύτερη φορά που άκουσε να της μιλάει, η μορφή της άγνωστης με τη γνώριμη φωνή καθάρισε και τα φίνα χαρακτηριστικά της, το βλέμμα που κυνηγούσε το άπειρο, σχημάτισε στο ταλαιπωρημένο μυαλό της το πρώτο γράμμα απ’ το όνομα της. «Μαργαρίτα, εσύ εδώ;». «Δεν θα το ’χανα με τίποτα στον κόσμο. Η Δάφνη με ξενάγησε στα έργα σου. Είμαι σίγουρη ότι θα ’χεις μεγάλη επιτυχία». «Δεν μπορείς να φανταστείς τι μου έχει συμβεί τις τελευταίες ώρες. Αυτό το ατύχημα... Οι άνθρωποι που ταξίδευαν μαζί μου...». «Άσε, μην κουράζεσαι, θα μου τα πεις αύριο. Έχουμε καιρό». «Ναι, υπάρχει όμως και κάτι που πρέπει να μάθεις». «Ξέρω», τη διέκοψε, «το έμαθα πριν από λίγο». Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία τώρα. «Αλλά εσύ πώς το κατάλαβες πως ήταν αυτός;». «Φορούσε το μενταγιόν με το δεντράκι στο λαιμό του. Όταν τον ρώτησα, στην αρχή ταράχτηκε. Μετά όμως παραδέχτηκε πως σε γνώριζε». Η Άννα απέφυγε να μπει σε λεπτομέρειες, προφασιζόμενη την κούραση που ερχόταν κι έφευγε, απειλώντας να τη βυθίσει για μια ακόμα φορά στη λήθη. «Θα τα πούμε αύριο Μαργαρίτα. Ελάτε με τη Δάφνη, παρέα. Μην ξεχάσετε όμως να περάσετε κι από την έκθεση. Θέλω να μαθαίνω τι γίνεται». Στο ισόγειο του κτιρίου, σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα αναμονής, υπομονής, ελπίδας, καθόταν μ’ ένα λευκό ορθοπεδικό κολάρο περασμένο στον κοντό της λαιμό η Δήμητρα. Στο ίδιο τραπέζι κάθονταν μαζί της τρεις άγνωστοι άντρες από μια κοντινή πόλη που είχαν κατέβει να δουν ένα συγγενή, κάποιο
φίλο ή φίλη, δεν είχε σημασία. Φλυαρούσαν ακατάπαυστα, καταφέρνοντας να ξεχωρίζουν ελάχιστα απ’ τις συνομιλίες που έμοιαζαν να κάθονται κι αυτές πάνω από κάθε τραπέζι και να συνομιλούν μεταξύ τους, δημιουργώντας μια λεκτική θύελλα. Ο πονοκέφαλος απ’ τη διάσειση που είχε πάθει, πίεζε τα μηνίγγια και της ανακάτευε το στομάχι. Οι υπόλοιποι συνταξιδιώτες της ανάρρωναν ικανοποιητικά, εκτός απ’ τον Αλέξη, που βρισκόταν στην εντατική, με τους γιατρούς να διαβεβαιώνουν ότι είχε διαφύγει τον κίνδυνο. Η αλήθεια είναι ότι η θεωρία της δεν είχε επαληθευτεί. Κι αυτό θα έπρεπε να την ανακουφίζει. Έψαχνε να βρει έναν τρόπο να εξηγήσει όσα είχαν συμβεί. Να δραπετεύσει απ’ το ανεξήγητο μέσα απ’ το χάος του παρόντος. Να συμβιβαστεί με την εκλογίκευση του γεγονότος. Το τρένο είχε εκτροχιαστεί εξ αιτίας υπερβολικής ταχύτητας. Τελεία. Ούτε λαχεία, ούτε συμπτώσεις, ούτε βέβαια και παιδάκια που έδιναν λύσεις σε επιβάτες που συνδέονταν μεταξύ τους. Μήτε εκείνο το προαίσθημα που την κυνηγούσε απ’ την αρχή του ταξιδιού, ο φόβος ότι κάτι άσχημο θα συνέβαινε, μαζί με το όνειρο που έβλεπε τις τελευταίες μέρες πριν φύγει. Αυτή η κατάρα που είχε κληρονομήσει απ’ τη γιαγιά της και που την ακολουθούσε, δείχνοντας το πραγματικό της πρόσωπο σ’ ένα χώρο σαν κι αυτόν που βρισκόταν τώρα. Σ’ εκείνο το νοσοκομείο που για επτά χρόνια συναντούσε τα μάτια των αρρώστων, βλέποντας μέσα σε πολλά απ’ αυτά το θάνατο, πριν περάσουν καλά καλά το κατώφλι του. Ήθελε να φθάσει εδώ, στη Θεσσαλονίκη, για να κάνει μια νέα αρχή. Τώρα όμως δεν έβλεπε την ώρα να ξαναγυρίσει πίσω και να βρει τη σωτηρία της πίσω απ’ τα κάγκελα μιας φυλακής. Έπρεπε να επιστρέψει στο γιο της. Σηκώθηκε με κόπο και κατευθύνθηκε στα γραφεία υποδοχής. Εξήγησε στην υπάλληλο που έφτιαχνε κάθε τόσο τον κότσο της ότι ήταν μια απ’ τους τραυματίες του ατυχήματος κι ότι ήθελε να πάρει εξιτήριο γιατί αισθανόταν ότι δεν υπήρχε λόγος να την κρατάνε άλλο σε κάποιο δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή έβγαινε απ’ το ασανσέρ με το κεφάλι δεμένο και με ένα δεκανίκι περασμένο κάτω απ’ τον αριστερό ώμο η Λίζα. «Ετοιμάζεστε να φύγετε; Κιόλας;» ρώτησε ανήσυχη. «Ναι, φεύγω. Θέλω να γυρίσω πίσω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ελπίζω μια μέρα να ξαναϊδωθούμε».
ﭺ
Τέσσερις μήνες αργότερα κι ενώ το καλοκαίρι είχε κάνει την εμφάνισή του
πυρώνοντας τους τοίχους της τσιμεντούπολης, η Δήμητρα καθόταν στο μπαλκονάκι ενός διαμερίσματος που είχε νοικιάσει στο κέντρο, ψάχνοντας στο σημειωματάριό της νούμερα τηλεφώνων. Το πρώτο που βρέθηκε μπροστά της ήταν αυτό της Άννας. Είχε αποφασίσει ότι θα συγκέντρωνε τους ανθρώπους που είχαν ταξιδέψει μαζί της με εκείνο το τρένο σε ένα σπίτι. Ήθελε να τους ξαναδεί όλους, ξορκίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο μια κακή ανάμνηση. Η Άννα ενθουσιάστηκε με την ιδέα κι ανέλαβε να ειδοποιήσει τον Αλέξη. Έπειτα κάλεσε τη Λίζα και τελευταίο τον Αριστοτέλη, που ήταν κι ο μοναδικός που αρνήθηκε. Δεν έβρισκε λόγο να ξαναβρεθούν όλοι μαζί, μήπως όμως θα ήθελε να βλεπόντουσαν μονάχα οι δυο τους; Χρειάστηκαν δυο τηλεφωνήματα ακόμα για να πάρει το λεωφορείο της γραμμής και να κατέβει στις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις του ξάδερφου της Δήμητρας. Ένα συγκρότημα αποτελούμενο από μεζονέτες σκαρφάλωνε σε ένα κατάφυτο ύψωμα, συνδυάζοντας τη δροσιά του βουνού με την πανοραμική θέα του κόλπου. «Ωραίο μέρος να αναπνεύσεις για τελευταία φορά» είπε χαμηλόφωνα, καθώς έσερνε τα πόδια του στο χαλικόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στην είσοδο. «Και να γεμίσουν τα μάτια μ’ ένα μονάχα χρώμα. Μπλε ή πράσινο;». Σα να ξεπήδησε μέσα από μια πρασιά, εμφανιζόταν τώρα μπροστά του η Άννα. «Τι ψηφίζετε;». «Άννα μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω...», είπε κάπως σφιγμένα ο Αριστοτέλης. Ακόμα αναρωτιόταν πώς είχε πειστεί να παρευρεθεί σε μια συνάντηση που δεν είχε απολύτως κανένα νόημα. Ή μάλλον ήξερε πολύ καλά πως είχε μόνο ένα. Γιατί στην πραγματικότητα ο μοναδικός λόγος για τον οποίο είχε κατεβεί ήταν για να ξαναδεί τη Δήμητρα. Η ζωή κυλούσε χωρίς τη γυναίκα του, άδεια πια. Η μοναξιά είχε ήδη αλώσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ψυχικής του ηρεμίας. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από το ατύχημα μέχρι το απομεσήμερο στο Τολό, η έλλειψη της Γεωργίας πήρε διαστάσεις που ούτε θα μπορούσε να τις φανταστεί πριν από λίγο καιρό, όταν επέστρεφε σπίτι του κι ευχόταν να μην τη συναντούσε ή να κοιμόταν, για να μείνει έστω για λίγο μόνος του, μακριά απ’ την γκρίνια και την απολιθωμένη θηλυκότητά της.
«Βλέπω αναρρώσατε πλήρως και χαίρετε άκρας υγείας», του είπε η Άννα, οδηγώντας τον στο εσωτερικό του μικρού οικισμού.
«Ε, δεν είχα πάθει δα και τίποτε σπουδαίο. Δυο πλευρά σπασμένα, ένα τεράστιο καρούμπαλο... Το χειρότερο είναι που χρειάστηκε ν’ αλλάξω τα χάπια της πίεσης, πίστεψε με. Οι άλλοι ήρθαν;». Περπατώντας, είχαν φτάσει πλέον σε μια μικρή αυλή που επικοινωνούσε, μέσω μιας καμάρας, με τον κυρίως κήπο. Χρώματα από άνθη που δεν γνώριζε τ’ όνομα τους παρέσυραν το βλέμμα, αποσπώντας το απ’ το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, γύρω απ’ το οποίο κάθονταν οι υπόλοιποι καλεσμένοι. «Καλώς όρισες», τον καλοδέχτηκε η Δήμητρα κι εκείνος έσπευσε να την αγκαλιάσει σφιχτά και να τη φιλήσει πολύ κοντά στο στόμα. Εκείνη τραβήχτηκε από ένστικτο, αλλά ο Αριστοτέλης έσκυψε, πιάνοντας την απ’ το μπράτσο, και της ψιθύρισε στ’ αυτί. «Αλήθεια, αδυνατώ να καταλάβω για ποιο λόγο μας κάλεσες εδώ». «Έλα, πάμε να χαιρετίσεις και τους υπόλοιπους και θα τον μάθεις. Έφερες μαγιό;» «Δεν ξέρω αν θα κάτσω και το βράδυ». «Από τι θα εξαρτηθεί;» «Απ’ την παρέα». «Την παρέα την έχεις γνωρίσει κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες. Και τώρα σου δίνεται η ευκαιρία να την ξαναγνωρίσεις και να φας κι ένα σπιτικό φαγητό της προκοπής». «Μας μαγείρεψες κιόλας; Φαίνεται πως έχεις πολλή όρεξη για το σημερινό». Στο μπαλκόνι μιας μεζονέτας άπλωνε τα ρούχα μια γυναίκα που έβλεπε ήλιο καμιά δεκαριά μέρες το χρόνο. Πιο δίπλα μια άλλη, πιθανότατα απ’ την ίδια χώρα, άλλαζε σιγά σιγά χρώμα, ενώ οι ακτίνες διαπερνούσαν την επιδερμίδα της. Από κάποιο δωμάτιο ξέφευγαν νότες από μια απαλή ξένη μουσική. Για μια στιγμή οι παρουσίες στον κήπο έμοιαζαν να εισβάλουν σ’ έναν απαγορευμένο χώρο, όπου άνθρωποι από όλα τα μέρη της γης ερχόντουσαν για να ξεχάσουν κι όχι όπως εκείνοι να θυμηθούν, να μεταμφιεστούν σε ανέμελους εραστές του καλοκαιριού και να σταματήσουν το χρόνο στο επόμενο δειλινό. Ο Αλέξης μιλούσε με τη Λίζα, έχοντας αγκαλιά μια μεταλλική πατερίτσα. Το όνειρό του είχε πάρει αναβολή. Η ατέρμονη περιπλάνηση στην Ευρώπη είχε
μετατραπεί σε παραισθήσεις απ’ τα παυσίπονα που κατανάλωνε όσο καιρό χρειάστηκε για να αναρρώσει στο σπίτι όπου είχε μεγαλώσει, ανάμεσα στη θεία Ζηνοβία, τις ξαδέρφες και το θείο Αντώνη, που είχε βάλει πωλητήριο στην επιχείρηση με το χαλκό και τον μπρούντζο ύστερα απ’ το καρδιακό επεισόδιο που είχε υποστεί εκείνη τη μέρα που έφυγε ο Αλέξης. Η επανεμφάνιση του ανιψιού ωστόσο είχε δημιουργήσει νέες ελπίδες για το οικονομικό μέλλον της οικογένειας. Το νέο αίμα που δεν ήθελαν να προσφέρουν οι κόρες, μιας και θεωρούσαν ότι το μαγαζί δεν είχε καμία σχέση με τα μεγαλεία που ονειρεύονταν, θα μπορούσε κάλλιστα να προέλθει απ’ τον Αλέξη, που ήξερε τη δουλειά και θα αναλάμβανε εξ ολοκλήρου τη λειτουργία του. «Θέλω να φύγω», εξηγούσε στη Λίζα. «Ήθελα να φύγω και πριν το ατύχημα. Να δω τι υπάρχει πέρα απ’ τη χώρα μου. Ή τώρα ή ποτέ. Περιμένω να στρώσει το πόδι μου και μετά θα δουλέψω για ένα διάστημα στο θείο μου μέχρι να μαζέψω λίγα λεφτά, ίσα ίσα για τα εισιτήρια και το φαγητό για κανένα μήνα». Μιλούσε και το πρόσωπό του έμοιαζε να βρίσκεται ήδη πίσω απ’ το τζάμι, σ’ ένα τρένο που προσεγγίζει μια άγνωστη πόλη κάπου στα Βαλκάνια. «Κάθε εμπόδιο για καλό δεν λένε; Το ατύχημα μπορεί να σε πήγε πίσω, αλλά σε έκανε να το ξανασκεφτείς και να συνειδητοποιήσεις ότι το θέλεις πραγματικά. Θα ανοίξεις και εκείνο τα μαγαζάκι με τα βινύλια που μου έλεγες στο νοσοκομείο;» Ο Αλέξης δεν θυμόταν να είχε μιλήσει για το απωθημένο του στη δημοσιογράφο. Δεν θα ξέχναγε ποτέ όμως το απόγευμα που τον είχε επισκεφθεί στο δωμάτιο, όταν είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του, και είχε βγει απ’ το κώμα. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχε δει κι είχε αναγνωρίσει. Ο συνδετικός κρίκος με το άμεσο παρελθόν που ξεκλείδωσε την μνήμη του και τον επανέφερε στην πραγματικότητα, φορούσε κόκκινα όπως και τώρα, εδώ, σ’ αυτόν τον όμορφο κήπο όπου εκείνος περίμενε να κάνει και πάλι ένα ταξίδι στο παρελθόν, μαζί με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Τον ευχαριστούσε που κατάφερε να επιβιώσει από ένα γεγονός που στο μυαλό του έκρυβε ένα άλυτο μυστήριο με μεταφυσική ταυτότητα σαν κι αυτή που διατυμπάνιζαν στις συνεντεύξεις τους μερικά απ’ τα συγκροτήματα που αγαπούσε. Στο τραπέζι κατέφθαναν πιάτα με μεζέδες, σαλάτες με μπόλικο τυρί και λάδι, μαύρο ψωμί, κανάτες με παγωμένο κρασί. Η Δήμητρα φρόντιζε έτσι ώστε να μη λείπει τίποτα απ’ τους καλεσμένους της. Όλοι απέφευγαν να μιλήσουν για το ατύχημα, ακόμα και η ίδια η οικοδέσποινα. Άφησαν το μεσημέρι να κυλήσει κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων σαν παλιοί συμμαθητές που ξαναβρέθηκαν ύστερα από καιρό. Αργότερα ο Αριστοτέλης, η Άννα κι ο Αλέξης
κοιμήθηκαν ζαλισμένοι απ’ το αλκοόλ, ενώ η Λίζα με τη Δήμητρα κατέβηκαν στην παραλία κι αφέθηκαν στο νανούρισμα της θάλασσας που έσκαγε κοντά στα πόδια τους. «Ωραία θα ήταν να ζούσαμε έτσι κάθε μέρα. Οι έγνοιες μας θα περιορίζονταν σε ανησυχίες του τύπου σε ποια παραλία θα κολυμπήσουμε ή πού θα πάμε ταξίδι τον επόμενο μήνα. Διακοπές για πάντα...», της είπε η Λίζα, τραβώντας την παλάμη που σκέπαζε τα μάτια της απ’ τον ήλιο, που αδύναμος ετοιμαζόταν να χαθεί απ’ τον ορίζοντα. Η Δήμητρα την κοίταξε απορημένη. «Δε νομίζω ότι θα τα κατάφερνα να ζω έτσι». «Ναι, οι περισσότεροι έτσι νομίζουμε. Έχουμε μάθει να ζούμε σε μια κοινωνία που μας κάνει να αισθανόμαστε ένοχοι αν δεν ακολουθούμε τους κανόνες της». «Δεν γίνεται κι αλλιώς. Είναι η φύση μας τέτοια». «Το να δουλεύουμε συνέχεια; Ίσως. Αλλά όχι μ’ αυτούς τους ρυθμούς». «Για σένα που γεννήθηκες στην πόλη και οι γονείς σου είχαν ήδη υιοθετήσει αυτό τον τρόπο ζωής. Εγώ που μεγάλωσα σε χωριό, δεν καταλαβαίνω γιατί ο περισσότερος κόσμος τρέχει. Πόσο μάλλον όταν καταλαβαίνει ότι δεν του βγαίνει σε καλό». «Πιστεύεις ακόμα ότι εκείνο το βράδυ δεν βρεθήκαμε τυχαία στο τρένο;». «Ναι. Πιστεύω αυτό που βλέπω, αλλά κι αυτό που διαισθάνομαι. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Αυτό που υπάρχει μέσα μου δεν είναι κάτι που με κάνει να υπερέχω από σένα. Θα έλεγα ότι με ταλαιπωρεί τόσο, που τις περισσότερες φορές θα ήθελα να μην υπάρχει. Έχω όμως συμβιβαστεί και ζούμε μαζί. Δεν έχω την απαίτηση να το καταλάβουν οι υπόλοιποι». «Ωραία, το ότι έχεις μια ικανότητα να διαισθάνεσαι πράγματα, δεν σημαίνει απαραιτήτως πως αποδέχεσαι και τα μεταφυσικά φαινόμενα». «Ακριβώς αυτό σημαίνει. Αυτή μου η ικανότητα με κάνει να πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα απ’ αυτά που άμεσα αντιλαμβανόμαστε». «Η έκτη αίσθηση; Μια άλλη διάσταση;», ρώτησε η Λίζα. Εκείνη τη στιγμή μια μεγάλη σκιά απλώθηκε από πάνω τους. «Μήπως οι δυο όμορφες κυρίες θα
ήθελαν να κάνουν παρέα με δυο ευγενικούς κυρίους;». Το θέαμα ήταν λίγο αστείο. Δυο μεσήλικες που φορούσαν πολύχρωμα πουκάμισα και κρατούσαν από ένα εξωτικό κοκτέιλ ο καθένας, με πρόσωπα που θύμιζαν Γάλλους αστυνομικούς στην υπηρεσία του Λουί Ντε Φινές, είχαν σκύψει από πάνω τους και τους χαμογελούσαν. Η Λίζα έβαλε τα γέλια. «Γελάτε; Αυτό είναι ευχάριστο», είπε ο ψηλότερος απ’ τους δυο, ενώ παράλληλα τράβηξε μια πλαστική καρέκλα για να κάτσει, δίχως να σκεφτεί αν υπάρχει και δεύτερη για το φίλο του. «Παραθερίζετε εδώ κοντά;». Απευθυνόταν πια μονάχα στη Λίζα. «Όχι, έχουμε έρθει για ημερήσια εκδρομή με τη φίλη μου». «Εγώ έχω ένα σπίτι κοντά και φιλοξενώ τον Γιώργο από δω, για όλο το καλοκαίρι». Έδειξε με τον αντίχειρά του τον άντρα που στεκόταν όρθιος πίσω του. Είμαστε παιδικοί φίλοι. Απ’ το νηπιαγωγείο μαζί. Μια ζωή». «Ναι, αυτές οι σχέσεις κρατάνε για πάντα», είπε η Λίζα. Η Δήμητρα δεν μιλούσε. «Έχετε ξανάρθει εδώ;», επέμεινε εκείνος, προσπαθώντας να αποφύγει τις παύσεις που απειλούσαν να καταστρέψουν την απόπειρά του να προσεγγίσει αυτήν τη γοητευτική γυναίκα. «Όχι. Πάμε να βουτήξουμε;». Η Λίζα γύρισε προς τη Δήμητρα για βοήθεια. «Πάμε», έκανε εκείνη. «Χαρήκαμε για τη γνωριμία», τους είπε ενώ σηκώνονταν. «Καλό μπάνιο. Πάντως, αν θέλατε, θα μπορούσαμε να βγούμε για ένα ποτό το βραδάκι. Τι λέτε;», συνέχισε ο ψηλός. «Δεν ξέρουμε ακόμα. Άλλωστε το χωριό είναι μικρό. Όλο και κάπου θα συναντηθούμε». Η Λίζα τους χαμογέλασε και προχώρησε στην αμμουδιά. Οι δύο τους έμειναν να τις κοιτάζουν να απομακρύνονται μέσα στα ήρεμα νερά. Όταν γύρισαν στο συγκρότημα είχε σχεδόν νυχτώσει. Η Άννα έπινε ένα ποτό στην ταράτσα, χαζεύοντας τις τελευταίες στιγμές της μέρας. Ο Αλέξης κι ο Αριστοτέλης έπαιζαν τάβλι στον κήπο. Τελικά το περιβάλλον είχε απορροφήσει την αμηχανία και την ένταση της μεσημεριανής τους συνάντησης κι όλοι έδειχναν σα να απολαμβάνουν τις καλοκαιρινές διακοπές που αναπάντεχα τους είχαν προσφέρει. Το βράδυ μετά το φαγητό, η Δήμητρα αποφάσισε να μιλήσει
πρώτη για το ατύχημα. «Ύστερα από εκείνη τη νύχτα, έκατσα και σκέφθηκα ότι ήταν ίσως η πρώτη φορά στη ζωή μου που αμφισβητούσα τον εαυτό μου. Αυτό που είχα “δει” μέσα στο τρένο έπειτα απ’ την εμφάνιση του αγοριού, ήταν η συνέχεια ενός κακού προαισθήματος που είχα απ’ το ξεκίνημα του ταξιδιού. Και μέχρι τότε, όλα τα προαισθήματα και οι ενδείξεις που έπαιρνα στη ζωή μου κατέληγαν σε πραγματικά γεγονότα». «Κι ήσουν πάντα τριγύρω για να τα δεις να επαληθεύονται;» ρώτησε ο Αριστοτέλης. «Κι αν δεν ήμουν εγώ, τα μάθαινα από τρίτους». «Ναι, αλλά αυτήν τη φορά δεν σου φάνηκε κάπως παρατραβηγμένο το συμπέρασμα που έβγαλες; Ήμασταν σ’ ένα τρένο που έτρεχε σα δαιμονισμένο κι όταν κάποιος από εμάς ομολογούσε κάτι που υπήρχε μέσα του και τον κατέτρωγε, εκείνο έκοβε ταχύτητα. Στο τέλος θα σωνόμασταν. Όταν όμως ο Αναστάσης τελείωσε τη δική του ιστορία, το τρένο επιτάχυνε, ενώ είχε αρχίσει να κόβει ταχύτητα κι εν τέλει εκτροχιάστηκε». «Αυτό είναι και το σημείο για το οποίο δεν βγάζω νόημα. Εκτός κι αν...» «Εκτός αν ο Αναστάσης είπε ψέματα», πετάχτηκε ο Αλέξης. «Αν είπε ψέματα, τότε είναι λογικό...». «Είναι λογικό είπες;» τον διέκοψε ο Αριστοτέλης, που είχε αρχίσει να φουντώνει. «Τι εννοείς λογικό; Δεν υπάρχει κάτι λογικό σε αυτόν το συλλογισμό και στη θεωρία της Δήμητρας». «Είναι λογικό» συνέχισε ο Αλέξης «να σταμάτησε να επιβραδύνει και να επιτάχυνε απότομα με σκοπό να μας σκοτώσει. Εγώ είχα μιλήσει γι’ αυτό που με απασχολούσε και το κουβαλούσα από μικρός. Σας αποκάλυψα κάτι που σε κανέναν άλλο δεν είχα ως τότε αποκαλύψει. Κι η Δήμητρα μας είπε για το γιο της που είναι φυλακή. Η Άννα φώναξε την ώρα που εκτροχιαζόμασταν για το μίσος που έτρεφε για τον αδερφό της. Μονάχα εσείς και η Λίζα δεν μιλούσατε. Το τρένο είχε ήδη κόψει ταχύτητα, πριν από την ομολογία του Αναστάση». «Όπως βλέπεις όμως κι εγώ επιβίωσα και η Λίζα είναι μια χαρά και στις ομορφιές της παρόλο που δεν ομολογήσαμε τίποτα. Επίσης, αν είχες διαβάσει
τις εφημερίδες, κάτι που φαντάζομαι ότι δεν μπήκες στον κόπο να κάνεις όταν συνήλθες απ’ το κώμα, θα διαπίστωνες πως μετά το ατύχημα έγραφαν ότι η εν λόγω αμαξοστοιχία ήταν ελαττωματική και πως το πιο πιθανό ήταν ότι παρουσίασε βλάβη στα συστήματα πλοήγησης». «Το τρένο είχε βρεθεί απ’ το πουθενά στον τερματικό σταθμό της Αθήνας. Κανείς δεν το είχε παραγγείλει και κανείς δεν κατάλαβε πώς μπήκε σ’ αυτό το δρομολόγιο. Οι εταιρίες που φτιάχνουν τρένα υψηλών επιδόσεων είναι μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού. Μια απ’ αυτές δήλωσε ότι το τρένο είχε εξαφανιστεί απ’ το μηχανοστάσιό της, λίγες μέρες πριν μπει στην κυκλοφορία και προοριζόταν για το Βέλγιο. Όλα αυτά δεν τα διαβάσετε στις εφημερίδες ούτε τα είδατε στην τηλεόραση γιατί είναι εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει πρόσφατα από συνάδελφους δημοσιογράφους. Όπως όλοι γνωρίζουμε, τίποτα κρυφό κάτω απ’ τον ήλιο. Η ζημιά που έπαθε το τρένο ήταν ολοκληρωτική και το ότι επιζήσαμε εμείς οι πέντε μόνο σαν θαύμα μπορούν να το εξηγήσουν οι ειδικοί. Φαντάζομαι θα είδατε φωτογραφίες απ’ τα υπόλοιπα βαγόνια...» είπε η Λίζα. «Και πώς εξηγείται το γεγονός να έχει περάσει τα σύνορα κοτζάμ τρένο μόνο του; Γιατί από κάπου πρέπει να πέρασε, έτσι δεν είναι;». Η Άννα παρακολουθούσε τη συζήτηση, ενώ την ίδια στιγμή της ερχόταν στο νου οι τελευταίες στιγμές πριν από την πτώση στα βράχια. Όλο αυτό το διάστημα είχε κουβεντιάσει με τον εαυτό της, με τη Μαργαρίτα, με φίλους αυτό που της είχε συμβεί, αφήνοντας ένα ερωτηματικό στο πίσω μέρος του μυαλού της. Είχε άραγε δίκιο η Δήμητρα; Κι αν ναι, πώς θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει δίχως να ψάχνει πια κάτω από κάθε πέτρα μια άλλη εξήγηση, διαφορετική απ’ αυτές που συνήθιζε να δίνει; Ένα παραθυράκι στο άγνωστο. Η Μαργαρίτα, στο σπίτι της οποίας ακόμα έμενε, έψαχνε διέξοδο απ’ την αναστάτωση που της είχαν φέρει η απώλεια του Αναστάση και οι αλήθειες που είχαν αποκαλυφθεί μαζί της. Οι μεταφυσικές ανησυχίες της φίλης της περνούσαν πάντα μέσα απ’ αυτό το φίλτρο κι έχαναν τη σοβαρότητά τους, ενώ στη ζωγραφική της προβάλλονταν μέσα από μια σύγκρουση με έντονα χρώματα και υπερφυσικές μορφές που θύμιζαν τα τελευταία έργα του Γκόγια. «Δεν γίνεται να τα εξηγούμε όλα, Αριστοτέλη. Πώς σου φαίνεται το γεγονός ότι όλοι πήραμε ένα λαχείο, το ίδιο λαχείο;» ρώτησε η Δήμητρα. «Σύμπτωση. Εξάλλου, δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε και κάποιο διαφορετικό αριθμό, αφού ήταν η τελευταία σειρά του λαχειοπώλη. Τέλος πάντων, ό,τι και να
λέτε, εμένα δεν με πείθετε. Διάλεξε ξαφνικά κάποιος εμάς τους έξι για να παίξει ένα παιχνίδι με τις αμαρτίες μας; Σάμπως όλοι δεν έχουμε κάνει κάτι για το οποίο ντρεπόμαστε; Θέλετε να μου πείτε δηλαδή ότι υπάρχει κάτι ή κάποια δύναμη που τιμωρεί αυτούς που δεν μετανοούν; Ζήσαμε όλοι ένα τρομακτικό ατύχημα και σταθήκαμε πολύ τυχεροί. Όλοι εκτός απ’ τον Αναστάση. Μέσα σ’ αυτό το χάος, το πιο πιθανό ήταν να σκοτωθούμε». «Αλήθεια, τι ήταν αυτό που είχατε μέσα σας και δεν θελήσατε να μας το εκμυστηρευτείτε ;» τον ρώτησε η Άννα. «Αφού δεν το έκανα τότε, δεν πρόκειται να το κάνω ούτε τώρα. Ακόμα κι αν συνέβη αυτό που υποστηρίζει η Δήμητρα, δεν έχω πια λόγο να το πω διότι έτσι κι αλλιώς σώθηκα». «Εσύ Λίζα;» ρώτησε και πάλι η Άννα. «Παρόλο που ήμουν δίβουλη και ακόμα ίσως είμαι, μετά το ατύχημα ακύρωσα το ραντεβού που είχα με έναν εκδότη στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να κυκλοφορήσω ένα βιβλίο που στην πραγματικότητα δεν ήταν δικό μου. Περίμενα χρόνια γι’ αυτήν τη στιγμή. Ήταν ένα σύγγραμμα που είχα κλέψει απ’ το σπίτι ενός γνωστού Σουηδού συγγραφέα, στον οποίο μόλις είχα πάρει συνέντευξη. Ένας γοητευτικός άντρας που πέθανε δίπλα μου, στο κρεβάτι που είχαμε περάσει μαζί τη νύχτα. Τον βρήκα το πρωί νεκρό. Μόλις συνήλθα απ’ το σοκ, μια διαβολική ιδέα με κυρίευσε. Το βιβλίο που εκείνες τις μέρες είχε τελειώσει ήταν δίπλα μου, πάνω στο κομοδίνο. Σα να με περίμενε να το πάρω και να το υιοθετήσω. Κι εγώ το ’φερα στην Ελλάδα με σκοπό να το εκδώσω με το όνομα μου. Τελικά, έστειλα το πρωτότυπο ανώνυμα πίσω στους εκδότες του Μπλέκβιστ και κατέστρεψα όσα αντίγραφα είχα. Ξέρω ότι θα καταλάβουν ότι εγώ ήμουν αυτή που το έκανε κι είμαι έτοιμη να δεχθώ τις συνέπειες, αν και πιστεύω ότι δεν πρόκειται να με κυνηγήσουν. Λεφτά θέλουν να βγάλουν. Και είμαι βέβαιη ότι θα βγάλουν πολλά. Αν μάλιστα φτιάξουν και μια ιστορία για την ανακάλυψή του...». «Εντυπωσιακό», πέταξε ο Αριστοτέλης. «Η δική σου ιστορία ήταν η καλύτερη. Τώρα μένει να μάθουμε αν ο Αναστάσης όντως είχε πει ψέματα. Αυτό ποιος θα μας το πει;» «Εγώ». Η Άννα καθόταν οκλαδόν σε μια μεγάλη πορτοκαλί μαξιλάρα, έχοντας στριμώξει το κεφάλι της μέσα σε ένα κύκλο που είχε φτιάξει ενώνοντας τα χέρια
της, ακουμπώντας τα πάνω στα γόνατά της. «Ρώτησα τη Μαργαρίτα, τη φίλη μου που είχε έρθει να με δει στο νοσοκομείο. Η Μαργαρίτα είχε γνωρίσει τον Αναστάση μέσα από ένα σύλλογο τυφλών, του οποίου ήταν κι εκείνη μέλος, όταν είχε πάει χάνοντας προσωρινά την όρασή του. Η αδερφή, λοιπόν, του Γουίλ ήταν φανταστικό πρόσωπο. Δεν άφησε καμία γυναίκα έγκυο φεύγοντας απ’ την Αμερική, αλλά επέστρεψε για να πάρει εκδίκηση απ’ το γαμπρό του, αφού θεωρούσε ότι ο τελευταίος ήταν υπαίτιος για την κακή κατάσταση της υγείας της αδερφής του. Ο Αναστάσης γνώριζε ότι ο Γουίλ την ξυλοφόρτωνε με κάθε ευκαιρία κι έτσι όταν έλαβε ένα γράμμα από εκείνη που του έλεγε ότι ήταν έγκυος κι ότι ήθελε να χωρίσει επειδή έπινε και την έδερνε, αψήφησε τους κινδύνους που έκρυβε μια ενδεχόμενη επιστροφή του σε μια πόλη όπου τον έψαχναν για τα λεφτά που χρωστούσε απ’ τη χαρτοπαιξία, κάτι που δεν είχε αποκαλύψει βέβαια στη Μαργαρίτα, και γύρισε για να την πάρει πίσω στην Ελλάδα. Τελικά η κατάσταση δεν ήταν έτσι ακριβώς όπως την είχε φανταστεί, αφού η αδερφή του ομολόγησε ότι διατηρούσε μια παράλληλη σχέση και ότι θα χώριζε μεν τον Γουίλ θα παρέμενε δε στο Σαν Φραντσίσκο. Αυτά τα έμαθε ο Αναστάσης μια μέρα έπειτα από ένα τροχαίο που έπαθε ο γαμπρός του κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Πέθανε σε λίγες μέρες. Το ατύχημα αυτό το προκάλεσε ο Αναστάσης που αφού συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει στο σημείο να αφαιρέσει μια ζωή, έπαθε κατάθλιψη. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν και οι ρευματισμοί που έπαθε στα μάτια του. Αυτή ήταν η εκδοχή που παρουσίασε στη Μαργαρίτα». «Το μόνο βέβαιο απ’ όλα αυτά που μας είπες είναι ότι ήταν ένας παθολογικός ψεύτης. Ποια ήταν η πραγματική του ιστορία, ίσως να μην ξέρει κανείς. Αν σκότωσε ή δεν σκότωσε και ποιον, αν άφησε έγκυο αυτήν τη Μωρίν ή την ίδια του την αδερφή, μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ» είπε ο Αλέξης. «Παραμυθάς και λούμπεν ο συγχωρεμένος», αστειεύτηκε ο Αριστοτέλης. «Ας ήταν ό,τι ήθελε. Συμπέρασμα απ’ όλα όσα είπατε απόψε πάντως, δεν βγαίνει υπέρ της θεωρίας της Δήμητρας. Προτιμώ λοιπόν να βλέπω τον ήλιο να σηκώνεται κάθε πρωί και να δύει κάθε απόγευμα και να πατάω τα πόδια μου γερά στη γη, ευχόμενος ένα καλό τέλος της ζωής μου, παρά να σκέφτομαι ότι υπάρχουν καλοί και κακοί άγγελοι που με ακολουθούν και καταστρώνουν σχέδια για τη λύτρωση ή την εξόντωσή μου. Και τώρα, θα με συγχωρέσετε, αλλά επειδή είμαι αρκετά κουρασμένος θα πάω να ξαπλώσω». «Καληνύχτα... Και μην ξεχνάς. Μας χρωστάς τη δική σου ιστορία, την κατά
δική σου εξομολόγηση» του είπε η Δήμητρα. «Χα χα χα. Όχι. Δεν σας χρωστάω τίποτα. Αν χρωστάω σε κάποιον, αυτός είναι ο εαυτός μου. Εξάλλου, πιστέψτε με, δεν θα μαθαίνατε δα και τίποτε σπουδαίο». «Αν είναι έτσι, τότε γιατί μας την κρύβετε;» ρώτησε ο Αλέξης. «Προσωπικά δεδομένα. Αρκετά μάθατε για μένα μέσα στο τρένο. Δεν είμαι ο άνθρωπος που κρύβει τις σκέψεις του ή τη ζωή του. Το αντίθετο θα μπορούσε να πει κανείς. Αυτό όμως δεν πάει να πει ότι τα λέω κι όλα. Και στην προκειμένη περίπτωση το θεωρώ περιττό. Όπως κι αυτήν τη συνάντηση, περιττή τη θεωρούσα. Αλλά τελικά δεν μετάνιωσα που ήρθα και σας είδα. Ας μην το χαλάμε λοιπόν. Θα τα πούμε αύριο το πρωί». «Επιμονή που την έχει όμως...», είπε η Δήμητρα χαμηλόφωνα, όταν είχε πια κλείσει την πόρτα πίσω του. Ο Αριστοτέλης προχώρησε στο δωμάτιο ξεκουμπώνοντας το καρό του πουκάμισο, λύνοντας τη φαρδιά ζώνη που κρατούσε στη θέση της μια χακί βερμούδα, ανακουφίζοντας τα πόδια του από ένα ζευγάρι δερμάτινα παπούτσια. Το φως του φεγγαριού που έμπαινε απ’ το μπαλκόνι αρκούσε για να τα κάνει όλα αυτά και να καταλήξει στη λευκή καρέκλα, ακουμπώντας τα πέλματά του στο δροσερό κάγκελο του μπαλκονιού. Απ’ αυτή την πλευρά του συγκροτήματος δεν άκουγες τίποτα, μονάχα έβλεπες τη σκιά ενός λόφου που έκοβε ένα μεγάλο μέρος απ’ τη θέα του φεγγαριού που κρεμόταν πάνω απ’ τη θάλασσα. Αυτές οι μικρές ώρες της νύχτας ήταν που φόβιζαν τον Αριστοτέλη. Πολλές φορές ξυπνούσε, άλλοτε στις δυο, άλλοτε στις τέσσερις το πρωί και έρχονταν όλα πάλι μπροστά του. Όχι, δεν ήθελε να τα πει σε κανέναν. Εκείνο μόνο που ήθελε ήταν να έχει παρέα για να μοιράζεται σιωπηρά την αγωνία του. Φοβόταν μήπως σ’ ένα απ’ αυτά τα ξυπνήματα, εκεί που ένιωθε την καρδιά του να σφίγγει, έφευγε με πόνο για τον άλλο κόσμο. Και δεν ήθελε να είναι μόνος. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, τα περιουσιακά της στοιχεία περιήλθαν στην κόρη τους κι έτσι αναγκάστηκε να φύγει απ’ το σπίτι, να νοικιάσει μια γκαρσονιέρα, μην έχοντας πλέον τη σιγουριά που του παρείχε η οικονομική άνεση της γυναίκας του. Έπρεπε να πάρει τη ζωή στα χέρια του κι ο μόνος τρόπος για να το κάνει, φάνταζε μέχρι τότε εξωφρενικός, πέρα από κάθε λογική. Αλλά ήταν ο μόνος και με τον καιρό σφηνώθηκε στο πίσω μέρος του μυαλού του, κάνοντάς τον να σκέφτεται όλο και πιο συχνά πώς ακριβώς θα τον εφάρμοζε.
Η εικόνα της υπέρβαρης γιαγιάς που καταβρόχθιζε τα γλυκά σε εκείνο το παλιό νεοκλασικό, ερχόταν όλο και πιο συχνά μπροστά του και στο ίδιο σκηνικό χωρούσε μια διέξοδος στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου υπήρχαν λεφτά. Πολλά λεφτά. Για κάποιο λόγο η πρώην γυναίκα του πρώην αφεντικού του, του ανθρώπου που τον ανάγκασε να φύγει απ’ το ζαχαροπλαστείο και να βγει πρόωρα στη σύνταξη, του είχε δώσει την εντύπωση ότι φύλαγε μεγάλο χρηματικό ποσό στο σπίτι. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι έμπαινε στον κόπο να πηγαίνει συχνά στην τράπεζα. Και ποιον θα έστελνε; Την καμαριέρα της; Ή την ανιψιά της, που της έφερνε γλυκά τα απογεύματα; Όχι, η γριά δεν τα ’χε τελείως χαμένα. Μια επίσκεψη ίσως να ’ριχνε φως στο μυστικό που έκρυβε. Ένα κυριακάτικο απόγευμα, λοιπόν, πέρασε από ένα καλό ζαχαροπλαστείο, διάλεξε δώδεκα εξαιρετικές πάστες και στάθηκε μπροστά απ’ τη δίφυλλη ξεθωριασμένη πόρτα για να ακούσει με ανακούφιση τα ίδια λόγια που είχε ακούσει και στην πρώτη του επίσκεψη, «σπρώξτε να ανοίξει, θέλει δύναμη, αν δεν τα καταφέρετε δεν πειράζει. Καλή καρδιά» και να προχωρήσει μέχρι το καθιστικό, με την ίδια μυρωδιά κανέλας να απλώνεται στο εσωτερικό και να του γαργαλάει τα ρουθούνια. Η μαλλιαρή φιγούρα τον κοίταξε καλά καλά στα μάτια και του είπε: «Εσένα σε έχω ξαναδεί εδώ, μου ’χες φέρει ωραία γλυκά σαν κι αυτά που μου ’φερνε η ανιψιά μου. Μόνο που σταμάτησε να ’ρχεται. Έχει πολλή δουλειά, λέει. Μόνο στη χάση και στη φέξη τη βλέπω. Καλή ευκαιρία για να μην τρώω αυτά τα διαόλια. Έχω αγγαρέψει άλλον όμως. Δεν γλιτώνω. Τον Γιάννη. Ή μήπως είναι ο Θοδωρής; Τέλος πάντων, για άνοιξε να δούμε τι έφερες». Το γέλιο που έβγαζε αυτή η γυναίκα τον αποσυντόνιζε. Όπως εκείνη τη μέρα που την είχε πρωτοδεί. Για μια στιγμή ήθελε να την πάρει αγκαλιά να τη φροντίσει, να την ταΐσει ο ίδιος τα γλυκά. Έβγαλε δυο ασημένια κουταλάκια απ’ το συρτάρι του τραπεζιού και πρόσφερε το ένα στον Αριστοτέλη. «Ελπίζω να μου κάνεις παρέα. Όλα καλά στο νησί;». «Ναι, μια χαρά» σιγοντάριζε ο Αριστοτέλης. Μισή πάστα κατάφερε να φάει πριν το χάρτινο κουτί καταλήξει στα σκουπίδια και λίγο αργότερα συνοδευτεί από το περιεχόμενο που είχε φιλοξενήσει σε ρευστή μορφή. Όπως κάθε φορά, έτσι και εκείνο το απόγευμα, η γριά θα έκανε ένα τρομερό εμετό και θα κοιμόταν ήσυχα μέχρι αργά το βράδυ πάνω στο τραπέζι. Ενώ περίμενε κάμποση ώρα να
ολοκληρωθεί το τελετουργικό, ο Αριστοτέλης άκουσε ένα δυνατό θόρυβο κι έτρεξε στην κουζίνα να δει τι είχε συμβεί. Σωριασμένη στο πάτωμα παρέα με μερικά κουζινικά και το καλάθι αχρήστων, η γριά χαμογελούσε κοιτώντας το ταβάνι δίχως να σαλεύει. Καρδιακή προσβολή; Αναρρόφηση; Δεν θα έχανε χρόνο σε τέτοιες λεπτομέρειες. Η θεά Τύχη φαίνεται πως του είχε δώσει αναπάντεχα το πράσινο φως για να προχωρήσει στο σχέδιό του. Θα έψαχνε το σπίτι με την ησυχία του. Για τις επόμενες τρείς ώρες δεν άφησε γωνία για γωνία, ράφια, ντουλάπες, πατάρια, αποθήκη. Τα έψαξε όλα για να βρει τελικά, στο πιο προφανές σημείο του σπιτιού, δηλαδή στο τραπέζι που περνούσε τη μισή της μέρα, χωμένα σε τρία μεταλλικά κουτιά που κάποτε φιλοξενούσαν δανέζικα μπισκότα βουτύρου, μέσα σε ένα πλαϊνό συρτάρι, ένα μεγάλο αριθμό από χρυσές λύρες και κοσμήματα με πολύτιμα πετράδια. Αντικρίζοντας την περιουσία που θα του εξασφάλιζε άνεση για περισσότερα χρόνια απ’ αυτά που θα ζούσε, το σκαλιστό ταβάνι του σαλονιού στριφογύρισε μια δύο φορές αργά και έπειτα σα σβούρα, αφήνοντας τον στο σκοτάδι για κάμποση ώρα. Είχε κοιμηθεί κιόλας; Ξαφνικά ένιωσε να τον τραντάζουν βίαια και είδε το πρόσωπο της γυναίκας του να γέρνει από πάνω του, με τα χέρια της να σφίγγουν γύρω απ’ το λαιμό του και να κουνάνε το κεφάλι του πάνω κάτω, χτυπώντας το στο ξύλινο πάτωμα. «Θοδωρή», του φώναζε «Θοδωρή», και η φωνή της άλλαζε, γινότανε πιο βραχνή. «Ποιος Θοδωρής;» ψέλλισε εκείνος. Έπειτα σα να μύρισε άρωμα από κανέλα και καθώς ένιωθε το κεφάλι του να κάνει γκελ, του ήρθε και η μυρωδιά της γριάς. Και τότε το βλέμμα του καθάρισε και την είδε. Δεν ήταν δυνατόν. Είχε συνέλθει. Είχε γυρίσει απ’ τον άλλο κόσμο και φώναζε με όλη της την δύναμη: «Θοδωρή, κλέφτη, κλέφτη!». Ο Αριστοτέλης συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να αντιδράσει γιατί είχε αρχίσει και πάλι να ζαλίζεται. Η γριά θα τον έπνιγε. Νόμιζε ότι μπροστά της είχε τον άντρα της. Τον έπιασε πανικός. Έσπρωξε με όλη του τη δύναμη και την πέταξε στο πλάι. Εκείνη με μια σβελτάδα που μονάχα άνθρωποι με τα μισά χρόνια και τα μισά κιλά θα μπορούσαν να έχουν, όρμησε για άλλη μια φορά πάνω του προσπαθώντας να τον πνίξει. Αυτήν τη φορά όμως εκείνος πρόλαβε να περάσει και τα δικά του χέρια γύρω απ’ τον χοντρό λαιμό της και να τα πιέσει με όλη του την δύναμη πιστεύοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα καταφέρει να απελευθερωθεί
απ’ την δική της λαβή που γινόταν, όσο έσβηνε η ζωή της, όλο και πιο σφιχτή. Την ώρα που ψυχορραγούσε, η γριά σταμάτησε να πνίγεται και άρχισε να γελάει. «Μα δεν είναι τρομερό;» πρόλαβε να του πει πριν σωριαστεί για τα καλά στο δάπεδο. Αυτή ήταν η αμαρτία του. Τη σκότωσε. Χωρίς λόγο. Δεν θα καταλάβαινε, δεν θα μπορούσε να εξηγήσει ποιος ήταν αυτός που της βούτηξε τα τιμαλφή κάτω απ’ το τραπέζι. Αλλά ακόμα κι αν μπορούσε, θα την έβγαζε τρελή και η ιστορία θα τελείωνε εκεί. Απ’ την άλλη, είχε φτιάξει μια δικαιολογία για να προστατεύει όσο μπορεί τον εαυτό του. Πόσο ακόμα θα ζούσε η γριά; Και με τι ποιότητα ζωής; Χαμένη μέσα στο χρόνο, μπερδεύοντας την πραγματικότητα με το παρελθόν. Πάλι θα της τα τρώγανε. Είτε η ανιψιά της είτε ο πρώην σύζυγός της. Πήρε το τρένο με άγνωστη κατεύθυνση γιατί φοβόταν στην αρχή μήπως τον βρουν. Δεν ήξερε πού θα σταματούσε. Σε ποιο σημείο της Ελλάδας θα έμενε. Όταν είδε τη Δήμητρα να κάθεται δίπλα του στην κουκέτα, άλλαξε γνώμη. Ένιωθε το βάρος των πράξεών του να ελαφραίνει με την παρουσία της και τη ζωή του να βρίσκει καινούργιο στόχο. Να ζήσει με μια καλή σύντροφο όσα χρόνια του απέμεναν. Κι ακόμα πίστευε ότι θα μπορούσε να το πετύχει. Ναι, θα της ζητούσε να ξαναβρεθούν μετά τη συγκέντρωσή τους εδώ στην εξοχή. Κι αν του ζητούσε να μάθει το μυστικό του, θα της έλεγε ψέματα. Αυτό θα το ’παιρνε στον τάφο μαζί του. Ενώ ο Αριστοτέλης κοιμόταν βαθιά, η Άννα εξιστορούσε τις λεπτομέρειες απ’ την εκπλήρωση της υποχρέωσης που είχε στο «δήμιο» του αδερφού της. Αν είχε μετανιώσει που ο αδερφός της μέτραγε τρία σπασμένα πλευρά και μώλωπες στα περισσότερα σημεία του σώματος του; Λίγο. Το πρόσωπό του πάντως είχε μείνει ανέπαφο. «Έτσι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις», της είχε εξηγήσει ο μπράβος. Δεν τον μισούσε πια ούτε ήθελε να τον σκοτώσει. Κι αν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, θα προσπαθούσε να φτιάξουν τις σχέσεις τους. Αλλά δεν θα το επεδίωκε κιόλας. «Αχ, δεν μπορώ να τα’ ακούω αυτά. Μ’ έχετε βάλει στη μέση τρείς γυναίκες και με έχετε τρελάνει με όλες αυτές τις λεπτομέρειες» παραπονέθηκε ο Αλέξης. Σηκώθηκε, χαιρέτησε και πήγε για ύπνο. «Πάντως, αν κρίνω απ’ αυτά που μας είπες για τον αδερφό σου, κατά βάθος θα ήθελες να έχεις μια υγιή σχέση μαζί του. Έτσι δεν είναι ;» ρώτησε η Λίζα.
«Ε ναι, αυτή είναι η αλήθεια. Του έχω αδυναμία. Όσο κι αν εκείνος με έχει πληγώσει στο παρελθόν. Αλλά δυσκολεύομαι πια να προσπαθήσω ξανά, να είμαι εγώ αυτή που θα το κάνει. Ας έρθει να με βρει εκείνος. Και πάλι υποχωρητική θα είμαι. Πάντως όντως μου είχε περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα να τον σκοτώσω». «Ναι, αλλά ευτυχώς ήταν μονάχα ένα ξέσπασμα θυμού. Απ’ την άλλη, δεν βάζω το χέρι μου και στη φωτιά για εκείνον», είπε η Λίζα. «Αν θα το έκανε στη θέση μου; Μπα, δεν τον γνωρίζεις γι’ αυτό το λες». «Μου αρκεί που τον δικαιολογείς», είπε η Λίζα. «Εσύ, πήγες να βρεις το γιό σου;» απευθύνθηκε στη Δήμητρα η Άννα. Τα χαρακτηριστικά της Δήμητρας αλλοιώθηκαν από μια γκριμάτσα πόνου. Εδώ και ώρα μια ενόχληση που ξεκινούσε απ’ τον αυχένα κι έφθανε μέχρι την κορυφή του κεφαλιού της, την προειδοποιούσε ότι η μέρα είχε τελειώσει. Θυμήθηκε όταν περνούσε τις πύλες της Κεντρικής Φυλακής, που η καρδιά της χτυπούσε σε ασυνήθιστα γρήγορους ρυθμούς. Καθώς άφηνε πίσω το απέραντο πέτρινο τοίχος που περικύκλωνε τα άχαρα κτίρια με τα πολυάριθμα παραθυράκια, ήλπιζε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ο γιος της δεν περίμενε να ακούσει τη μητέρα του να του αποκαλύπτει ότι βοήθησε την αστυνομία να τον βρει και η αντίδρασή του ήταν βίαιη. Άρχισε να χτυπάει με λύσσα το διαχωριστικό κρύσταλλο ασφαλείας και να τη βρίζει. Η Δήμητρα πήγε και ξαναπήγε να τον δει, αλλά εκείνος δεν τη δεχόταν. Κάθε επίσκεψη ήταν και μια ελπίδα που έσβηνε. Ύστερα από ένα μήνα πολιορκίας, οι αντιστάσεις του δεν είχαν καμφθεί. Άφησε το ίδιο διάστημα, χωρίς να επιχειρήσει καμία επαφή μαζί του, και τον επισκέφθηκε λίγες μέρες πριν από την εκδρομή. Αυτήν τη φορά προχώρησε μέχρι την αίθουσα όπου και θα τον έβλεπε. «Η συμπεριφορά του είχε γλυκάνει. Στην αρχή πίστεψα ότι με είχε συγχωρέσει. Δεν ήταν έτσι ακριβώς όμως τα πράγματα. Ένας ολόκληρος μήνας σήμαινε ότι θα έμενε χωρίς τσιγάρα και λεφτά και θα αναγκαζόταν να δανειστεί από κάποιους που μετά θα τον εκμεταλλεύονταν για να κάνουν τις βρομοδουλειές τους. Κι επειδή αυτό ακριβώς είχε συμβεί, έπρεπε να αλλάξει συμπεριφορά απέναντί μου. Να πω την αλήθεια, δεν περίμενα ότι θα με συγχωρούσε. Δεν είχα τέτοια απαίτηση. Ξέρω ότι αυτά παίρνουν χρόνο. Απλά ήθελα να φτιάξουν πάλι οι σχέσεις μας και να έχω έστω την ψευδαίσθηση ότι με έχει ανάγκη. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα τώρα».
Ένα ακόμα μπουκάλι κρασί άνοιγε, καθώς δεν είχαν μείνει παραπάνω από τρείς ώρες για το ξημέρωμα. Οι τρεις γυναίκες έχοντας αφήσει πια τις μικρές ιστορίες τους πίσω, χαλαρωμένες απ’ το αλκοόλ, μιλούσαν για περιπέτειες με άντρες, ξεσπώντας σε γέλια, πειράζοντας η μια την άλλη. Ο Αριστοτέλης δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί κι έτσι άκουσε την στριγκλιά που έβγαλε η Λίζα, όταν ένα ξένος εμφανίστηκε απ’ το πουθενά στην είσοδο του σπιτιού. «Μα τι στο δαίμονα...», μουρμούρισε κι έβαλε βιαστικά ένα κοντό παντελόνι και τις σαγιονάρες του. Βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο κόντεψε να πέσει πάνω στον Αλέξη που έτρεχε ήδη προς τον κήπο. «Τι συμβαίνει;» πρόλαβε να τον ρωτήσει. Οι τρείς γυναίκες στέκονταν όρθιες, μαρμαρωμένες μπροστά απ’ το τραπέζι και λίγο πιο πέρα ένας λιανός άντρας, με ρυτιδιασμένο πρόσωπο που φορούσε ένα μάλλινο καρό πουκάμισο κι ένα ξεφτισμένο τζιν, χαμογελούσε αποκαλύπτοντας τη λειψή οδοντοστοιχία του. «Μην τρομάζετε», προσπάθησε να τους καθησυχάσει. «Καθίστε. Δεν ήθελα να διακόψω μια τόσο όμορφη βραδιά, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεση μου. Ποτέ δεν είχα άλλωστε». «Μα αυτός είναι ο τύπος που μου πούλησε το λαχείο», είπε ο Αλέξης. «Είμαι βέβαιος. Δεν θα ξεχνούσα ένα τέτοιο πρόσωπο με τίποτα. Ακόμα και τα ρούχα του είναι τα ίδια με αυτά που φορούσε εκείνη τη μέρα». «Πολύ σωστά», απάντησε ήρεμα με μια βαθιά φωνή εκείνος. «Ήρθα να σας δω για άλλη μια φορά. Πάντα υπάρχει η πρώτη προσπάθεια για όλους. Έτσι και για μένα η δική σας ομάδα ήταν ας πούμε, η πρόβα τζενεράλε. Δεν τα πήγα κι άσχημα. Ίσως η επιλογή των προσώπων να μην ήταν και τόσο πετυχημένη. Αλλά δεν έψαχνα για ανθρώπους βουτηγμένους στην αμαρτία, αμετανόητους, να το πω κι έτσι. Αν και εσύ Αριστοτέλη, έμοιαζες να είσαι ένας απ’ αυτούς. Ίσως μονάχα εσύ. Ο Αναστάσης σκοτώθηκε απ’ τη βλακεία του, αν και πιο αμαρτωλός, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, από σένα. Πιο αυθεντικός, όμως. Τολμούσε, ρισκάριζε. Τζογαδόρος στη ζωή όπως και στα χαρτιά. Έπαιξε κι έχασε μια σχετικά εύκολη παρτίδα. Θα μπορούσε να σας είχε πει αλήθεια. Δεν περίμενα να σκοτωθεί κάποιος. Πίστευα ότι θα τη γλυτώνατε. Δεν κατάφερε να σας πείσει όμως η Δήμητρα που σωστά διάβασε τη σκέψη του αγοριού. Κι αυτό γιατί ήταν η πρώτη φορά που δεν ήταν η ίδια σίγουρη γι’ αυτό που διαισθανόταν. Αν το είχε πιστέψει, θα το είχε καταφέρει. Αλήθεια, η ύπαρξη του παιδιού δεν σας απασχόλησε και πολύ. Εμφανίστηκε απ’ το πουθενά και εξαφανίστηκε όπως ήρθε. Ένας σίφουνας. Άλλο ένα στοιχείο που θα έπρεπε να
σας είχε βάλει σε υποψίες». «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Αριστοτέλης ταραγμένος. «Δεν είμαι κάποιος ή κάτι. Είμαι ένα δημιούργημα δικό σας. Εσείς πρέπει να αναζητήσετε το λόγο ύπαρξής μου. Εάν αντιληφθείτε ότι είμαι περιττός, θα πάψω να εμφανίζομαι». «Δεν βγαίνει νόημα απ’ αυτά που λες», είπε ο Αριστοτέλης. «Δεν είναι εύκολο να βγάλει κανείς. Ειδικά όταν εκλογικεύεις το ανεξήγητο. Αυτό δηλαδή που έχετε ορίσει εσείς ως ανεξήγητο. Κι αυτό που νοείται ως εκλογίκευση. Αλλά δεν θα σας κουράσω άλλο. Η ιστορία μας τελειώνει εδώ, σ’ αυτό το υπέροχο μέρος. Ξεχάστε με εμένα και κρατήστε μονάχα το ατύχημα. Πρέπει όμως...» «Τι πρέπει;» ρώτησε η Δήμητρα. «Πρέπει όμως να τους πεις για τη γριά, Αριστοτέλη. Τους το χρωστάς». «Και τι θ’ άλλαζε;». «Θα καταλάβεις άμα το κάνεις. Με αμφισβητείς, αλλά βαθιά μέσα σου δεν είσαι και σίγουρος γι’ αυτό που συμβαίνει». «Κάνεις λάθος. Είμαι σίγουρος και λέω ότι κάποιος μας έστησε μια κακόγουστη φάρσα. Δεν ξέρω ποιος σ’ έβαλε να ’ρθεις εδώ και να μας αμολήσεις αυτές τις βλακείες. Δεν είπες ότι θα φύγεις; Άντε λοιπόν, τον ξέρεις το δρόμο. Φύγε. Φύγε!». Τα μάτια του άγνωστου χώθηκαν μέσα στις κόγχες, λες και δεν υπήρχαν. Το βλέμμα του πάγωσε. Τα λεπτά του χείλη ήταν τώρα ερμητικά κλεισμένα σα να μην επρόκειτο να ξανανοίξουν ποτέ. Έκανε μεταβολή κι έφυγε, έτσι αθόρυβα όπως είχε έρθει. Ο Αριστοτέλης γύρισε την πλάτη στους άλλους κι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. «Καλύτερα να πάμε για ύπνο», είπε η Δήμητρα. «Δεν θα έχουμε σηκωμό αύριο. Πάει τέσσερις η ώρα». Οι υπόλοιποι, σα να την υπάκουσαν βουβά, έφυγαν για τα δωμάτιά τους δίχως βέβαια να καταφέρουν να κοιμηθούν.
Την επομένη, κανείς δεν φαινόταν να έχει διάθεση να μιλήσει για τη χθεσινή αναπάντεχη συνάντηση. Έκατσαν νυσταγμένοι γύρω απ’ το τραπέζι του κήπου κουβεντιάζοντας για τον καιρό, την επιστροφή στην πόλη και τα σχέδιά τους για το υπόλοιπο καλοκαίρι. Ο Αριστοτέλης δεν είχε εμφανιστεί. Λίγο αργότερα κι αφού αποχαιρέτησε τη Λίζα, τον Αλέξη και την Άννα, η Δήμητρα μπήκε στο σπίτι για να τον αναζητήσει. Βρήκε την πόρτα του δωματίου του μισάνοιχτη. Την έσπρωξε και αντίκρισε ένα κρεβάτι άστρωτο, μια ντουλάπα ανοιχτή κι ένα σημείωμα πάνω στο κομοδίνο: «Φεύγω με το πρώτο φως της ημέρας γιατί δεν έχω καμία όρεξη να δω τους άλλους. Θα σε πάρω αύριο τηλέφωνο, όταν θα έχεις επιστρέψει κι εσύ. Φιλιά, Αριστοτέλης». «Εις το επανιδείν λοιπόν», είπε φωναχτά η Δήμητρα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα πιο μακριά, ένα αυτοκίνητο κυλούσε σ’ ένα φιδίσιο δρόμο, έχοντας αφήσει πίσω εδώ και ώρα την ανατολή του ηλίου. Καθισμένος δίπλα στο συνοδηγό, δεμένος σφιχτά με τη ζώνη ασφαλείας, ο Αριστοτέλης προσπαθούσε να αποκρούσει την ηχητική επίθεση που δεχόταν, κοιτάζοντας τα βουνά, τα δάση, τα διερχόμενα απ’ το αντίθετο ρεύμα αμάξια. Αλλά ήταν σχεδόν αδύνατον. Ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει έξω απ’ το σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, αρχικά κάθε άλλο παρά πολυλογάς φαινόταν. Ήταν πολύ ευγενικός, προσφέρθηκε να τον πάρει μαζί του όταν άκουσε ότι έψαχνε για ένα δρομολόγιο που αναχωρούσε εκείνη τη στιγμή, δίχως να βρίσκει τελικά κενή θέση. Ο ίδιος είχε φθάσει στο σταθμό για να παραλάβει ένα δέμα, το οποίο έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα εξαιτίας ενός λάθους στην παραγγελία. Ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος εταιριών που παρασκεύαζαν βουτήματα και γλυκά – και τι κακή έμπνευση είχε να του αναφέρει ότι κάποτε ο πατέρας του έφτιαχνε καραμέλες; Από κείνη τη στιγμή, ξεκίνησε μια κουβέντα και δεν έλεγε να την τελειώσει, αλλάζοντας θέματα κάθε τέταρτο, αδιαφορώντας για το αν ο συνοδηγός του είχε τη διάθεση να τον ακούσει ή όχι, αδυνατώντας πολλές φορές να ελέγξει το δρόμο. Σε μια απ’ αυτές τις στιγμές, έχασε τελικά τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ο Αριστοτέλης βρέθηκε να κοιτάζει τη μεταλλική μάζα ενός κόκκινου φορτηγού που τους είχε καλύψει το οπτικό πεδίο να έρχεται καταπάνω του. «Λες;» πρόλαβε να σκεφθεί.
Τέλος